Βαθιά στην Άγρια Δύση, η Vienna (Joan Crawford) συντηρεί ένα σαλούν για τους άγριους και τους απόκληρους μιας μικρής πόλης. Ανάμεσα σε αυτούς, ο επικηρυγμένος ληστής Dancing Kid και η συμμορία του, θανάσιμοι εχθροί της φαμίλιας που διοικεί την πόλη και επιδιώκει με κάθε μέσο τη διατήρηση της ησυχίας, της τάξης και της ασφάλειας του αμμώδους τοπίου. Ο Johnny Guitar θα γίνει ο μυστηριώδης ξένος που θα πυροδοτήσει τη σύρραξη των δυο στρατοπέδων, όσο και την ερωτική ζωή της πιο αρρενωπής γυναικείας φιγούρας που πέρασε ποτέ από το Φαρ Ουέστ. Και μάλιστα, χωρίς καν να κρατάει όπλο.
Το Johnny Guitar του Ray, λειτουργεί απροκάλυπτα ως ένα κατηγορητήριο στο ψυχροπολεμικό καθεστώς περισσότερο από κάθε άλλη ταινία των Χολιγουντιανών στούντιο εκείνης της περιόδου . Βέβαια, όταν μιλάμε για φορτισμένα ιστορικά και κοινωνικά πλαίσια όπου πρώτα παράγεται μια κινηματογραφική ταινία, είναι μάλλον αναμενόμενο το να αναζητούμε με μανία συμβολισμούς και μεταφορές, το να προσπαθούμε να διαβάσουμε εμείς κάποιο σχόλιο, ακόμα και εκεί που δεν υπάρχει. Κι όμως το Johnny Guitar αφ’ ενός σχεδόν παρωδεί το Κλασικό Αμερικάνικο Γουέστερν, κι αφετέρου είναι μια καθαρή αλληγορία, καθώς αξιοποιεί το φυσικό μινιμαλισμό της τοπογραφία του Αμερικάνικου Νότου για να μιλήσει για την καταπίεση και την ανατροπή της με τεχνάσματα της κάμερας. Ως αλληγορία, μπορεί να απευθυνθεί σε κάθε εποχή, σε κάθε περίπτωση όπου διακυβεύεται η σωτηρία της διαφορετικότητας. Ο Francois Truffaut το αποκαλούσε «Η Ωραία και το Τέρας των Γουέστερν». Και όχι άδικα. Πρόκειται για ένα παραμύθι που ενώ πατάει σε στερεότυπα, μιλά για μια άλλη αντίληψη του κόσμου και την αξία του να ξεπερνάμε τη φαινομενική όψη των πραγμάτων.
Πιο συγκεκριμένα όμως, ποιες είναι αυτές οι ακραίες ιδέες που θέλει να προσπεράσει ο σκηνοθέτης; Πρώτα απ’ όλα, η ελευθερία λόγου. Δεν είναι τυχαίο πως το Johnny Guitar ήταν και η πρώτη ταινία όπου ο σκηνοθέτης είχε τον πρώτο λόγο στη διεύθυνση φωτογραφίας. Οι σκηνές των συγκρούσεων κινηματογραφούνται με τη δυναμική και την αισθητική ενός μιούζικαλ. Το Technicolor βοηθά σημαντικά το σκηνοθέτη να διαλύσει αυτό που κυριαρχούσε σε όλες τις ταινίες της Χρυσής Εποχής του Χόλυγουντ: οι άνδρες ως πιουριστές, φορούν μονόχρωμα, σκούρα ρούχα, όπως οι φορείς της κίνησης, της δράσης, ενώ οι γυναίκες, πρέπει να στολίζουν το κάδρο, φορώντας όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Το ανάποδο δηλαδή από αυτό που συμβαίνει στο βασίλειο των ζώων. Εδώ ποντάρουν και οι πρώτες φεμινίστριες στο πεδίο της θεωρίας του κινηματογράφου για να ανακηρύξουν, ομολογουμένως υπεραπλουστευμένα, το φιλμ ως το πρώτο «Γυναικείο Γουέστερν στην ιστορία του σινεμά». Για παράδειγμα, ενώ η Joan Crawford μάχεται στην τελευταία σκηνή φορώντας το απόλυτο λευκό, ο ίδιος ο Johnny, που αγωνίζεται να αλλάξει την εικόνα του σκληροπυρηνικού αρσενικού σε αυτήν του ευχάριστου διασκεδαστή μουσικάντη, φοράει ροζ, το πιο αμφίσημο από όλα τα χρώματα. Άλλωστε, ενώ ο τίτλος υπαινίσσεται πως αποτελεί το όνομα του κεντρικού πρωταγωνιστή, η βασική πρωταγωνίστρια είναι μια γυναίκα του περιθωρίου. Η παρακμή και η πτώση του Δυτικού (Western) ειδώλου εικονοποιείται με την αντικατάσταση του όπλου από την κιθάρα στη φιγούρα του καουμπόη που εξολοθρεύει τους εχθρούς του .