Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Charlie Chaplin
Σενάριο: Charlie Chaplin
Φωτογραφία: Ira H. Morgan, Roland Totheroh
Μουσική: Charlie Chaplin
Ηθοποιοί: Charlie Chaplin, Paulette Goddard, Henry Bergman, Stanley Sandford, Chester Conklin
Διάρκεια: 87'
Τοποθεσία: Η.Π.Α., 1936

Το να τολμά να κάνει κανείς μια βωβή ταινία  εν έτη 1931, τέσσερα μόλις χρόνια μετά την προβολή του “Jazz Singer” ήταν σίγουρα κάτι αρκετά τολμηρό, ειδικά εάν αναλογιστεί κανείς πως η κινηματογραφική βιομηχανία είχε δείξει καθαρά τη θέση της στο δίπολο ομιλώντας-βωβός κινηματογράφος. Και σίγουρα το να τολμά κανείς να φτιάξει μια βωβή ταινία το 1936, σχεδόν δέκα χρόνια μετά την εισαγωγή του ήχου στον κινηματογράφο ήταν μια τομή που μόνο ένας άνθρωπος-σύμβολο της 7ης τέχνης θα τολμούσε. Μια αναμφίβολα τολμηρή κίνηση καθώς με τις ταινίες του “City Lights”  αλλά πολύ περισσότερο με το “Modern Times” πήγε αντίθετα στο ρεύμα της εποχής. Αυτή η απόφαση του Chaplin να μείνει πιστός στον βωβό κινηματογράφο που για χρόνια υπηρέτησε και μέσω αυτού έχτισε τον θρύλο του ονόματός του, δοκίμαζε τα όρια του κοινού το οποίο τελικά δεν στάθηκε το ίδιο πιστό. Το αποτέλεσμα ήταν το “Modern Times” να αποτύχει εισπρακτικά.

Ο Chaplin είχε πει στον γάλλο σκηνοθέτη Jean Cocteau πως μια ταινία είναι σαν ένα δέντρο, όταν κλονιστεί και χάσει όλα τα περιττά στοιχεία της , μένει μόνο με την απολύτως βασική ουσία της. Για έναν άνθρωπο που είχε δημιουργήσει έναν από τους πιο αξιαγάπητους και αναγνωρίσιμους χαρακτήρες σε ολόκληρη την ιστορία του σινεμά, η ομιλίες και οι ήχοι δεν ήταν παρά τα φύλλα μιας ακλόνητης βελανιδιάς ερμηνείας. Για έναν ηθοποιό που σε ολόκληρη τη ζωή του είχε αφοσιωθεί στην αυστηρή κωμική παντομίμα, για έναν ηθοποιό που είχε καταφέρει να δημιουργήσει βάσεις κοινωνίας της ερμηνείας του αποκλειστικά με άηχα εκφραστικά μέσα, απλά οι διάλογοι τον καθυστερούσαν. Ο ίδιος φοβόταν πως με την έλευση του ήχου, θα έχανε την μοναδικότητα που τον είχε καθιερώσει σε μια εξέχουσα μορφή της τέχνης που υπηρετούσε. Μα όσο φοβόταν να μη ξεχαστεί, άλλο τόσο φοβόταν να μη μένει στάσιμος. Πως όμως θα μπορούσε να πρωτοτυπήσει χωρίς να αναιρέσει το βωβό ταλέντο του; Αυτό το πρόβλημα έλυσε με τη δημιουργία του “Modern Times”. Η ταινία αν και φαίνεται πως είναι βωβή, εντούτοις δεν είναι. Πιο σωστά θα την χαρακτηρίζαμε ως μια ήσυχη ομιλούσα, καθώς δεν της λείπουν οι φυσικοί ήχοι, η μουσική αλλά ούτε και οι διάλογοι, αν και οι τελευταίοι είναι εμφανώς περιορισμένοι. Μια καινοτομία αντάξια όλου του προηγούμενου λαμπρού έργου του και μια ύστατη προσπάθεια να προσφέρει σε μια τέχνη που είχε τόσο βίαια αλλάξει. Η τελευταία υπόκλιση του αξιαγάπητου αλητάκου στο κοινό που τον αγάπησε τόσο πολύ, προτού εξαφανιστεί για πάντα.

