Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Andrei Tarkovsky
Σενάριο: Arkadi Strugatsky, Boris Strugatsky
Μουσική: Eduard Artemyev
Ηθοποιοί: Alexander Kaidanovsky , Anatoli Solonitsyn, Nikolai Grinko
Βραβεία: Βραβείο κριτικής επιτροπής στις Κάννες
Φωτογραφία: Alexander Knyazhinsky
Τοποθεσία: Ρωσσία, 1979
Διάρκεια: 163’

Σε μια άγνωστη πόλη βρίσκεται η Ζώνη, ένα μυστήριο μέρος που φυλάσσεται από το στρατό. Η ταινία ξεκινά όταν ο πρωταγωνιστής αποφασίζει παρά την προτροπή της γυναίκας του να οδηγήσει δύο ξένους μέσα στη Ζώνη. Το επάγγελμά του είναι stalker, οδηγητής των ανθρώπων προς το Δωμάτιο. Το Δωμάτιο είναι μια περιοχή στη Ζώνη που εκπληρώνει τις επιθυμίες των ανθρώπων. Έτσι ο Stalker αποφασίζει να ξεκινήσει ένα ταξίδι με έναν συγγραφέα και έναν επιστήμονα, με απώτερο σκοπό την εκπλήρωση των επιθυμιών των δύο τελευταίων.

Ο ήχος ενός τραίνου σημάνει την έναρξη της πλοκής. Βλέπουμε ένα ποτήρι να μετακινείται πάνω στο τραπεζάκι λόγω των δονήσεων του προσπερνώντας τραίνου. Στην εικόνα κυριαρχεί  φθορά. Φθορά η οποία χαρακτηρίζεται και από το μονοχρωματικό φίλτρο που χρησιμοποιείται. Οι σκηνές στην πόλη, στον πραγματικό και φυσικό κόσμο είναι γυρισμένες απουσία χρωμάτων. Συγκεκριμένα ο Tarkovsky εστιάζει στις λεπτομέρειες αφήνοντας τα πλάνα του να διαρκέσουν όσο το δυνατό περισσότερο, παραμερίζοντας το γρήγορο μοντάζ. Με αυτό τον τρόπο δίνει χρόνο στους θεατές να ενταχθούν σε αυτό το κατασκευασμένο από τον άνθρωπο τοπίο.

Σε ένα μπαρ γνωρίζουμε τους δύο συνταξιδιώτες του πρωταγωνιστή μας. Ένα συγγραφέα και έναν επιστήμονα. Αντίθετα με το αναμενόμενο ο συγγραφέας χαρακτηρίζεται από μεγάλη κυνικότητα και ρεαλισμό, ενώ ο φυσικός γνωρίζοντας παραπάνω για τη ζώνη μένει απόμακρος και περιορίζεται στα υπάρχοντά του, ένα σακίδιο αλλά και μερικές προλήψεις. Στη διάρκεια του ταξιδιού θα έχουμε την ευκαιρία να αναγνωρίσουμε τις επιθυμίες τους, ή βασικά τα επιφανειακά τους ‘’θέλω’’, ο ένας αναζητά την έμπνευση και ο άλλος πιθανώς ένα νόμπελ.

Το ταξίδι για να ξεπεράσουν το εμπόδιο του στρατού παρουσιάζεται δύσκολο. Οι ήρωες όμως καταφέρνουν να φτάσουν στη ζώνη. Η μετάβαση από την πόλη στη ζώνη παρουσιάζεται εντυπωσιακή, καθώς μέσα από την ομίχλη της πόλης φτάνουν σε ένα σημείο όπου η φύση έχει καλύψει τα πάντα. Και μια μια μεγάλη διαφορά, πλέον υπάρχει χρώμα.

Στην άφιξη τους στη ζώνη οι ήρωες ξαποσταίνουν και θαυμάζουν το τοπίο. Εγκατάλειψη κυριαρχεί, αλλά η ύπαρξη του χρώματος, με μια αρκετά ζωντανή παλέτα, προσδίδει στο μέρος μια ομορφιά, μια εσωτερική γαλήνη, ίσως κάποιο θρησκευτικό σέβας.

Στη ζώνη ο stalker αρχίζει να εγκλιματίζεται στο περιβάλλον. Αποκαλεί το μέρος σπίτι του και της μιλάει με κάποιο σεβασμό, σα να είναι μια ξεχωριστή ύπαρξη. Μια ύπαρξη καθαρά ανώτερη, ιερή η οποία όπως και κάθε θρησκεία θεσπίζει τους δικούς κανόνες. Βλέπουμε τους ήρωες να τρομάζουν από το υπερφυσικό και να εκτοξεύουν παξιμάδια προς διάφορες κατευθύνσεις, βλέποντας εάν η ζώνη ταράζεται από την παρουσία τους. Τα παξιμάδια είναι η ασφαλιστική δικλίδα, εάν ο δρόμος στον οποίο εκτοξεύονται δε παρουσιάζει κάποια υπερφυσική αντίδραση τότε ο δρόμος είναι σωστός. Όπως καταλαβαίνουμε, οι ήρωες δε μπορούν να ακολουθήσουν όποιο μονοπάτι θέλουν, αλλά μια συγκεκριμένη πορεία.

