“ Δεν θα ήταν άραγε ωραίο αν ο Άγιος Βασίλης ήταν πράγματι αληθινός; Όχι μόνο οι γονείς όλου του κόσμου θα είχαν σώσει τόνο χρημάτων κάθε Χριστούγεννα αλλά η αληθινή μαγεία των Χριστουγέννων δεν θα έπαυε να υπάρχει καθώς μεγαλώνουμε, δίνοντας ως υποκατάστατό της μια πιο σύγχρονη «καταναλωτική μαγεία»; ”
Αυτό είναι κάτι που πιθανόν δεν θα αναρωτιόταν ποτέ η Doris Walker (Maureen O’Hara), επιτυχημένη υπεύθυνη του καταστήματος παιχνιδιών Macy’s στη Νέα Υόρκη και μητέρα της μικρής Σούζαν (Natalie Wood), μιας και αποτελεί τον ορισμό της απόλυτης λογικής σε οτιδήποτε αφορά το εορταστικό κλίμα των Χριστουγέννων. Την ημέρα των ευχαριστιών στη Νέα Υόρκη μας συστήνεται ο Kris Kringle (Edmund Gwenn), ως αντικαταστάτης άγιος Βασίλης της τελευταίας στιγμής για την παρέλαση του καταστήματος Macy’s, τον οποίο προσλαμβάνει εκτάκτως η Doris. Ο Kris είναι ένας συμπαθέστατος παππούλης, ο οποίος επιμένει πως είναι ο πραγματικός Αϊ-Βασίλης! Εξ’ άλλου είναι ολόιδιος ο Αϊ Βασίλης -χοντρούλης, κόκκινα μάγουλα, λευκή μακριά γενειάδα και αγαπάει πολύ τα παιδιά.
Η ίδια η Ντόρις δε πίστεψε ποτέ της στον Αϊ Βασίλη και το ίδιο έχει καταφέρει να μεταδώσει και στην εξάχρονη Σούζαν. O Κρις μάταια προσπαθεί να αποδείξει σε όλους γύρω του, ότι είναι όντως ο αληθινός Αϊ Βασίλης. Το αποτέλεσμα είναι να οδηγηθεί προσωρινά στο ψυχιατρείο και μετέπειτα να δικαστεί για αυτούς τους ισχυρισμούς του. Εκεί ο Κρις πρέπει να αποδείξει στον κόσμο- και ακόμα χειρότερα στους κυνικούς Νεοϋορκέζους πως λέει την αλήθεια. Ακόμη μεγαλύτερη δοκιμασία για αυτόν να μεταπείσει την αυστηρά λογική Doris, και να μάθει στη νεαρή Σούζαν την αξία της φαντασίας, ξυπνώντας έτσι την χαμένη παιδικότητά της. Παρά τις δυσκολίες και τις απογοητεύσεις ωστόσο, δεν το βάζει κάτω και με τη βοήθεια του Fred Gailey (John Payne), του ερωτευμένου γείτονα της Ντόρις, αποφασίζει να αποδείξει ότι είναι ο πραγματικός Αϊ Βασίλης.
Η ταινία, αρχικά γυρισμένη το 1947 (γυρίστηκε ξανά το 1973 σε τηλεταινία και το 1994 σε ριμέικ) είναι για πολλούς κάτι παραπάνω από μια απλή, οικογενειακή, χριστουγεννιάτικη ταινία. Το «Θαύμα στο Μανχάταν» είναι μια ταινία γεμάτη συναίσθημα, τρυφερότητα, φαντασία, αγάπη.
Ο Edmund Gwenn είναι ο τέλειος στερεοτυπικός Άγιος Βασίλης, με την πλούσια γενειάδα του, την παχουλή του κοιλιά και το εύθυμο εορταστικό πνεύμα. Τόσο καλός και πειστικός που στο μυαλό πολλών ανθρώπων παραμένει ακριβές συνώνυμο του “Kris Kringle”. Η Maureen O’Hara επίσης εξαιρετική στο ρόλο της πετυχημένης ανύπαντρης μητέρας-να τονιστεί πως είναι ανύπαντρη λόγω διαζυγίου, κάτι όχι και τόσο δημοφιλές αν σκεφτούμε πως η ταινία προβλήθηκε το 1947. Ακόμη, η μικρή Natalie Wood παρά τα μόλις έξι της χρόνια είναι απολαυστικότατη και προσδίδει στην ταινία την απαραίτητη παιδική γλύκα.
