Η οικογένεια Ekdahl ανήκει στη μεγάλη αστική τάξη της Σουηδίας των αρχών του 20ού αιώνα. Τη συναντάμε τα Χριστούγεννα του 1907. Κεφαλή της οικογένειας η γιαγιά Helena . Ακολουθούν οι γιοι Gustav Adolphe, Oscar και Carl με τις γυναίκες τους αντίστοιχα Alma, Emilie, και τη γερμανίδα Lydia. Οι μικροί Alexander και Fanny είναι τα παιδιά του ζεύγους Emilie και Oscar . Ο εβραίος έμπορος Isak Jacobi είναι εδώ και χρόνια καλός φίλος της γιαγιάς. Στην οικογένεια ανήκει το θέατρο της πόλης το οποίο διευθύνει ο Oscar. Ο τελευταίος στη διάρκεια μιας πρόβας του «Άμλετ» παθαίνει καρδιακή προσβολή και πεθαίνει. Ο επίσκοπος Vergerus συμπαρίσταται στο πένθος της συζύγου Emilie και έναν χρόνο μετά την παντρεύεται ζητώντας της όμως να υιοθετήσει μια αυστηρή ζωή και να μετακομίσει στο σπίτι του χωρίς κανένα από τα υπάρχοντα της. Η συμπεριφορά του επισκόπου είναι τρομακτικά σκληρή και αυταρχική απέναντι τους. Καταπιέζει τα παιδιά και κρατάει εσώκλειστη τη γυναίκα του, ενώ αρνείται να της δώσει διαζύγιο. Την αφήνει μάλιστα και έγκυο. Ο Isak Jacobi καταφέρνει με τέχνασμα και απαγάγει τα παιδιά. Ενώ ο επίσκοπος εκβιάζει τη σύζυγό του να τα φέρει πίσω , ένα βράδυ αυτή του δίνει ρόφημα με υπνωτικό και καταφέρνει να το σκάσει. Λίγο αργότερα πιάνει φωτιά το κρεβάτι της θείας του επισκόπου, η πυρκαγιά επεκτείνεται και ο επίσκοπος καίγεται ζωντανός. Η οικογένεια ξαναβρίσκεται ενωμένη και η Emilie αναλαμβάνει πάλι τη διεύθυνση του θεάτρου.
Το «Φάννυ και Αλέξανδρος» αναγνωρίστηκε παντού σαν αδιαφιλονίκητο αριστούργημα. Πρόκειται για μια «ταινία -απολογισμό» όπου συναντούμε όλες τις στιλιστικές και θεματικές αναφορές των προηγούμενων μεγάλων ταινιών του Bergman. Ό,τι καλύτερο υπάρχει στην «Αναμονή γυναικών», στη «Νύχτα των σαλτιμπάγκων», στα «Χαμόγελα καλοκαιρινής νύχτας», στις «Άγριες φράουλες», στους «Κοινωνούντες», στη «Σιωπή», στην «Περσόνα», στο «Κραυγές και ψίθυροι» και στο «Αυγό του φιδιού», έχει προσαρμοσθεί τέλεια σ’ αυτή την ιστορία των δυο παιδιών που απολαμβάνουν τον παράδεισο της οικογενειακής ευτυχίας, προτού ένας αποτυχημένος γάμος τους ρίξει στην κόλαση του εκκλησιαστικού πουριτανισμού. Ο ίδιος ο Bergman είχε εξομολογηθεί πως μεγάλο μέρος της ταινίας είναι αυτοβιογραφικό και αν όχι κυριολεκτικά, τότε από την πλευρά των συναισθημάτων. Πράγματι ο πατέρας του σκηνοθέτη ήταν λουθηρανός πάστορας και ίσως η διαφυγή του μικρού Alexander μέσα στα όνειρα να ήταν χαρακτηριστικό και του ίδιου του σκηνοθέτη. Έτσι μέσα από την ταινία αυτή και μέσα από την απελπισία του μικρού αγοριού, ο Bergman ξεκαθαρίζει οριστικά τους λογαριασμούς του με το παρελθόν. Η κόλαση είναι η ερημιά της αρρωστημένης χριστιανικής ηθικής. Ο Αλέξανδρος καταλαβαίνει ότι ο Θεός για τον οποίο του έχουν μιλήσει δεν είναι παρά ένα σκιάχτρο που το κινούν σαν γελοία μαριονέτα. Η βλασφημία γίνεται απελευθερωτική πράξη για τον μικρό μας ήρωα: «Αν ο Θεός υπάρχει, πρέπει να τον φτύσουμε κατά πρόσωπο. Αν εμφανιζόταν μπροστά μου, θα του έριχνα μια κλωτσιά στον πισινό». Η ουσία έχει πλέον ειπωθεί. Το επεισόδιο του πρεσβυτέριου τελειώνει μέσα στις φλόγες του φανταστικού, με υπερρεαλιστικές εικόνες που θυμίζουν τον εξπρεσιονισμό του «Αυγού του φιδιού». Ύμνος προς τη ζωή και την ελευθερία των ενστίκτων, αλλά και ταυτόχρονα προς το ανορθολογικό, που μονάχα αυτό μας επιτρέπει να συλλάβουμε τη “μαγεία της ζωής” και να διεισδύσουμε στη βαθύτερη αλήθεια της, το Φάννυ και Αλέξανδρος είναι το αποκορύφωμα της μπεργκμανικής τέχνης και μια από τις ωραιότερες ταινίες που έγιναν ποτέ.
