Η Αποστροφή (Repulsion) αποτελεί τη πρώτη ταινία της τριλογίας του Roman Polanski με όνομα “The Apartment Trilogy” η οποία ολοκληρώνεται με τις ταινίες , «Το μωρό της Ρόζμαρι» του 1968 και «Ο Ένοικος» (The Tenant) του 1976. Η τριλογία περιλαμβάνει τρεις αυτοτελείς ιστορίες ψυχωτικών ατόμων που διαδραματίζονται σε διαμερίσματα που μετατρέπονται από κοινότοποι χώροι σε εφιάλτες, εξαιτίας της παράλληλης ατομικής πραγματικότητας των χαρακτήρων στην οποία βρίσκονται εγκλωβισμένοι. Η δεξιοτεχνία του Polanski κατέστησε την Αποστροφή καθώς και ολόκληρη της τριλογία, ένα εξαιρετικό ψυχολογικό θρίλερ με την Catherine Deneuve στο ζενίθ των ερμηνειών της, πλάθοντας μια χαρακτήρα που βιώνει φρίκη και αποστροφή, αθόρυβα, σχεδόν απαρατήρητα.
Η Carol Ledoux είναι μια νεαρή και όμορφη κοπέλα η οποία εργάζεται ως μανικιουρίστ και ζει με την αδερφή της, Helen στο Λονδίνο. Χαρακτηρίζεται από μία αλλόκοτη συμπεριφορά, καθώς είναι συνεχώς αποσυντονισμένη κατά την διάρκεια της δουλειάς της, δείχνει να είναι ακατάδεκτη, απόμακρη και φοβισμένη με τους άντρες, παρά τις επίμονες επιδιώξεις του Colin, ενός νεαρού να την πλησιάσει, και επίσης είναι δυσαρεστημένη με την παρουσία του Michael, του εραστή της αδερφής της μέσα στο σπίτι. Στην πραγματικότητα η ψυχρότητα της είναι κάτι σοβαρότερο, δεδομένου ότι την αηδιάζει οποιαδήποτε πράξη σεξουαλικής φύσεως ακόμη κι αν δεν είναι δέκτης της, εφόσον νιώθει αποστροφή ακόμη και για την σεξουαλική ευχαρίστηση της αδερφή της, την οποία ακούει από το δωμάτιο της κάθε βράδυ. Η συμπεριφορά της γίνεται αντιληπτή από το περιβάλλον της δουλειάς της, από τον Michael καθώς και από τον Colin που την διεκδικεί και η συμπεριφορά της τον προβληματίζει. Κάποια στιγμή έρχεται η στιγμή που η Helen ανακοινώνει στην Carol πως θα φύγει για λίγες μέρες για ένα ταξίδι στην Ιταλία. Η Carol ταράζεται και παρά την παράκληση της προς την Helen να μην την αφήσει μόνη, η δεύτερη την αφήνει μόνη της στο διαμέρισμα. Ύστερα από την αποχώρηση της αδελφής της, η Carol αρχίζει να κυριεύεται από φόβο με αποτέλεσμα να κατακλύζεται από ψευδαισθήσεις που την καταδιώκουν μέσα στο άδειο της διαμέρισμα.
Η Carol είναι το κεντρικό πρόσωπο της ιστορίας, όμως δεν γνωρίζουμε τίποτα για αυτή. Η ταινία μοιάζει να έχει ξεκινήσει από την μέση μια ιστορίας η οποία αποκρύπτεται από τον θεατή, μάλλον σκόπιμα από τον σκηνοθέτη. Ο χαρακτήρας της Carol είναι πλασμένος έτσι σε συνδυασμό με το παρουσιαστικό της ώστε να μπερδεύει τον θεατή και να τον κάνει να απορεί. Φαινομενικά αποτελεί ένα όμορφο κορίτσι, μάλλον δίχως επίγνωση αυτού του χαρακτηριστικού της, αθώα και ντροπαλή. Επιπλέον εργάζεται σε κέντρο ομορφιάς, ένα πλαίσιο στο οποίο ο Polanski τοποθετεί την χαρακτήρα του με μεγάλη επιτυχία, δεδομένου ότι η ίδια έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον ψυχισμό της. Η Carol δεν φαίνεται να κατανοεί της δουλειά της και τη σημασία της, εκούσια αντιτίθεται σε αυτό, στην πλαστικότητα της γυναικείας ομορφιάς. Από την μία η ίδια αποτελεί ένα