Κατά τη διάρκεια της ταινίας από την οθόνη περνούν λογής λογής χαρακτήρες. Η Ντόρις, εκπρόσωπος του σκεπτικισμού και της κοινής λογικής, η μικρή δύσπιστη Σούζαν η ζωή της οποία βρίθει από εκλογικευμένες εξηγήσεις και ελάχιστα περιθώρια για φαντασία, ο Fred, η πίστη στην καλοσύνη και στους ανθρώπους. Οι ιδιοκτήτες των μεγάλων εμπορικών κέντρων, επικεντρωμένοι καθαρά στο πώς να αυξήσουν τον τζίρο ακόμη παραπάνω. Ο δικαστής, ανήσυχος για τις επερχόμενες εκλογές και την επιρροή του τύπου, οι υπάλληλοι του ταχυδρομείου που θέλουν απλά να ξεφορτωθούν τους τόνους αλληλογραφίας, γιατροί και ψυχαναλυτές, δικηγόροι, καθημερινές μητέρες…όλοι ζουν τις γιορτές με τους δικούς τους ρυθμούς και συνήθειες ∙ κάποιοι πιστεύοντας στον Αι-Βασίλη και κάποιοι όχι.
Η πίστη είναι παρούσα στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας –αν όχι σε όλη. Η πίστη που εδώ εκφράζεται με τη μορφή της πίστης στον Άγιο Βασίλη, επεκτείνεται και φέρνει στο προσκήνιο την ανάγκη του ανθρώπου να πιστεύει σε οτιδήποτε ∙ στο Θεό, στους ανθρώπους, στο όνειρο … σε κάτι που δεν μπορείς να δεις, ούτε μπορείς να αγγίξεις ή να γευτείς. Ο Κρις, απηυδισμένος από την αχαλίνωτη εμπορευματοποίηση των Χριστουγέννων επιμένει στην επιστροφή του πραγματικού νοήματος και στη δύναμη της πίστης. Άλλωστε για αυτόν το μεγαλύτερο δώρο είναι ίσως τα λόγια της Ντόρις, όταν λέει στην κόρη της πως «Faith is believing when common sense tells you not to.»
Πέραν τούτων, ο σκηνοθέτης George Seaton παρότι φέρνει τον Άγιο-Βασίλη στα έδρανα του δικαστηρίου, αυτό που πραγματικά δικάζει- και ίσως ακόμα καταδικάζει- δεν είναι ο γελαστός παππούλης με την κόκκινη στολή, αλλά ολόκληρη η σύγχρονη αντίληψη των Χριστουγέννων και των γιορτών. Σε μια κοινωνία τυλιγμένη από τον υπερκαταναλωτισμό των γιορτινών ημερών, από τις άκρατες αγορές και την ατελείωτη εποχική διαφήμιση, φαίνεται πως κανείς δεν έχει τον χρόνο να συνειδητοποιήσει την πραγματική μαγεία που περιβάλλει αυτές τις μέρες, ή την ανθρωπιά που βρίσκεται στην απαρχή όλων αυτών.
Ωστόσο η ταινία δεν είναι απλά μια κλασσική χριστουγεννιάτικη ταινία, δεν είναι μια ταινία μόνο για την ανάγκη των ανθρώπων να πιστεύουν ή μια ταινία για την συνεχή πεζή εμπορευματοποίηση των Χριστουγέννων. Η ταινία μας φέρνει πάνω από όλα αντιμέτωπους με τη δύναμη της φαντασίας και τον καθοριστικό ρόλο της στη ζωή όλων μας-μικρών και μεγάλων. Εξάλλου χωρίς αυτήν, τα όνειρα και οι ελπίδες όλων μας δεν θα είχαν καμία βάση.
«Η φαντασία είναι από μόνη της ένα ξεχωριστό μέρος. Μια άλλη, ξεχωριστή χώρα.»
Κάπως έτσι το «Θαύμα Στο Μανχάταν», επανεξετάζει βήμα βήμα τη σημασία μιας αυστηρά οριοθετημένης πραγματικότητας. Είναι λοιπόν ο συμπαθής γεράκος Κρις, ο πραγματικός Άγιος Βασίλης; Κι αν δεν είναι, μήπως η ζωή θα ήταν λίγο πιο μαγευτική με αυτό το ψέμα..;
Καλά Χριστούγεννα!!!