Στο απαύγασμα του Νεορεαλισμού, στην άνθιση του ιταλικού σινεμά γεμάτου με ταινίες προβληματισμών και αμφισβήτησης, ο Federico Fellini ήταν αν όχι ο πρωτοστάτης, ένας από τους στυλοβάτες του ρεύματος. Έχοντας ήδη σκηνοθετήσει 6 ταινίες κανονικές και τρεις μισές (μιας και χρεώνει σαν μισή και την πρώτη που έκανε μαζί με τον Lattuada) o Fellini νιώθει ότι έχει κλείσει ένα μεγάλο κύκλο, ίσως να νιώθει ακόμα ότι δεν έχει κάτι να δώσει στην έβδομη τέχνη. Έτσι λοιπόν, μέσα σε αυτό το κλίμα προβληματισμού και καλλιτεχνικής ανησυχίας, γεννιέται το 8 ½.
Ο Fellini, αντλεί από τις μέχρι τότε κινηματογραφικές του εμπειρίες αλλά και τις φαντασιώσεις του, για να φτιάξει μια ταινία που μας μιλά όχι μόνο για τον κινηματογράφο και την καλλιτεχνική δημιουργία αλλά και για μια εφιαλτική μαζί και κωμική εποχή. Ο ήρωας του Fellini που είναι για ακόμη μια φορά ο Marcello Mastroianni (και αποτελεί το alter ego του). Μετά από μια μεγάλη επιτυχία αποσύρεται σε ένα spa προσπαθώντας να ετοιμάσει την επόμενή του ταινία, να βγει από το καλλιτεχνικό του αδιέξοδο και να ανακτήσει την χαμένη του δημιουργικότητα. Στην προσπάθειά του αυτή, έρχεται αντιμέτωπος με το πλήθος που θέλει να τον εκμεταλλευτεί εμπορικά και συναισθηματικά και τις παιδικές του αναμνήσεις μπερδεμένες με επιθυμίες και θέλω που ποτέ δεν πραγματοποίησε. Αναμειγνύει τις μνήμες από το σχολείο, από το σπίτι της γιαγιάς, με τους πεθαμένους του γονείς που συναντάει στο νεκροταφείο και με το όραμα της πάλλευκης όμορφης γυναίκας, άπιαστο ίνδαλμα αλλά και πρωταγωνίστρια. Ενδιαφέρον προκαλεί και ο διάλογός τους κατά τον οποίο ο Anselmi χαρακτηριστικά λέει: «μερικές φορές έχω την εντύπωση ότι όλα είναι καθαρά μέσα στο μυαλό μου, ίσως γιατί πρόκειται για τις αναμνήσεις μου, τα δικά μου πράγματα… άλλες φορές όλα μου ξεφεύγουν, γίνονται συγκεχυμένα, άχρηστα… λίγο όπως η ζωή μου». Μας ταξιδεύει μέσα από τα οιδιπόδεια συμπλέγματά του, από τις ενοχές του απέναντι στις γυναίκες και ταυτόχρονα από την ακόρεστη δίψα του γι’ αυτές, μια δίψα που ξεκινάει με τις παιδικές μνήμες από τη Saraghina και τη Rumba της και καταλήγει στο όραμα με το χαρέμι του, όπου υπό τη διεύθυνση της συζύγου του, συγκεντρώνει κάθε γυναίκα που έχει συναντήσει στη ζωή του. Μέσα σε συγκρουόμενα συναισθήματα γέλιου και κλάματος έρχεται ο ίδιος ο σκηνοθέτης–πρωταγωνιστής να αναρωτηθεί «γιατί τόση θλίψη, τι πήγε λάθος» και εκθέτει την παιδική αθωότητα «όλη μου τη ζωή ήθελα να λέω την αλήθεια χωρίς να πληγώνω κανένα». Ταλαντεύεται έτσι μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, προσπαθώντας να ανακαλύψει τον εαυτό του, τις αλήθειες που αγαπάει στην ζωή του αλλά και στην τέχνη του.
