Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Sydney Lumet
Σενάριο: Reginald Rose
Φωτογραφία: Boris Kaufman
Μουσική: Kenyon Hopkins
Ηθοποιοί: Henry Fonda, Lee J. Cobb, Ed Begley, E. G. Marshall, Jack Warden, Joseph Sweeney, Jack Klugman, Martin Balsam, George Voskovec, John Fiedler, Ed Binns, Robert Webber
Βραβεία: «Χρυσή Άρκτος” στο Φεστιβάλ του Βερολίνου το 1957
Τοποθεσία: Η.Π.Α., 1957
Διάρκεια: 96’

Οι 12 ένορκοι αποτελούν το πρώτο κινηματογραφικό έργο του Sydney Lumet. Μετά από πολλές τηλεοπτικές και θεατρικές δουλειές, ο Lumet αποφασίζει να γυρίσει για την μεγάλη οθόνη το σενάριο του Reginald Rose. Το συγκεκριμένο σενάριο παρουσιάστηκε αρχικά ως τηλεοπτική παράσταση στην εκπομπή Studio One του CBS το 1954. Το 1955 το δικαστικό δράμα του Rose μεταφέρθηκε στη θεατρική σκηνή. Από τότε παίζεται σε αμέτρητες παραγωγές του Broadway και εκτός Broadway.

Η δίκη τελείωσε και οι ένορκοι συγκεντρώνεται για να βγάλουν την ετυμηγορία. Όλοι είναι έτοιμοι να καταδικάσουν τον έφηβο κατηγορούμενο, εκτός από έναν, ο οποίος προσπαθεί να πείσει του οποίους προσπαθεί να πείσει τους υπόλοιπους 11 ενόρκους ότι τα πράγματα δεν είναι τόσο ξεκάθαρα όσο φαίνονται. Ο Henry Fonda ή αλλιώς «ένορκος #8» είναι αυτός που ξεχωρίζει στον ρόλο του «αποστάτη» και θεωρεί ότι ο κατηγορούμενος είναι αθώος. Αυτό που ζητάει ο Fonda από τους συναδέλφους του, είναι να υπερασπιστούν μονάχα το δικαίωμα που έχει ο ίδιος και ο κατηγορούμενος, να αμφιβάλλει. Να επανεξετάσουν, δηλαδή, προσεκτικά, τα γεγονότα και να δουν τις αντιφάσεις και τα κενά που δεν τονίστηκαν στο δικαστήριο. Κατά την διάρκεια αυτής της διαδικασίας θα εμφανιστούν τα ενδότερα μυστικά  του καθενός ενόρκου, ενώ οι ίδιοι θα τεθούν αντιμέτωποι με τις προσωπικές τους φοβίες, ανησυχίες, αλλά και απωθημένα.
Η παράσταση είναι εμπνευσμένη από την εμπειρία του Rose, όταν ήταν ένορκος σε μια δίκη για δολοφονία στην Νέα Υόρκη. Στην αρχή ήταν επιφυλακτικός να συμμετέχει, αλλά έγραψε: «τη στιγμή που μπήκα μέσα στο δικαστήριο και βρέθηκα αντιμέτωπος με έναν περίεργο άντρα, που η τύχη του ήταν λίγο-πολύ στα χέρια μου, άλλαξε ολόκληρη η συμπεριφορά μου πάνω σε αυτό το θέμα». Ο Rose ήταν απίστευτα εντυπωσιασμένος από την βαρύτητα της κατάστασης, που ερχόταν σε αντίθεση με την μελαγχολική δράση του δικαστηρίου, καθώς και την «απόλυτη οριστικότητα» της απόφασης που έπρεπε να πάρουν. Επίσης, πίστευε ότι από την στιγμή, που κανένας, εκτός από τους ενόρκους δεν είχε ιδέα τι γινόταν στο δωμάτιο που βρίσκονταν, «μια παράσταση, που λαμβάνει χώρο αποκλειστικά μέσα στο δωμάτιο των ενόρκων,  μπορεί να είναι μια συναρπαστική και πιθανότατα  συγκινητική εμπειρία για τους θεατές» («Σχόλια Συγγραφέα» για τους «12 ενόρκους» στο Six Television Plays).

Η λαμπρότητα του “12 Angry Men”  δεν είναι στον τεμαχισμό της δίκης και των αποδεικτικών στοιχείων, αλλά στην απεικόνιση των δώδεκα ενόρκων. Ο καθένας τους είναι ένας κανονικός άνθρωπος, με σάρκα και οστά, με πραγματικό κόσμο και προκαταλήψεις, οι οποίες απειλούν να μετατρέψουν τις συζητήσεις τους σε καυγά. Αλλά κανένας τους δεν φαίνεται κακός -όταν βγαίνει η ετυμηγορία, όλοι τους χαράζουν διαφορετικούς δρόμους, πίσω από την καθημερινή τους ζωή. Μια από τις πιο συγκινητικές σκηνές της ταινίας είναι όταν ο  ένορκος #9 ( Joseph Sweeney) συζητάει με τον ένορκο #8 (Fonda) και ανταλλάσουν ονόματα. Αυτή τη στιγμή, κάποιος μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι δεν αναφέρεται κανένα όνομα σε ολόκληρη την ταινία. Εδώ έγκειται και η ομορφιά της ταινίας. Το σενάριο περιέχει, επίσης, τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση της δολοφονίας, αλλά εξυπηρετεί περισσότερο στο να τονίσει τα πάθη και τις προσωπικότητες.

Αυτή η ταινία είναι μια ισχυρή κατηγορία ενάντια στην καταδίκη από τους ενόρκους. Ο φοβισμένος έφηβος κατηγορούμενος είναι σε δίκη, όπως και οι ένορκοι και το Αμερικάνικο δικαστικό σύστημα με την υποτιθέμενη αίσθηση του αλάθητου, της δικαιοσύνης και της έλλειψης μεροληψίας. Μια από τις αφίσες της ταινίας περιγράφει την καταστροφική επίπτωση της δικαστικής διαδικασίας: «Η ζωή είναι στα χέρια τους -ο θάνατος είναι στο μυαλό τους. Εκρήγνυνται σαν 12 ράβδους δυναμίτη.»