Στον Αμερικανικό Νότο, μια καυτή καλοκαιρινή ημέρα, τα μέλη της οικογένειας Pollitt συγκεντρώνονται για να γιορτάσουν τα γενέθλια του πατέρα Harvey Pollitt (Burl Ives)ή απλώς Big Daddy. Η αιτία όμως της ξαφνικής συγκέντρωσης είναι η διάγνωση, ότι ο πατέρας της οικογένειας πάσχει από καρκίνο, γεγονός που όλοι γνωρίζουν εκτός από τον ίδιο. Στην έπαυλη καταφθάνουν οι δύο του γιοί Brick (Paul Newman) και Gooper (Jack Carson) και οι δύο τους γυναίκες Maggie και Μae (Elizabeth Taylor και Madeleine Sherwood). Όλοι, εκτός από τον αλκοολικό και αποτυχημένο αθλητή Brick, θα επιδοθούν σε ένα ανελέητο παιχνίδι για την τεράστια περιουσία του μελλοθάνατου Big Daddy. Οι δύο νύφες μάλιστα της οικογένειας, εκδηλώνουν ανοιχτά την πρόθεσή τους να διεκδικήσουν, καθεμία για λογαριασμό της οικογένειάς της, το μεγαλύτερο κομμάτι της περιουσίας. Η μεν Mae στηρίζει το επιχείρημά της στα πολλά παιδιά που έχει. Η δε Maggie, η «γάτα» κρατά κρυφό το γεγονός ότι δεν έχει την παραμικρή ερωτική επαφή με το σύζυγό της, Brick.
Καθ’όλη την διάρκεια της ταινίας, η ουσιαστικά διαλυμένη οικογένεια δεν θα διστάσει να αποκαλύψει κρυμμένα μυστικά και να σκαλίσει πληγές του παρελθόντος. Η αδιαφορία του Big Daddy για την οικογένεια του και η απληστία του για εξουσία και χρήμα, αποτελούν τα βασικά αίτια για τις κατεστραμμένες προσωπικότητες των γιών του. Ο Gooper, ένας πετυχημένος δικηγόρος, έχει παντρευτεί μια αντιπαθητική γυναίκα για να κερδίσει την συμπάθεια του πατέρα του, ενώ ο Brick έχει παραδοθεί στο αλκοόλ μετά τον φριχτό θάνατο του καλύτερου φίλου και συμπαίχτη του Skipper, θεωρώντας υπεύθυνη για το τέλος του την γυναίκα του Maggie.
Κατά τη διάρκεια της βραδιάς και ενώ έξω από το σπίτι μαίνεται μια καταιγίδα, η οικογένεια Pollitt αγωνίζεται για την επιβίωση της. Ο Gooper προσπαθεί να αναγκάσει την μητέρα του να του υπογράψει έγγραφα για την παράδοση της πατρικής περιουσίας, η γυναίκα του παίζει το μοναδικό χαρτί της δηλαδή τα παιδιά της, ενώ η αχόρταγη Maggie συνειδητοποιεί ότι δεν την ενδιαφέρει τίποτα εκτός από τον Brick. Στο υπόγειο ο Big Daddy ανακαλύπτει την κενότητα της ζωής του παρέα με τον αλκοολικό γιό του. Όταν η καταιγίδα σταματά, η οικογένεια δεν θα είναι πια η ίδια. Έχοντας ρίξει τα προσωπεία τους ο Gooper και η Mae αποκαλύπτονται από τον Big Daddy, ενώ η Maggie κερδίζει μια ακόμη ευκαιρία με τον αγαπημένο της Brick.
