Αριζόνα, τη στιγμή της εμφάνισης του σιδηρόδρομου. Ένας μεγαλοεπιχειρηματίας με σχέδιο να περάσει τις γραμμές του τρένου που θα διασχίζουν τη δύση, προσλαμβάνει για την εκπλήρωση του στόχου του έναν αδίστακτο δολοφόνο να απομακρύνει από τη μέση τον ξεροκέφαλο κτηματία που του απαγορεύει τη διέλευση από την περιουσία του. Μια περιουσία που θα περάσει τελικά στα χέρια της γυναίκας του, η οποία με τη σειρά της θα προσλάβει δύο πιστολέρο για προστασία. Τα κεντρικά στοιχεία από μόνα τους καταμαρτυρούν την βίαιη εξέλιξη της ιστορίας, που συχνά αγγίζει τα όρια της υπερβολής μα όχι και του γραφικού. Ο κόσμος του Leone, το σύμπαν μέσα στο οποίο κινούνται οι ήρωες του, είναι ένας κόσμος σκληρότητας, βίας και τυχοδιωκτισμού, στον οποίο η ζωή δεν έχει καμία αξία, αλλά ο θάνατος έχει, μερικές φορές, την τιμή του. Κέντρο της ιστορίας αυτά τα τέσσερα αρχετυπικά πρόσωπα: ο γαιοκτήμονας (ο Henry Fonda για πρώτη φορά σε ρόλο κακού), ο παράνομος (Jason Robards), ο εκδικητής (Charles Bronson) και η γυναίκα (Claudia Cardinale). Ο καθένας έχει τη δική του ιστορία, το δικό του παρελθόν. Οι πορείες τους ωστόσο θα διασταυρωθούν με φόντο τις σιδηροδρομικές ράγες, που επεκτείνονται μέσα στο αχανές τοπίο. Το σενάριο είναι δομημένο με τρόπο λιτό και αυστηρό, ενώ οι διάλογοι, λιγοστοί και στιλιζαρισμένοι, αναδεικνύουν μεγαλείο της σκηνοθεσίας και του μοντάζ.
Στο Κάποτε στη Δύση, ο Ιταλός σκηνοθέτης Sergio Leone προσθέτει στο εικονολόγιό του λυρικά, ατμοσφαιρικά γενικά πλάνα δίνοντάς της την αίσθηση του επικού. Αργόσυρτοι ρυθμοί της κάμερας, μεγάλης διάρκειας σκηνές, μεγαλοπρεπή travelling, πληθώρα χαρακτήρων και ένα εξαιρετικό cast συμπληρώνουν κομμάτι-κομμάτι τη σύνθεση αυτού του αριστουργήματος. Η κινηματογραφική γραφή του Leone διακρίνεται σε κάθε πλάνο, ορίζοντας εκείνον τον έντονα προσωπικό τρόπο απεικόνισης που τον έκανε αποδεκτό. Κι αυτό επειδή ο Leone κατόρθωσε να εισάγει στο είδος την προσωπική του αισθητική, σχηματοποιώντας τις ταινίες του με τη διατήρηση των επιρροών του το παρασκήνιο -στη συγκεκριμένη περίπτωση διακριτικά ανάμεσα στο Rio Bravo και το Shane-, επιδεικνύοντας παράλληλα απεριόριστο σεβασμό στο είδος που υπηρετεί. Μέσα από το Κάποτε στην Δύση, ο Leone αντιστρέφει τα στάνταρ της εποχής (μερικά από τα οποία είχε θέσει και ο ίδιος) σχετικά με τον “ήρωα”, σχετικά με τον “σκοπό”, σχετικά με την ιστορία. Η πλοκή της ταινίας που δομείται στις δυαδικές αντιθέσεις περιλαμβάνει ορισμένα σχήματα χαρακτηριστικά της κριτικής του «Μύθου της Δύσης» από τον Λεόνε. Έτσι, ο καλός Henry Fonda μεταμορφώνεται σε απίστευτα κακό χωρίς όμως τα βασικά χαρακτηριστικά που έπρεπε να έχει ένας κινηματογραφικός κακός την εποχή εκείνη. O Charles Bronson είναι καλός, όμως δεν είναι ο υπερασπιστής του δικαίου γιατί σε εκείνη την εποχή δεν υπήρχε κάτι τέτοιο. Ο Jason Robards μπορεί να θεωρηθεί ο άσχημος μόνο από την εμφάνιση και τα κωμικά στοιχεία του χαρακτήρα του και τέλος σαν τη μορφή της “εξέλιξης”, του “πολιτισμού”. Έχουμε και την Claudia Cardinale, την όμορφη πόρνη που προσπαθεί να κάνει κατι καλό. Αυτή είναι η Αμερική. Η Αμερική που πέθανε στους ήχους της φυσαρμόνικας και ξαναγεννήθηκε στον ήχο του τρένου της εξέλιξης.
Η πλατιά οθόνη του σινεμασκόπ και τα μελετημένα μέχρι τελευταίας λεπτομέρειας κάδρα είναι αναπόσπαστα στοιχεία του ύφους που χαρακτηρίζει τον Ιταλό σκηνοθέτη. Παρατεταμένες σιωπές, γενικά πλάνα, δυναμική προοπτική των τοπίων, αργές αλλά περίτεχνες κινήσεις της κάμερας, όλα επιβάλλουν ένα ρυθμό εξωπραγματικό, που κορυφώνεται στα εντυπωσιακά γκρο-πλαν στα πρόσωπα των ηθοποιών. Παρά την αργή ανάπτυξή του, το φιλμ δεν υστερεί σε δράση, πολύ περισσότερο δε σε κεντρικούς χαρακτήρες.
Στη συγχώνευση σκληρότητας και λυρισμού συμβαδίζει απόλυτα η εξαιρετική μουσική επένδυση του Ennio Morricone -μόνιμου συνεργάτη του Leone- η οποία μάλιστα συχνά προϋπήρχε των κινηματογραφούμενων σκηνών, καθοδηγώντας ουσιαστικά τον σκηνοθέτη στον τρόπο καταγραφής τους.
Ένα western-ορόσημο για το είδος, που έχει γίνει πια κλασσικό και έχει την δική του θέση μεταξύ των κορυφαίων ταινιών όλων των εποχών.