Πληροφορίες

Σενάριο: Mark Peploe, Michelangelo Antonioni, Peter Wollen
Σκηνοθέτης: Michelangelo Antonioni
Μουσική: Ivan Vandor
Φωτογραφία: Luciano Tovoli
Ηθοποιοί: Jack Nicholson, Maria Schneider, Steven Berkoff, Ian Hendry, Jenny Runacre
Βραβεία: Υποψήφια Χρυσού Φοίνικα Φεστιβάλ Καννών
Τοποθεσία: Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία 1975
Διάρκεια: 123'

Όντας σε αποστολή κάπου στη βόρεια Αφρική, ένας ρεπόρτερ βρίσκει νεκρό τον ένοικο του διπλανού δωματίου στο μοτέλ όπου διαμένει. Αλλάζει τις φωτογραφίες στα διαβατήρια και αποφασίζει να αναζητήσει την περιπέτεια, ακολουθώντας τα προγραμματισμένα ραντεβού του πεθαμένου. Όμως ο άντρας, του οποίου έχει πάρει την ταυτότητα, ήταν έμπορος όπλων.

“Τα ερωτήματα που θέτει κάποιος είναι πιο αποκαλυπτικά από τις όποιες απαντήσεις μπορεί να πάρει” λέει ένας από τους χαρακτήρες της ταινίας. Η θέση αυτή, η οποία εκφράζει σε μεγάλο βαθμό την ουσία του έργου του Michelangelo Antonioni, είναι ενδεικτική των αλλαγών που οι τρεις τελευταίες δεκαετίες έχουν επιφέρει στην τέχνη του σινεμά. Σήμερα οι ταινίες διαθέτουν ξεκάθαρες απαντήσεις, είναι όμως εξαιρετικά αμφίβολο αν αυτό μας έχει κάνει, έστω και λίγο, σοφότερους.
Το “Επάγγελμα Ρεπόρτερ” ξεκινά σαν κατασκοπικό θρίλερ, μα στην πορεία μετατρέπεται σε ένα υπαρξιακό road movie, με τον ήρωα να πασχίζει να απελευθερωθεί από το βάρος της ίδιας του της ταυτότητας. Στις πρώτες σκηνές ένας δημοσιογράφος αναζητεί μάταια έναν άγνωστο πόλεμο μέσα στην έρημο της βόρειας Αφρικής. Επιστρέφοντας στο άθλιο ξενοδοχείο του, ανακαλύπτει πως ο μυστηριώδης ένοικος του διπλανού δωματίου είναι νεκρός. Τότε, δίχως προφανή λόγο, μεταφέρει το πτώμα στο δικό του δωμάτιο, φοράει τα ρούχα του μακαρίτη και ξεκινά ένα ταξίδι στα μέρη που η ατζέντα του τελευταίου καθορίζει. Αρχικά πηγαίνει στο Μόναχο, όπου ανακαλύπτει πως ο νέος του εαυτός εμπορεύεται όπλα για λογαριασμό μιας αφρικανικής επαναστατικής οργάνωσης. Το επόμενο ραντεβού είναι στη Βαρκελώνη των ράμπλας και των αινιγματικών κτιρίων του Antoni Gaudí. Στο εσωτερικό ενός από αυτά θα γνωρίσει μια όμορφη φοιτήτρια αρχιτεκτονικής και θα συνεχίσει το ταξίδι μαζί της. Σύντομα όμως γίνεται φανερό ότι ο καινούργιος του εαυτός δεν πρόκειται να μακροημερεύσει. Γιατί, ακόμη και αν ξεφύγει από το παρελθόν του, τη γυναίκα του, δύσκολα θα γλιτώσει από τις σφαίρες των μυστικών πρακτόρων που έχουν βαλθεί να τον εξοντώσουν ως συνεργάτη των επαναστατών. Όλα θα τελειώσουν με ένα μνημειώδες πλάνο διάρκειας επτά λεπτών -ίσως το πιο εμπνευσμένο φινάλε στην κινηματογραφική ιστορία.

Ο ρεπόρτερ Locke θέλει να εξαφανιστεί, να αλλάξει για να γίνει κάποιος άλλος (όλοι είχαμε την επιθυμία –μια τουλάχιστον φορά- να αλλάξουμε ταυτότητα· άλλωστε όταν σκεφτόμαστε το δρόμο που έχουμε πάρει στη ζωή μας, πλήττουμε). Ο Locke πηγαίνει πιο μακριά αυτή την ανάγκη που στο δημοσιογράφο είναι παροδική, δημιούργημα πιθανόν μιας στιγμής κρίσης.

Η ζωή τελειώνει με το θάνατο που είναι το φοβερότερο που μπορεί να μας συμβεί. Ο θάνατος μας επιφυλάσσεται για το τέλος επειδή είναι το πιο σκληρό χτύπημα. Ο David Locke αρχίζει να εξοικειώνεται με τον θάνατο από την στιγμή που σκύβει πάνω από το πτώμα του Robertson. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως πηγαίνει στο ραντεβού με τη ζωή, εφόσον πρόκειται να συναντήσει την Daisy που είναι ένα πρόσωπο της καινούργιας του ζωής, αλλά ο ίδιος δεν πιστεύει πια σε αυτή την καινούργια προοπτική. Βρίσκεται σε μια κατάσταση όπου δεν μπορεί να ταυτιστεί με τίποτα. Υπάρχεις όταν βρίσκεσαι μέσα στον κόσμο, λέει ο Heidegger κι ο David Locke δε βρίσκεται πια στον κόσμο. Ο κόσμος βρίσκεται αλλού, πέρα από το παράθυρο.

Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να φανταστεί ιδανικότερο ηθοποιό από τον Jack Nicholson, εκείνης της εποχής, για να ενσαρκώσει έναν τέτοιο ήρωα. Ο ίδιος ο Nicholson αγάπησε το “Επάγγελμα Ρεπόρτερ” περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ταινία της πλούσιας φιλμογραφίας του. Όταν λοιπόν στη δεκαετία του ‘80 αντιλήφθηκε ότι κυκλοφορούσε πετσοκομμένο, τόσο στη διάρκεια όσο και στις διαστάσεις του κάδρου, απέκτησε τα δικαιώματά του, το απέσυρε από την αγορά και φρόντισε να κυκλοφορήσει ξανά στην αυθεντική του μορφή.  Σε επίπεδο εικόνας οι ζεστές αποχρώσεις και η ματ υφή που προσέδωσε στη φωτογραφία του ο Luciano Tovoli αποδίδονται αρκετά ικανοποιητικά, ενώ το μινιμαλιστικό στο σχεδιασμό του ηχητικό μέρος της ταινίας -από το οποίο η μουσική απουσιάζει σχεδόν ολοκληρωτικά- παρουσιάζεται στην αυθεντική, μονοφωνική του μορφή.

Δημιουργός μοναχικών κόσμων ο Antonioni ζωγραφίζει στο πρόσωπο του Nicholson ένα μοναδικό πορτραίτο αποξένωσης και απομόνωσης  μέσα από το Επάγγελμα Ρεπόρτερ.

Τμήματα της κρητικής από τον Γιώργο Παναγιωτάκη, «Μικελάντζελο Αντονιόνι Κείμενα και Συνεντεύξεις, εκδ. Αιγόκερως»