Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Jacques Rivette
Σενάριο: Pascal Bonitzer, Christine Laurent, Jacques Rivette βασισμένο στο διήγημα Le Chef-d’œuvre inconnu (The Unknown Masterpiece) του Honoré de Balzac
Φωτογραφία: William Lubtchansky
Μουσική: Igor Stravinsky
Ηθοποιοί: Michel Piccoli, Jane Birkin, Emmanuelle Béart, Marianne Denicourt, David Bursztein
Βραβεία: Μεγάλο βραβείο επιτροπής και υποψηφιότητα για Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών
Διάρκεια: 240'
Τοποθεσία: Γαλλία-Ελβετία, 1991

“Ένας ζωγράφος δεν πρέπει να ζωγραφίζει αυτό που βλέπει, αλλά αυτό που θα φανεί”

Paul Valéry

Η «Ωραία Καβγατζού» αποτελεί πραγματική δοκιμασία για τους φίλους του κινηματογράφου. Η μεγάλη της διάρκεια, ο ρυθμός κινηματογράφησης που στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας δεν επιταχύνεται από το μοντάζ αλλά και η ελάχιστη εξέλιξη της πλοκής συντελούν στην δημιουργία ενός αργόσυρτου μα και τρομερά γοητευτικού φιλμ.

Το σενάριο είναι βασισμένο στο έργο του  Honoré de Balzac, “The Unknown Masterpiece”. Σε ένα χωριό της γαλλικής υπαίθρου ο Frenhofer, ένας πρώην ζωγράφος απολαμβάνει την γαλήνη της συνταξιοδότησής του μαζί με την γυναίκα του Liz. Την ηρεμία τους έρχεται να “ταράξει” o Nicolas μαζί με τη φίλη του Marianne. Ο Nicolas, θαυμαστής του Frenhofer θα φέρει ξανά στην επιφάνεια το ξεχασμένο και παρατημένο έργο “ La Belle Noiseuse”, προτείνοντας μάλιστα την Marianne ως μοντέλο. Η τελευταία, αν και αντίθετη με την απόφαση των δύο ανδρών, αποφασίζει να το κάνει. Στην πορεία, ξεπερνώντας την αρχική ακαμψία, θα καταλάβει πως το να είναι μοντέλο για έναν πίνακα δεν είναι όσο απλό φαίνεται.  Μέσα από τριβές, διαφωνίες, βλέμματα και ατελείωτες ώρες απομόνωσης στο στούντιο, μοντέλο και καλλιτέχνης  δεν θα είναι πια οι ίδιοι.

Και τι άλλο είναι η τέχνη αν όχι ένας καθρέφτης που αργά ή γρήγορα όλοι γυρνάμε για να αντικρύσουμε; Σε αυτόν τον καθρέφτη κρύβεται ένα κομμάτι του εαυτού μας που αγνοούσαμε την ύπαρξή του.  Η γραφή στον μουσαμά δείχνει, φανερώνει και γνωρίζει όλα αυτά που ο άνθρωπος δεν μπορεί να δει με τα μάτια. Δεν είναι απλώς μια αποτύπωση, αυτό άλλωστε το έχει αναλάβει –εν μέρει- η φωτογραφία. Η ζωγραφική όμως δημιουργεί από το μηδέν. Έχοντας έναν λευκό καμβά, ο καλλιτέχνης ξεκινά μια προσπάθεια μετατροπής μιας αόρατης εικόνας σε αποτύπωμα. Η μετουσίωση μιας ιδέας, μιας εντύπωσης ή συναισθημάτων είναι μια επίπονη αλλά συνάμα και λυτρωτική διαδικασία. Καλλιτέχνης και μοντέλο προσπαθούν μέσα από αντιξοότητες, προσωπικά φράγματα και παλιές μνήμες να ξεπεράσουν εαυτούς και να αγγίξουν την λύτρωση. Ένας αυστηρά προσωπικός αγώνας που δεν επιδέχεται τρίτους.

