Ο Chuck Tatum είναι πολύ ικανός δημοσιογράφος αλλά και μπελάς. Πίνει, καυγαδίζει, αυθαιρετεί και τελικά χάνει τη θέση του σε όλες τις μεγάλες εφημερίδες. Τον βρίσκουμε απένταρο στην Albuquerque του New Mexico να αυτοπροσλαμβάνεται σχεδόν, με τον εξυπνακισμό και το τσαμπουκαλίκι του, στην ντόπια εφημερίδα. Ένα χρόνο μετά, πλήττοντας, βρίσκει επιτέλους μια ευκαιρία να στήσει μεγάλη είδηση. Έξω από την πόλη σε ένα παλιό ορυχείο κοντά σε νεκροταφείο ινδιάνων, έχει παγιδευτεί ένας ντόπιος που μαζί με τον πατέρα του και την γυναίκα του έχουν το τοπικό καφέ-πρατήριο στην εθνική. Ο Chuck, σε συνεργασία με τον σερίφη που ορέγεται επανεκλογή, δημιουργεί με τα ρεπορτάζ του μια ολόκληρη ιστορία περί κατάρας των νεκρών και από μέρα σε μέρα το έρημο μέρος εξελίσσεται σε εθνικό θέαμα με εκατοντάδες επισκέπτες, μικροπωλητές, καρουσέλ κλπ. Κι ενώ η διάσωση θα μπορούσε να γίνει σε δυο μέρες με μια μέθοδο, εκείνος επιστρατεύει μια άλλη χρονοβόρα και θεαματική ώστε το δημοσιογραφικό σίριαλ να τινάξει το κασέ του στον αέρα και να επιστρέψει στα μεγάλα έντυπα νικητής. Στο μεταξύ, χειραγωγεί όλους τους παράγοντες της κατάστασης και ιδιαίτερα την -με τάσεις φυγής- γυναίκα τού εγκλωβισμένου, την οποία υποβάλλει στο ρόλο της αφοσιωμένης συζύγου ως θηριοδαμαστής. Ενώ διαρκώς προσπαθεί να διατηρήσει το ηθικό του θύματος ακμαίο μέχρι το τέλος του σόου.
Δεν είναι καθόλου παράξενο που το φιλμ υπήρξε αρχικά εμπορική αποτυχία στην Αμερική ενώ εκθειάστηκε αργότερα στην Ευρώπη. Ο Wilder ρίχνει δυνατή γροθιά στο στομάχι του Αμερικανού θεατή, γιατί είναι αμείλικτος όχι μόνο με τον ήρωά του (τουλάχιστον είναι μάγκας και ρισκάρει, έτοιμος για τις συνέπειες, άρα ήρωας) αλλά και με το ίδιο το κοινό. Όσο αμοραλιστής κι αν είναι ο ήρωας, άλλο τόσο είναι και ο κόσμος που, με το πρόσχημα της συμπόνιας, ηδονίζεται με την δυστυχία του άλλου και την καταναλώνει ως θέαμα, είτε σε πραγματικό γεγονός (αλλά τι είναι ένα πραγματικό γεγονός εφόσον μεσολαβεί η δημοσιογραφία;) είτε ως ταινία – όσον αφορά την κριτική του κοινού, θα λέγαμε ότι οι ρίζες του «Παράξενα Παιχνίδια» του Haneke βρίσκονται σε αυτό το φιλμ. Εκτός από το θύμα και ίσως τον εκδότη της ντόπιας εφημερίδας που ακολουθεί μια δεοντολογία, όλοι είναι συνένοχοι στην παραγωγή και κατανάλωση της δυστυχίας ως θεάματος. Ο ίδιος ο Chuck λέει κάποια στιγμή στον νεαρό συνάδελφο: «Οι καλές ειδήσεις δεν είναι ειδήσεις. Μόνο οι κακές».
Η σκηνοθεσία είναι αριστοτεχνική και τα πλάνα κυλούν με μια χορογραφική ροή, με δυνατό παλμό. Ο τρόπος που χειρίζεται ο Wilder τις σκηνές πλήθους σε γενικά πλάνα παράγει μια ανησυχία και παγωμάρα. Παρόλο που σε κάποιες στιγμές κάποιοι από τον κόσμο πετάνε ατάκες, «υπάρχουν», η μάζα καταγράφεται ως μάζα, ως «μουγκή μάζα», ως ζόμπι, ως αποικία βακτηριδίων που μαζεύονται γύρω από μια πληγή. Από την άλλη, έχουμε το κλειστοφοβικό περιβάλλον της στοάς, με το θύμα να υπομένει αγωνιώντας και ακούγοντας το μεγάλο γεωτρύπανο στην κορυφή του λόφου (η υπερπαραγωγή που σκέφτηκε ο Chuck) να βαράει για να ανοίξει τρύπα διαφυγής. Έτσι, ο εγκλωβισμός, η απειλή διατρέχουν το φιλμ σε μακροσκοπικό και μικροσκοπικό επίπεδο, οξύνοντας τις δοκιμασίες των βασικών χαρακτήρων.
Ο Kirk Douglas σε ρόλο γάντι, συναρπάζει με τον συνδυασμό ζωώδους ορμής και ψυχραιμίας ερπετού. Δεν είναι ένα καθίκι που απλά κοιτάει να πιάσει την καλή. Είναι ο ηγέτης που ξέρει την κοινωνία και χωρίς ενδοιασμούς θέλει να λάβει τα δικαιούμενα, τα εύσημά του. Θα ήθελε όλα να πάνε καλά και όλοι να έχουν όφελος. Ο ίδιος θα ξανάβρισκε το κύρος του και ο Minosa (το θύμα) θα έκανε χρυσές δουλειές λόγω διασημότητας. Πιστεύει ότι μπορεί να το χειριστεί ως το τέλος. Είναι η πάστα του επιχειρηματία, του στρατηγού, του τυχοδιώκτη. Αν τα κατάφερνε, θα ήταν δικαιωμένος. Δυστυχώς, δεν έχει άδικο. Έτσι λειτουργεί η ανθρώπινη ιστορία. Η απόλυτη ηθική είναι ιδιωτική, εσωτερική υπόθεση, όχι κοινωνική. Απ’ έξω, υπάρχει μόνο το θέαμα και ο χειρισμός του.
Πηγές : Χάρης Καλογερόπουλος από το www.cine.gr