Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Joel & Ethan Cohen
Σενάριο: Joel & Ethan Cohen
Φωτογραφία: Roger Deakins
Μουσική: Carter Burwell
Ηθοποιοί: John Turturro, John Goodman, Michael Lerner, Judy Davis
Βραβεία: Χρυσός Φοίνικας, Σκηνοθεσίας & Ηθοποιίας στις Κάννες καθώς και υποψήφιο για 3 Oscar
Τοποθεσία: Η.Π.Α., 1991
Διάρκεια: 116’

Στις αρχές της δεκαετίας του ‘40 ο επιτυχημένος θεατρικός συγγραφέας Barton Fink αποφασίζει να δοκιμάσει την τύχη του στο Hollywood και τη συγγραφή ενός σεναρίου ταινίας. Κατά τη διαμονή του στο Los Angeles αντιλαμβάνεται πως η εργασία του δεν είναι τόσο εύκολη, καθώς φαίνεται να ‘χει χάσει την έμπνευσή του και οι πιέσεις προς το πρόσωπό του αρχίζουν να αυξάνονται. Μέσα στις δυσκολίες της προσαρμογής του , ο γείτονάς του, ο  Charlie, θα προσπαθήσει να τον εγκλιματίσει στο περιβάλλον του Los Angeles.

To Βarton Fink αποτελεί τη πέμπτη κατά σειρά ταινία των αδερφών Κοέν, και αποτελεί κατά πολλούς και το καλύτερό τους έργο. Ο βασικός άξονας της ταινίας επικεντρώνεται στις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ένας καλλιτέχνης κατά τη δημιουργία ενός έργου, αλλά και στην αλληλεπίδρασή του με τον υπόλοιπο κόσμο.

Ο Barton παρουσιάζεται στην αρχή της ταινίας ως αυστηρός και ιδεαλιστής. Αρνείται να δοκιμάσει το Hollywood, καθώς αυτό θα τον απομακρύνει  από την πηγή έμπνευσής του, που είναι ο απλός άνθρωπος. Στόχος του είναι η δημιουργία τέχνης που είναι ανθρωποκεντρική και συνάμα λαϊκή. Το γεγονός όμως αυτό διαψεύδεται εν μέρει στη συνέχεια της ταινίας. Ο Barton ευχαριστιέται την παρέα του Charlie, αλλά σπάνια τον αφήνει να μιλήσει.

Το θέμα αυτό, αποτελεί και τον κύριο άξονα της ταινίας. Αναρωτιόμαστε αν ο συγγραφέας είναι τόσο κοντά στο κοινό του, όσο πιστεύει ο ίδιος. Η πραγματικότητα είναι άγνωστη σε αυτόν, αφού η μόνη επαφή του με τους απλούς πολίτες επέρχεται από τη συγγραφή των χαρακτήρων του. Ο ίδιος δεν είναι τίποτα παρά ένας αλαζόνας λόγιος και όταν εμφανίζεται η ευκαιρία να δείξει την αγάπη του προς το κοινό, αυτός δε προσπαθεί να συμμετάσχει στο διάλογο, αλλά χρησιμοποιώντας πρόχειρα λογίδια επιστρέφει στην ιδεαλιστική του άποψη για τη ζωή. Στο τέλος της ταινίας, όταν πλέον η πραγματικότητα φαίνεται να καταρρέει τριγύρω του, βρίσκεται για πρώτη φορά ‘γυμνός’ στον κόσμο, πράγμα που θα του επιτρέψει να βρει τη χαμένη του έμπνευση.

Αυτή η διαφορά μεταξύ υπαρκτού και φαντασίας παρουσιάζεται άψογα από τους αδερφούς Κοέν. Η αργή κίνηση της κάμερας στους διαδρόμους του ξενοδοχείου, τα μεγάλα σε διάρκεια πλάνα και η μπαρόκ, θα λέγαμε, έμφαση στη λεπτομέρεια δημιουργούν ένα ονειρικό αποτέλεσμα. Το μόνο χαρακτηριστικό ελευθερίας είναι η φωτογραφία μιας γυναίκας στην παραλία από το Barton. Η φωτογραφία αυτή δηλώνει την απελευθέρωση από τη μουντή πραγματικότητα. Στο τέλος του έργου η φωτογραφία αυτή χρησιμοποιείται για να διαλύσει το φραγμό μεταξύ φαντασίας και πραγματικού. Ο δημιουργός φαίνεται να απελευθερώθηκε από τα δεσμά του, πράγμα που το επιτρέπει να ευχαριστηθεί μια πραγματικότητα που πριν ήταν απλό όνειρο.

Η τοποθέτηση της ταινίας στις αρχές του ‘40 δεν είναι τυχαία. Η σκιά του δευτέρου παγκοσμίου πλανάται σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Προσέχουμε πως ο πρωταγωνιστής μας, ένας Εβραίος, δέχεται τα κακόβουλα σχόλια ενός Γερμανού και ενός Ιταλού , χωρίς να αντιδράσει. Σε αυτό το γεγονός αναπτύσσεται και το δεύτερο θέμα της ταινίας, που είναι η φύση του φασισμού. Το Hollywood δεν είναι παρά ένα μεταμφιεσμένο φασιστικό καθεστώς και νεκροταφείο ταλέντων. Ο παραγωγός της ταινίας του Barton εμφανίζεται ευγενής και συμπονετικός στην αρχή. Στο τέλος όμως χάνει το προσωπείο του και εμφανίζει την πλήρη αυταρχική του φύση, καθώς εξολοθρεύει τα όνειρα του πρωταγωνιστή. Η φαντασιοπληξία των λόγιων δεν τους επιτρέπει να αντιληφθούν τα γεγονότα, παρά μόνο όταν είναι πλέον αργά.

Τελικά όταν ο καλλιτέχνης αντιληφθεί τα γεγονότα που συντρέχουν, βρίσκει μια νέα μορφή έμπνευσης. Με αυτόν τον τρόπο παράγει το καλύτερό του έργο. Ένα έργο συγκινητικό και ανατρεπτικό, όμοιο με την πηγή της έμπνευσής του, την ίδια την πραγματικότητα.