Στον κόσμο του κανείς δεν είναι κακός, όλοι έχουν δίκιο, αλλά το αδιέξοδο παραμένει ο μόνος με τον οποίο διατηρεί μια υπόγεια επικοινωνία είναι ο ταχυδακτυλουργός, ο οποίος θα εισαγάγει και την τελική λύτρωση. Γιατί όταν ο κλοιός σφίγγει και ο σκηνοθέτης οδηγείται στο οριστικό αδιέξοδο, με μόνη δυνατή εκδοχή την αυτοκτονία, και ενώ όλα φαίνεται πως έχουν τελειώσει, έρχεται η μεγαλειώδη σκηνή του τέλους να ανοίξει μια χαραμάδα ελπίδας, η οποία δεν μας εξαπατά πως όλα είναι καλά, αλλά που υπαινίσσεται πως όλοι αυτοί οι καλοί άνθρωποι αποτελούν τον καμβά της ζωής μέσα στην οποία ζούμε. Αυτή είναι η ζωή του. Αυτή είναι η ζωή. Και έρχονται σαν αντίλογος στις ουσιαστικά ανεξήγητες αρνητικές σκέψεις στο χαρέμι, οι εξίσου ανεξήγητες θετικές σκέψεις «νιώθω ξαφνικά χαρά», «όλα μου φαίνονται απλά, είναι μια γιορτή η ζωή». Αρνείται να κάνει άλλη μια «ψεύτικη ταινία» και μας αφήνει αυτό το φιλμ της σύγχυσής του, της αδυναμίας του να διαλέξει, των προσπαθειών του να κατανοήσει τον εαυτό του, καθώς επίσης και το μυστήριο της δημιουργίας. Η επιστροφή στη χαρά και στη τέχνη, γίνεται μέσα από την πρωτόγονη μορφή του αγαπημένου φελινικού θεάματος που είναι το τσίρκο. Ο τελικός χορός μας αφήνει ένα χαμόγελο , πικρό ίσως, αλλά πάντως και με μια αίσθηση ζωής, όπου τίποτα δεν αλλάζει, τίποτα δεν θα αλλάξει, αλλά τουλάχιστον όλα συνεχίζουν και ποιος ξέρει, ίσως κάτι γίνει. Έτσι η ιστορία μιας αποτυχίας γίνεται μια νίκη για τη τέχνη.
Με μια εναρκτήρια σκηνή ο σκηνοθέτης μας τοποθετεί απευθείας, στο αδιέξοδο και την ασφυξία. Με τη δεύτερη σκηνή εισάγει την αβεβαιότητα που εισβάλει στο μέσον της ζωής στην υγεία. Στη σκηνή του θεραπευτηρίου ο Fellini μας φέρνει στο γνώριμο πεδίο του κωμικοτραγικού μπαρόκ. Εδώ εισάγεται και για πρώτη φορά το τρίπτυχο πραγματικότητας-ταινίας-ονείρου. Η μουσική σε αυτό το σημείο έχει σημαντική θέση. Να σημειωθεί ότι το παράξενο διαστημικό σκηνικό με τις σκαλωσιές είχε πράγματι στηθεί γιατί ο Fellini πάντοτε ήθελε να κάνει μια μεταφυσική ταινία για έναν φανταστικό έρημο τόπο, την οποία ποτέ δεν γύρισε. Η σκηνοθεσία της ταινίας θεωρείται για πολλούς, πως είναι ότι καλύτερο έχει κάνει ο Fellini.
Εμπλέκοντας φαινομενικά άσχετες σκηνές, όπως το μποτιλιάρισμα και τον καρδινάλιο με τις καλόγριες, κάνει πανέξυπνα πολιτικά και κοινωνικά σχόλια. Η εναλλαγή από το πραγματικό στο σουρεαλιστικό γίνεται με τον πιο απαλό τρόπο. Ο σημαντικός αυτός σκηνοθέτης, καταφέρνει να μας κάνει να καταλάβουμε την πραγματική αξία μιας δημιουργίας που δεν κρύβεται σίγουρα ούτε στην εμπορική επιτυχία και ίσως ούτε στην αποδοχή του κοινού αλλά απλά σε ένα όμορφο όνειρο που αφήνει μια γλυκιά ανάμνηση.
Όλη η ταινία είναι γυρισμένη με υπερβολή στις αντιθέσεις του άσπρου και του μαύρου. Με δραματικό «κοντράστ» φωτισμό, όπου μπορεί το ένα πρόσωπο να λούζεται στο φώς και το άλλο να βρίσκεται στο απόλυτο σκοτάδι. Κοντράστ υπάρχει στη κανονική ροή του σήμερα, πολλές σκιές στις αναμνήσεις και πάλλευκες είναι οι φαντασίες. Οι λήψεις είναι εξαιρετικά τολμηρές με τον φακό σε διαρκή κίνηση και ιδιαίτερα σε σημεία όπου κινείται συνεχόμενα μπρος- πίσω πάνω σε ένα πρόσωπο.
Κλείνοντας, σημαντικό είναι να αναφερθεί και η άποψη του Sadoul, κατά τον οποίο, ο Fellini χάρη σε μια ειλικρίνεια που φτάνει τα όρια της επίδειξης, καθώς και σε μια σειρά από μορφικά ευρήματα (ενορχήστρωση πραγματικότητας, ονείρου, ανάμνησης) φέρνει την ταινία στα πιο προχωρημένα σημεία της κινηματογραφικής ως τότε πρωτοπορίας και καταφέρνει να αναστατώσει μια μάζα ανικανοποίητων ανθρώπων.