«Ο Δράκος» του Νίκο Κούνδουρου είναι μια από τις ελάχιστες ταινίες που επηρέασαν τον ελληνικό κινηματογράφο σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θεωρείται από τις σπουδαιότερες δημιουργίες του. Γυρισμένη στα μέσα του 20ου αιώνα, το τετράπτυχο –Κούνδουρος, Καμπανέλης, Χατζιδάκις, Ηλιόπουλος- μετατρέπει την φαντασίωση της μικροαστικής τάξης της χώρας σε ένα αξεπέραστο αριστούργημα.
Η ιστορία κινείται γύρω από τον Θωμά, έναν άσημο τραπεζικό υπάλληλο εγκλωβισμένο στην άχαρη καθημερινότητα. Αυτή η βασανιστική καθημερινότητα γίνεται ακόμα πιο βαριά για όποιον πρόκειται να περάσει την πρωτοχρονιά μόνος, όπως ο Θωμάς. Φεύγοντας για το σπίτι, ανακαλύπτει πως μοιάζει με έναν εγκληματία της Αθήνας, τον «Δράκο». Μόνο φτάνοντας στο σπίτι θα βεβαιωθεί για την ομοιότητα. Σύντομα όμως, θα αναγκαστεί να φύγει κυνηγημένος από την αστυνομία και να βρει καταφύγιο σε ένα καμπαρέ. Εκεί, θα αναγνωριστεί από μια συμμορία ως ο πραγματικός «Δράκος» και θα τεθεί αρχηγός μιας επιχείρησης κλοπής αρχαιοτήτων. Θα συλληφθεί από την αστυνομία και αφού διαπιστωθεί πως δεν είναι αυτός ο καταζητούμενος εγκληματίας, θα αφεθεί ελεύθερος. Έπειτα θα ζήσει τις πιο δυνατές και συνάμα τελευταίες ώρες της ζωής του. Θα νιώσει την ελευθερία του να περπατά κανείς στους δρόμους ανάμεσα σε πλήθος κόσμου, αλλά και την στοργή μιας γυναίκας που αγαπά αληθινά. Γυρνώντας πίσω στο καμπαρέ, βρίσκει τα μέλη της συμμορίας να ετοιμάζονται για την επιχείρηση το ίδιο βράδυ. Και μόνο η παρουσία του ίδιου του «Δράκου» είναι αποφασιστικής σημασίας. Στην κορύφωση ίσως της ταινίας, την σκηνή του χορού, θα γίνει γνωστή η πραγματική φύση του υποτιθέμενου «Δράκου» και δεν θα αργήσει να έρθει το τέλος του Θωμά από μια μαχαιριά. Πληγωμένος, θα συρθεί μέχρι τον δρόμο όπου και θα αφήσει την τελευταία του πνοή πεταμένος και κουλουριασμένος.
Η ταινία είναι αρκετά ξεκάθαρη στο κύριο θέμα που πραγματεύεται, την ασφυξία που είχε πνίξει την χώρα στην δεκαετία του ’60. Μια χώρα που προσπαθούσε να βρει την ταυτότητά της και μια κοινωνία να δοκιμάζει τις αντοχές της. Η φτώχεια ήταν ο κανόνας και το έγκλημα άνθιζε. Όνειρο όλων ήταν να βρουν ένα διέξοδο από την ψυχοφθόρα καθημερινότητα, όπως και να έμοιαζε αυτή η διέξοδος. Ο Θωμάς την βρήκε στο πρόσωπου ενός εγκληματία της Αθήνας. Ο φόβος και η φιλοδοξία κοντράρονται μόνο για να βρεθεί στο τέλος χαμένος ένας άτυχος υπαλληλάκος. Από τα καταγώγια στις φτωχογειτονιές και από τα σκοτεινά γραφεία κάποιας τράπεζας στο άβατο του αστυνομικού τμήματος, είναι ένας αγώνας μέχρι τέλους.
Ας πάρουμε την ιστορία του Θωμά από την αρχή. Ο Θωμάς είναι ένας υπάλληλος μια τράπεζας. Ο τρόπος που κινείται δείχνει έναν φοβισμένο άνθρωπο, ο τύπος που προτιμά να περνά απαρατήρητος αποφεύγοντας να τραβά την προσοχή πάνω του και να προκαλεί φασαρίες. Είναι ευγενικός με όλους, αλλά δεν φαίνεται να έχει φίλους και οικογένεια. Φίλους που να μπορεί να καταφύγει σε μια δύσκολη στιγμή. Παρά την ήρεμη και ευγενική φύση του, δεν καταφέρνει να κερδίσει την εμπιστοσύνη των ανθρώπων γύρω του και ίσως αυτή η απόμακρη στάση του να είναι που προκαλεί τις υποψίες και τελικά οδηγεί στην κατάδοσή του στην αστυνομία. Φοβισμένος θα καταφύγει σε ένα καμπαρέ.