Με μια πρώτη ανάγνωση, φαίνεται πως το γυμνό σώμα της Marianne πρωταγωνιστεί στην ταινία, δίνει τροφή στην πλοκή, εμπνέει τον καλλιτέχνη να δημιουργήσει, προκαλεί την ζήλια της Liz και του Nicolas. Όλα αυτά δεν είναι παρά η κάλυψη για κάτι πιο ουσιαστικό, για κάτι πιο βαθύ. Πρωταγωνιστής της ταινίας δεν είναι το γυμνό κορμί της Marianne, μα η γύμνια της ψυχής της. Ο  Frenhofer θα θελήσει να «σπάσει» και να φτιάξει από την αρχή την Marianne, μόνο έτσι θα μπορέσει να φέρει στην επιφάνεια αυτό το ψάχνει. Δεν είναι το σώμα, αυτό άλλωστε είναι  εύκολα ορατό, θέλει να δει και να φανερώσει ποια πραγματικά είναι η Marianne. Αυτή η φανέρωση, η ανάδυση του αόρατου και του απρόσιτου, αυτού που οι άνθρωποι ενστικτωδώς επιθυμούν να κρύψουν και να προστατέψουν, αυτή η προσπάθεια έχει καταστρεπτικές συνέπειες τόσο για τον καλλιτέχνη όσο και για το μοντέλο του. Δεν είναι κάτι απλό και καθημερινό κάποιος να προσπαθεί να διεισδύσει στα άδυτα της ψυχής και μόλις κλέψει τις εικόνες που είδε να τις καταγράφει σε ένα λευκό χαρτί. Δεν είναι κάτι απλό και καθημερινό να βλέπει κανείς με τα μάτια του μια εικόνα του εαυτού του, μια εικόνα του εαυτού του που πολύ πιθανόν να μην είχε ποτέ πριν καταλάβει πως του ανήκει ή ακόμη και μια εικόνα του εαυτού του που να μην θέλει να αναγνωρίσει την ύπαρξή της. Και όχι, αυτή η εικόνα δεν μπορεί να είναι προσιτή σε όλους, δεν μπορεί ο καθένας να μπορεί να δει τόσο άμεσα στην ψυχή ενός ανθρώπου.

Αυτός ακριβώς είναι και ο λόγος που ο Frenhofer θα ζητήσει την βοήθεια της κόρης του για να κρύψει τον πίνακα. Ο πίνακας που παρουσιάζεται σε όλους δεν είναι παρά μια εικόνα, τίποτα παραπάνω. Ο πραγματικός πίνακας, αυτός θα μείνει κρυφός. Δεν έχει εξάλλου νόημα να τον δει κανένας άλλος πλην του μοντέλου και του καλλιτέχνη. Αυτοί είναι οι άμεσα εμπλεκόμενοι, αυτοί είναι οι μόνοι που έχουν δει τι κρύβει η Marianne και να κρίνουν εάν αυτό έχει βγει στον καμβά. Αυτοί είναι οι μόνοι που γνωρίζουν πως η Marianne, η πραγματική Marianne κρύβεται πίσω από μια μάσκα. Και είναι πραγματικά βίαια αυτή η αποκάλυψη, η αναζήτηση της μη φανερής αλήθειας.

Αυτή είναι και η γοητεία της τέχνης, μια ατελείωτη αναζήτηση. Ο σκηνοθέτης κατορθώνει με έναν αριστουργηματικό τρόπο να διατηρήσει το μυστήριο του πίνακα, στοιχείο που στηρίζει δομικά ολόκληρο το φιλμ. Δεν δίνεται η δυνατότητα στον θεατή να δει τον πίνακα, αφήνεται μόνο η υποψία της δημιουργίας ενός έργου τόσο ισχυρού, τόσο προσωπικού που ακριβώς για αυτούς τους λόγους θα πρέπει να παραμείνει κρυμμένο, μακριά από το ανθρώπινο βλέμμα και κριτική. Έχοντας ολοκληρώσει τον σκοπό του, που δεν είναι άλλος από το να “μεταβάλλει” καλλιτέχνη και μοντέλο, ο πίνακας θάβεται με την υπόσχεση να μείνει κρυφός, ακριβώς όπως επιθυμεί ο δημιουργός του.