Η ταινία αυτή γυρίστηκε αρχικά για την τηλεόραση. Με νέο μοντάζ βγήκε αργότερα στους κινηματογράφους. Αν εξαιρέσει κανείς, τις ονειρικές παρενθέσεις, που βλέπει ο νεαρός ήρωας η ταινία ακολουθεί μια άκρως συμβατική και κατανοητή αφήγηση, κάτι που σε συνδυασμό με τα θαυμάσια κουστούμια και σκηνικά, της εξασφάλισε εκτός από Oscar και μεγάλη φήμη και αποδοχή.
Γιατί όμως αυτή η ταινία που αναμφίβολα είναι επικεντρωμένη πάνω στον Αλέξανδρο, να ονομάζεται «Φάννυ και Αλέξανδρος»; Η Φάννυ αν και σχεδόν απούσα σε μεγάλο μέρος του έργου, δεν παύει να είναι ένα από τα πιο σημαντικά πρόσωπα. Αν και παιδί μπορεί να αντιληφθεί τη λογική του ανορθολογικού, όχι χωρίς τρόμο βέβαια (είναι αυτή που βλέπει πρώτη το φάντασμα του Oscar, το οποίο δεν είναι καθόλου μια φαντασίωση του Αλέξανδρου, αλλά ένα πραγματικό φάντασμα), βρίσκεται πιο κοντά στη λογική της πραγματικότητας, γι’ αυτό και δέχεται τον θάνατο του πατέρα της χωρίς αντίσταση. Επίσης, η στάση της μπροστά στον επίσκοπο που την ανακρίνει, έχει κάτι το πολύ θαρραλέο, κυρίως γιατί ξέρει ότι ψεύδεται, ενώ με τον Αλέξανδρο δεν υπάρχει αυτή η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, κι εδώ βασίζεται και η σύγκρουση του με τον Επίσκοπο.
Το «Φάννυ και Αλέξανδρος» θα ήταν η τελευταία ταινία του Ingmar Bergman, όπως άλλωστε ο ίδιος είχε δηλώσει. «Μετά το Φάννυ και Αλέξανδρος δεν θα ξανακάνω άλλη ταινία μεγάλου μήκους. Ποτέ μου δεν διασκέδασα και δεν δούλεψα τόσο πολύ. Το Φάννυ και Αλέξανδρος αντιπροσωπεύει όλη μου τη ζωή σαν σκηνοθέτης. Ακόμα κι αν γράψω, κάποιος άλλος θα σκηνοθετήσει». Τελικά, το 1984, δύο χρόνια μετά το «Φάννυ και Αλέξανδρος» γύρισε το «Μετά την πρόβα» και στη συνέχεια και άλλες ταινίες, κλείνοντας την σκηνοθετική του καριέρα το 2003 με την τηλεταινία «Saraband».
Βιβλιογραφία: Πλάτων Ριβέλλης, Η φανερή γοητεία και η κρυφή συγκίνηση του κινηματογράφου “Εκδόσεις φωτοχώρος”, Μπάμπης Ακτσόγλου, Φάννυ και Αλέξανδρος/Κινηματογραφικά Τετράδια τεύχος 16