Εκεί είναι που βλέπουμε το σημείο-μεταίχμιο της ταινίας. Ο Θωμάς γνωρίζει την Ρούλα. Η Ρούλα θα παίξει καταλυτικό ρόλο στην υπόλοιπη διάρκεια της ταινίας. Μέσω της Ρούλας ο Θωμάς θα αναγνωριστεί ως ο περιβόητος «Δράκος» από τα μέλη της συμμορίας. Η Ρούλα θα είναι η όαση ευτυχίας που θα ακολουθήσει της απελευθέρωσής του από τους αστυνομικούς και θα προηγηθεί του θανάτου του. Η Ρούλα θα είναι η δύναμη που θα υπερνικήσει την δειλία του Θωμά. Αφού γίνει δεκτός ως ο «Δράκος» και χωρίς να καταλάβει ο ίδιος πως, βρίσκεται να ηγείται της επιχείρησης. Μετά την κατάστρωση του σχεδίου θα ακολουθήσει την Ρούλα και θα καταλήξει στην Κάρμεν, προτού τον εντοπίσουν οι αστυνομικοί και τον συλλάβουν. Ο τρομερός Δράκος καταρρέει μπροστά στα μάτια του απλού κόσμου που ξύπνησαν για να τον δουν με τα μάτια τους. Ο Θωμάς-Δράκος απογυμνωμένος στέκεται σε ένα κρύο δωμάτιο της αστυνομίας. Ο θρύλος του Δράκου δεν γίνεται να ταυτίζεται με ένα τέτοιο ανθρωπάκο.
Η αλήθεια είναι πλέον φανερή, πρόκειται για απλή ομοιότητα. Μετά από την ταπείνωση, ο Θωμάς πηγαίνει να συναντήσει την Ρούλα, την μόνη που νιώθει πως είναι πραγματικά δική του, μέσα σε μια εχθρική Αθήνα. Μαζί με την Ρούλα θα περάσει μερικές στιγμές νιώθοντας πόσο διαφορετική μπορεί να είναι η καθημερινότητα, που μέχρι τώρα τον έπνιγε, όταν έχει κανείς συντροφιά. Όμως οι ειδυλλιακές εικόνες δεν θα κρατήσουν για πολύ.
Μια συμμορία χρειάζεται κάποιον να την οδηγεί και αυτός είναι ο Δράκος. Θα γυρίσει στο καμπαρέ όπου θα γίνει δεκτός με πανηγυρισμούς, και μόνο η παρουσία του είναι ζωτικής σημασίας. Η σκηνή του χορού είναι ίσως η σπουδαιότερη της ταινίας. Ο Θωμάς φανερά διστακτικά μα και συνάμα ειλικρινά, θα χορέψει με τους υπόλοιπους της συμμορίας, σε μια εκδήλωση στιγμιαίας συντροφικότητας. Οι άνθρωποι σβήνουν τα πρόσωπα και τα ονόματά τους και όλοι μαζί βυθίζονται στην ομαδικότητα του χορού. Έτσι χορεύοντας, θα έρθει και η είδηση για την πραγματική ταυτότητα του Θωμά. Θύματα μιας παρεξήγησης, όλοι θα νιώσουν εξαπατημένοι και μοιραίο είναι να βγει και ένα μαχαίρι. Ο Δράκος γίνεται Θωμάς και το μόνο που του μένει είναι να φορέσει το παλτό του και να φύγει. Θα μπορέσει να περπατήσει λίγα μέτρα προτού τον εγκαταλείψουν οι δυνάμεις του.
Ίσως το τέλος να ήταν διαφορετικό εάν ο Θωμάς ζητούσε βοήθεια, μα εδώ είναι που φαίνεται ο χαρακτήρας του. Συνυπάρχοντας Θωμάς και Δράκος, -από αποστροφή για την προηγούμενη ζωή και από υπερηφάνεια μπροστά στον θάνατο αντίστοιχα- δεν δέχεται βοήθεια και αποδέχεται την κατάληξή του.
Βλέποντας το τέλος στα αυτιά μας αντηχούν οι λέξεις: «Ο Δράκος ούτε πιάστηκε, ούτε πιάνεται, ούτε θα πιαστεί».
Κείμενο: Γιώργος Στογιαννίδης (Μέλος Κ.Ο.Π.Ι.)