Η ”Λυσσασμένη γάτα”, το θεατρικό έργο που χάρισε για δεύτερη φορά το βραβείο Pulitzer στον Tennessee Williams, αφορά στα καταπιεσμένα συναισθήματα, στη σεξουαλικότητα που υπερβαίνει τους ανθρώπους και στις σχέσεις εξουσίας που είναι άμεσα συναρτημένες με το πόθο για χρήματα και δύναμη. Καθώς εκτυλίσσεται η πλοκή, παρακολουθούμε το δράμα των ηρώων που αρνούνται να αποδεχτούν την πραγματικότητα. Η αλήθεια τους τρομάζει, για αυτό καταφεύγουν σε ψέματα. Οι περισσότεροι από αυτούς βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε μια ζωή τόσο άβολη και ανασφαλή, όσο και αυτή της γάτας πάνω σε καυτή στέγη, όπως άλλωστε είναι και ο αρχικός τίτλος του έργου. Πολύ λίγοι σύγχρονοι θεατρικοί συγγραφείς, είναι ικανοί να αποδώσουν στο σενάριο τους με τέτοια αποτελεσματικότητα, την βιαιότητα της σύγχρονης ζωής και των περιορισμών της. Ο Williams αναδεικνύεται έξοχος χειριστής του θεατρικού λόγου, ευαίσθητος στα ανθρώπινα πάθη και βαθιά ποιητής στη δραματική διατύπωση τους. Δημιουργεί πολυώδυνες θεατρικές προσωπικότητες στις οποίες εντάσσει και στοιχεία από τη προσωπική του ζωή, όπως η ομοφυλοφιλία, ο αλκοολισμός και οι ψυχικές διαταραχές.
Το 1958 η ”Λυσσασμένη Γάτα” διασκευάζεται και μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη με πρωταγωνιστές τους Paul Newman και Elizabeth Taylor. Ο σκηνοθέτης Richard Brooks διατηρεί τη θεατρική αισθητική, την πλοκή και τα βασικά θέματα που θίγονται στο έργο, όπως η υποκρισία, τα ανομολόγητα πάθη και η διακαής επιθυμία για χρήματα και εξουσία. Ο Brick είναι το «νόθο» αντίθετο του Big Daddy, ο άντρας μιας νέας εποχής που βρίσκεται δέσμιος στα ψυχολογικά κατάλοιπα της προηγούμενης. H απελπισία στα μάτια του Brick και ο λανθάνων ομοφυλοφιλισμός, βρίσκουν τον ιδανικό ενσαρκωτή στο πρόσωπο του νέου τότε Paul Newman, που δεν υπήρξε ποτέ ωραιότερος. Από την άλλη η Elizabeth Taylor ως Maggie παρουσιάζεται παθιασμένη, δυναμική, έτοιμη να διεκδικήσει όσα θεωρεί πως δικαιωματικά της ανήκουν και ταυτόχρονα αδύναμη στην προσπάθειά της να αφυπνίσει κάποια υπολείμματα πόθου και ηδονής στον σύζυγο της.
Ωστόσο ο Brooks δε κατάφερε να πείσει τους παραγωγούς πως ο Brick είναι ομοφυλόφιλος, όπως έτσι τον απέδιδε ο Williams. Ο Κώδικας Κινηματογραφικής Δεοντολογίας του Hays έβαλε περιορισμούς στις αναφορές για τη σεξουαλική ταυτότητα του Brick ενώ προστέθηκε και μια σκηνή κατά την οποία ο Brick συμφιλιώνεται με τον πατέρα του, κάτι το οποίο δεν υπήρχε στο αρχικό κείμενο. Ο Williams ήταν τόσο απογοητευμένος από τη μεταφορά του θεατρικού του που είπε σε κάποιους από τους θεατές που έκαναν ουρά για να δουν την ταινία: ‘Αυτή η ταινία θα γυρίσει την κινηματογραφική βιομηχανία 50 χρόνια πίσω. Γυρίστε στα σπίτια σας!’. Παρόλα αυτά η ταινία έλαβε διθυραμβικές κριτικές και ήταν υποψήφια για 6 Όσκαρ, ενώ πλέον θεωρείται διαχρονική και κατατάσσεται στις κλασικές ταινίες του Χόλυγουντ.