Ο Chaplin με αριστοτεχνικό τρόπο παίρνει όλους τους προβληματισμούς του και τους μετατρέπει σε μια σειρά από κωμικές σκηνές. Βλέπουμε τον πρωταγωνιστή να αρπάζεται από μια μηχανή ή ακόμα να τον βλέπουμε να προσπαθεί να σφίξει μια σειρά από φανταστικές βίδες (μάλιστα προσπαθεί να σφίξει τα κουμπιά από το φόρεμα μιας γυναίκας). Αυτές οι νευρωτικές κινήσεις και τα κωμικά νούμερα δεν είναι παρά το χάρισμα του Chaplin να μεταμορφώνει όλη την ένταση σε ένα κωμικό στρόβιλο. Παρά τον καταιγισμό της τεχνολογίας, η εκδίκηση του Chaplin είναι μονάχα μερική και συμβολική. Συμβολική καθώς ο ίδιος, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής, νιώθει την έλευση του ήχου στον κινηματογράφο να τον καταβροχθίζει όπως η μηχανή τράβηξε τον αλητάκο στα γρανάζια της.

Ο Chaplin οπλίζει τον ήρωά του με υπεράνθρωπες ικανότητες αυτοσχεδιασμού ώστε να αντιμετωπίσει την –κατά αυτόν-  ακύρωση της συλλογικότητας των ανθρώπων μηχανές. Στην ουσία, θέτει την δική του ευφυΐα ενάντια στον μοντερνισμό που το μηχανικό μέλλον θα επιφέρει. Θέτει ένα μάλλον ξεκάθαρο δίλλημα στους θεατές, η δική του εφευρετική λαμπρότητα ή χωρίς ψυχή επαναληψημότητα της μηχανής;  Επεκτείνοντας το δίπολο, μπορούμε εύκολα να ανακαλύψουμε πως το πραγματικό δίλλημα είναι ένας βαθύς και ανομολόγητος φόβος του Chaplin, ο φόβος της κατάλυσης του ανθρώπου από την προέκταση του ίδιου του ανθρώπου, τις μηχανές. Προερχόμενος από μια εποχή που η λέξη μηχανή θα φάνταζε εξωτική, ο Chaplin είδε τα πράγματα να αλλάζουν. Όπως άλλαξαν και στον χώρο του κινηματογράφου. Ο φόβος πως η εμμονή στο ταλέντο θα άλλαζε σε μια νύχτα από τον εντυπωσιασμό που προσέφερε ο ήχος ήταν απλά μια προέκταση του φόβου για ένα μηχανοκίνητο μέλλον.

Στο “Modern Times” είναι η πρώτη –και τελευταία- δειλή απόπειρα ο αλητάκος να μιλήσει. Το αποτέλεσμα είναι ένα απολαυστικά ξεκαρδιστική μίμηση τραγουδιού με λέξεις σε μια ανύπαρκτη γλώσσα. Εκεί, στο σημείο που οι πρώτες λέξεις ακούγονται στην κινηματογραφική αίθουσα είναι που ο θεατής γίνεται μάρτυρας της γένεσης μιας νέας περσόνας, μιας περσόνας που ταιριάζει περισσότερο στον όρο “performer”. Την ίδια στιγμή της γένεσης, ο θεατής βιώνει ένα αδιέξοδο. Η μορφή του αλητάκου, που έχει ταυτιστεί με τον βωβό κινηματογράφο έχει φτάσει στο τέλος της. Ο Chaplin αντιλήφθηκε πως αυτό ήταν το τέλος. Πρόκειται για μία φορτισμένη στιγμή που με την κωμική απόπειρα τραγουδιού αποπειράται να απάγει την ένταση. Η μνήμη όμως παραμένει , σε κάθε καρέ κάθε μπομπίνας, ο αλητάκος θα κατοικεί εκεί.

Το ιδιαίτερο στοιχείο του “Modern Times” είναι πως καταφέρνει να διατηρήσει μια παιχνιδιάρικη διάθεση του αλητάκου στα πρώτα του βήματα μα και την κωμική δεξιοτεχνία των “Gold Rush” και “City Lights”, ενώ ταυτόχρονα ισορροπεί το χιούμορ με τη σοβαρότητα. Ήταν η τελευταία εμφάνιση του αλητάκου, ενός χαρακτήρα που έκανε τον Chaplin έναν από τους διασημότερους άνδρες του κόσμου. Για αυτόν, ήταν το τέλος μιας εποχής, ένα αντίο στον βωβό κινηματογράφο. Μα ακόμα και αν πέρασαν τόσα χρόνια από εκείνο το αντίο, ο αλητάκος εξακολουθεί να είναι ζωντανός, γίνεται όλο και πιο ζωντανός με κάθε νέα θέαση της ταινίας του, των Μοντέρνων Καιρών.