Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Jacques Audiard
Σενάριο: Jacques Audiard, Thomas Bidegain βασισμένο στο διήγημα του Craig Davidson
Φωτογραφία: Stéphane Fontaine
Μουσική: Alexandre Desplat
Ηθοποιοί: Marion Cotillard, Matthias Schoenaerts, Celine Sallette
Βραβεία: Υποψηφιότητα για Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών, Υποψηφιότητα για βραβείο BAFTA καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας και καλύτερου γυναικείου ρόλου
Διάρκεια: 120’
Τοποθεσία: Γαλλία, 2012

Επιβεβαιώνοντας για ακόμη μια φορά πως πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους Γάλλους σκηνοθέτες, ο Jacques Audiard (Ζακ Οντιάρ) αφηγείται μια ιστορία για «ακρωτηριασμένους» ανθρώπους που αναζητούν τα χαμένα τους άκρα. Εμπνευσμένο από την ομώνυμη συλλογή διηγημάτων του Craig Davidson, το «Rust and Bone» είναι η ιστορία μιας παράξενης φιλίας που μετατρέπεται σε αγάπη. O Ali (Matthias Schoenaerts) είναι άστεγος και αποφασίζει να πάρει τον πεντάχρονο γιό του και να μετακομίσει σε άλλη πόλη για να μείνει στο σπίτι της αδελφής του, την οποία έχει να συναντήσει 5 χρόνια. Η Stephanie (Marion Cotillard) είναι εκπαιδεύτρια φαλαινών και γνωρίζει τυχαία τον Ali στο κλαμπ που δουλεύει πορτιέρης. Όταν μετά από ένα τραγικό ατύχημα στο θαλάσσιο πάρκο χάνει και τα δυο της πόδια, ο οίκτος και η συγκατάβαση της οικογένειας και των φίλων της, την κάνει να συνειδητοποιήσει ότι ο μοναδικός άνθρωπος με τον οποίο μπορεί να επικοινωνήσει ειλικρινά είναι ο εξίσου πληγωμένος Ali.

Τα βασικά θέματα που πραγματεύεται το φιλμ είναι η δυσκολία προσαρμογής του ανθρώπου μετά το σοκ αναπηρίας, η κυνικότητα του ανθρώπου και τα προβλήματα που προκαλεί σε όσους στηρίζονται σε αυτόν καθώς και η αγάπη ως εξυγίανση των παραπάνω δύο.

Ο Σκηνοθέτης, Jacques Audiard, με ρεαλισμό και μεθοδικότητα μεταφέρει σταδιακά τις ψυχολογικές μεταπτώσεις της ηρωίδας. Από την καθημερινότητα στο σοκ, από το σοκ στην κατάθλιψη και από την κατάθλιψη στην επανένταξη στην κοινωνία και στη ζωή. Όλα αυτά τα στάδια παρουσιάζονται με αψεγάδιαστο τρόπο σε κάθε τομέα. Ζουμάρισμα στο εκφραστικό πρόσωπο της ηρωίδας, ενώ η εναλλαγή από τα σκοτεινά στα φωτεινά πλάνα αποτυπώνουν τις ψυχολογικές μεταπτώσεις. Σημειωτέα η χαρακτηριστική σκηνή όπου ο φακός καταγράφει τις αντανακλάσεις του ήλιου, μεταφέροντας στον θεατή την ενοχλητική αντηλιά. Ώστε να βιώσει την δυσκολία προσαρμογής της ηρωίδας από το σκοτάδι στο φως. Με αντίστοιχα καλοδουλεμένες σκηνές ο φακός μεταφέρει κάθε στάδιο προσαρμογής, με λεπτότητα και ακολάκευτο ρεαλισμό. Ιδιαίτερα εκκωφαντική ,αν και χωρίς ήχο, η σκηνή του ατυχήματος που χάνει η Stephanie τα πόδια της. Αξίζει επίσης να παρατηρήσουμε ότι το πρώτο πλάνο που έχουμε από την Stephanie είναι από τα πόδια της και μετά βλέπουμε το πρόσωπό της. Η γενναιοδωρία και η αξιοπρέπεια με την οποία «κουβαλάει» το πληγωμένο σώμα της η Cotillard, υπερβαίνει κάθε ειδικό εφέ με το οποίο κατασκευάστηκε ο ακρωτηριασμός της.

Ο ήρωας μας είναι ένας αντιφατικός κινηματογραφικός χαρακτήρας, τον οποίο υποτίθεται πως συμπαθείς και αντιπαθείς παράλληλα. Εδώ ο σκηνοθέτης έχει δύσκολο έργο προσπαθώντας να κάνει τον θεατή να συμπαθήσει τον ήρωα, χωρίς όμως να τον αγαπήσει και να τον αντιπαθήσει χωρίς να τον μισήσει. Παίζοντας ευρηματικά με τις προεκτάσεις του ανδρισμού (στο σώμα, τη συμπεριφορά, την επιθυμία), με φόντο μια φτωχή γωνιά του γαλλικού Νότου, ο Audiard ακολουθεί τον ήρωα του σχεδόν σωματικά, όπως δηλαδή άγεται και φέρεται και ο ίδιος, με την ίδια απεγνωσμένη μείξη τρυφερότητας και βίας με την οποία έχει μάθει να επιβιώνει. Όπως ανέκαθεν οι ταινίες του Jacques Audiard είναι ιστορίες ανδρών που αργά ή γρήγορα αναγκάζονται να ενηλικιωθούν.

Αυτό που συνδέει τους δύο κεντρικούς ήρωες είναι το σώμα. Το γυμνασμένο σώμα του Ali που ξεκινάει μια καινούρια ζωή μαζί με τον πεντάχρονο γιο του στη Νότια Γαλλία, μαθαίνοντας μέρα με τη μέρα τι σημαίνει να είσαι πατέρας. Το ακρωτηριασμένο σώμα της Stephanie, που χάνει όλα όσα θεωρούσε δεδομένα και μαθαίνει να «περπατάει» από την αρχή.

Ο Audiard δεν χάνει σε κανένα σημείο την πιο χαρακτηριστική του ικανότητα: να βρίσκει φως μέσα στο βούρκο και να φτιάχνει ποίηση μέσα από τη λάσπη της καθημερινότητας (ένα happy end χωρίς το χάπι της ευκολίας). Τους έχει ξεσκεπάσει τελείως και τους βάζει να σταθούν στα πραγματικά τους πόδια. Η ματιά του μετατρέπει, με έναν τρόπο σχεδόν ανεξήγητο, τον ωμό ρεαλισμό σε λυρισμό. Η φωτογραφία και η μουσική επένδυση και οι συγκλονιστικές ερμηνείες από την Marion Cotillard και τον Matthias Schoenaerts φυσικά βοηθούν στο να επιτευχθούν τα παραπάνω, κάνοντας τελικά το «De Rouille Et D’ Os» ένα επίπονο ταξίδι που, όμως, αξίζει και με το παραπάνω να παρακολουθήσεις. Ένα θέαμα ιδανικό για έντονες συγκινήσεις. Μια ταινία αψεγάδιαστη κατά κύριο λόγο, με μια πρωταγωνίστρια που κρατά όρθια την ταινία ως το τέλος, παρόλο που η ίδια στηρίζεται στα μηχανικά της ποδαράκια και το μπαστουνάκι της. Καταλήγοντας τελικά στην λυτρωτική διαπίστωση πως τα πρώτα βήματα σε αυτή τη ζωή δεν είναι μόνο αυτά που κάνεις όταν γεννιέσαι.