γυναικείο πρότυπο ομορφιάς κι από την άλλη κάτω από αυτό κρύβεται μια άβυσσος καθόλου συνηθισμένη για μια γυναίκα όπως αυτή. Η Carol έχει αποκλείσει από το μυαλό της οτιδήποτε όμορφο ή ηδονικό. Δεν κατανοεί τι είναι ομορφιά ούτε τι αυτή έχει να της προσφέρει, συνεπώς το ενδιαφέρον των αντρών της είναι αδιάφορο και τρομακτικό. Μέχρι αυτό το σημείο μας αφήνει ο σκηνοθέτης να προσεγγίσουμε την χαρακτήρα του, μη επιτρέποντας μας να διεισδύσουμε βαθύτερα μέσα της. Μια λογική απορία που θα προκύψει στον θεατή είναι τι είναι αυτό που έχει φέρει την Carol σε αυτή την κατάσταση και ύστερα να εικάσει τραυματικά γεγονότα του παρελθόντος της. Ωστόσο η απάντηση δεν δίνεται, μάλιστα το μυστήριο ενισχύεται με την τελευταία σκηνή της ταινίας, όπου η κάμερα εστιάζει στην οικογενειακή φωτογραφία της Carol. Η τελευταία στέκεται στην φωτογραφία πίσω από τους γονείς της και μοιάζει να έχει το ίδιο βλέμμα με αυτό της παρούσας φάσης κι έτσι ο θεατής καταλήγει στο ότι η Carol ήταν έτσι «από πάντα».
O Polanski είναι ίσως ο μοναδικός ο οποίο καταφέρνει να αποτυπώσει τέτοιου είδους προσωπικότητες στην οθόνη, να αποδώσει την ψύχωση όχι ως «τρέλα» αλλά ως πτυχή του εαυτού. Γι’ αυτό άλλωστε δεν τον ενδιαφέρει να μιλήσει για το παρελθόν της Carol. Δεν τον ενδιαφέρει να βάλει τον χαρακτήρα του «στο ψυχαναλυτικό ντιβάνι» και επομένως δεν ζητά κάτι τέτοιο από τον θεατή του. Δεν ενδιαφέρεται να αποδώσει σε κάποια αιτία την κατάσταση που περιγράφει αλλά να την σκιαγραφήσει όσο καλύτερα γίνεται. Και μάλιστα το καταφέρνει. Οι σκηνές των ψευδαισθήσεων είναι σπουδαίες και προκαλούν δέος, ωστόσο όλα εξελίσσονται με μια φυσιολογική ροή, δεν υπάρχουν κραυγαλέες σκηνές που αποσκοπούν στον αιφνιδιασμό και την ανατροπή απαραίτητα. Άλλωστε η μυστηριακή και ανατριχιαστική ατμόσφαιρα δεν έχει να κάνει με τις ψευδαισθήσεις της Carol, αλλά με το στήσιμο της γενικότερης ατμόσφαιρας. Οι φωτισμοί, οι φωτοσκιάσεις, η σιωπή και οι ήχοι που την νοθεύουν μόνο για να ενισχύσουν την ασφυκτική μοναξιά και απελπισία της Carol, αρκούν για αυτό το καταπληκτικό ψυχολογικό θρίλερ που συσχετίστηκε από κάποιους με το Ψυχώ του Hitchcock ώσπου να πειστούν πως ο Polanski παρά την επιρροή του προηγουμένου, είναι πάνω από όλα ένας λάτρης της ατμόσφαιρας και του υπαρξιακής ταινίας τρόμου με την παρουσία μιας εσωτερικής διαμάχης, συνήθως αναίτιας που οδηγεί το άτομο σε μια ακατανόητη υπερβατική πραγματικότητα.
Το Repulsion παρουσιάζει την ψύχωση όχι τόσο ως πρόβλημα αλλά ως κατάσταση αόριστα νοηματοδοτημένη. Οι συνέπειες της παρουσιάζονται οδυνηρές όμως η εστίαση του σκηνοθέτη δεν αφορά αυτές αλλά την πρωταγωνίστρια ως άτομο. Όλα τα υπόλοιπα λειτουργούν ως πλαίσιο δράσης του ατόμου, δεν έχουν καθοριστική σημασία στην εξέλιξη των πραγμάτων, ο θεατής καλείται να βιώσει την κατάσταση όχι να μείνει έξω από αυτή κρίνοντας την ψύχωση ως πρόβλημα. Το σίγουρο είναι πως ο Polanski κερδίζει τον θεατή με την ατμόσφαιρα που χτίζει κι όχι με τον επιστημονισμό των δήθεν ψυχαναλυτικών «καλουπιών».