Οι αναφορές πλέον στη θρησκεία είναι εμφανέστατες. Ο καθένας της ομάδας έχει την ελεύθερη βούληση του να πράξει όπως θέλει. Ο ίδιος ο συγγραφέας δοκιμάζει να μπει άμεσα μέσα στο δωμάτιο . Κι όμως κάτι τον εμποδίζει, ο φόβος μιας ανώτατης τιμωρίας. Ακριβώς όπως είπε και ο Ιησούς ο άνθρωπος έχει την ελεύθερη βούληση του να πράττει όπως επιθυμεί, όμως ο δρόμος προς τη σωτηρία είναι ένας και μοναδικός.

Μεσσιανική, ίσως, μορφή της ταινίας ο πρωταγωνιστής. Ορίζει το ‘’σωστό’’ δρόμο και είναι αυτός που συνδέει το ιερό με το επίγειο. Μεσσίας όμως δύσκολα χαρακτηρίζεται, καθώς υπήρχαν και άλλοι προ αυτού. Συγκεκριμένα μαθαίνουμε για το ‘’σκαντζόχοιρο’’, το άτομο που μετέδωσε όλες του τις γνώσεις στο stalker. Οπότε μπορούμε να προσφέρουμε στον πρωταγωνιστή την ιδιότητα του προφήτη. Και όπως οι προφήτες, έτσι και ο ήρωας μας φαίνεται να ‘’μαρτυρά’’ για την επιλογή του. Μαθαίνουμε ότι οι οδηγητές φέρουν μια κατάρα μαζί τους. Ο ‘’σκαντζόχοιρος’’ αυτοκτόνησε αφού επέστρεψε από τη ζώνη ζάμπλουτος, ενώ η κόρη του πρωταγωνιστή φέρει προβλήματα υγείας και αδυνατεί να περπατήσει.

Καθώς εξελίσσεται η πλοκή μαθαίνουμε όλο και περισσότερα πράγματα για την ομάδα αυτών των ατόμων. Ο stalker επιθυμεί να προσφέρει τη χαρά του θείου δώρου αυτού του Δωματίου σε όσο γίνεται περισσότερο κόσμο,ο συγγραφέας προσπαθεί να ψυχαναλύσει τον εαυτό του και ο επιστήμονας αναζητά ,αρχικά, νόημα και αίτια.

Πρέπει να κάνουμε και μια ειδική αναφορά στη φιλμογραφία του Tarkovsky. Συγκεκριμένα, η παρουσία του νερού. Το υγρό στοιχείο έφερε πάντα κάποια βαριά σημασία στις ταινίες του και, συνήθως συμβόλιζε τις υποσυνείδητες σκέψεις των ανθρώπων. Εδώ το νερό φαίνεται να καλύπτει όλα τα απομεινάρια της προηγούμενης ανθρώπινης ύπαρξης. Εγκαταλελειμμένα αντικείμενα φαίνονται να καλύπτονται από το νερό και μας θυμίζουν τη ματαιότητα αυτού του κόσμου. Δε χάνει όμως και τη θρησκευτική του αξία, καθώς οι πρωταγωνιστές περνάνε συνέχεια μέσα από αυτό, σε μια διαδικασία εξαγνισμού/βάφτισης.

Πριν το δωμάτιο ακριβώς ο καθένας εμφανίζει τα πραγματικά του κίνητρα. Ο συγγραφέας φαίνεται να φοβάται την αλλοτρίωσή του από τους αναγνώστες του ενώ ο επιστήμονας θέλει να ανατινάξει το Δωμάτιο ώστε να μη χρησιμοποιηθεί για διαβολικό σκοπό. Μετά από διάφορες διαμάχες, ανάμεσα στις οποίες ο συγγραφέας φορά και ένα αγκάθινο στεφάνι, ανακαλύπτουμε το πραγματικό μυστικό του δωματίου.

Το δωμάτιο πραγματοποιεί όχι τα επιφανειακά σου ‘’θέλω’’ αλλά την πιο αρχέγονη επιθυμία σου. Εδώ μαθαίνουμε τη τραγική μοίρα του ‘’σκαντζόχοιρου’’ και οι επιταγές της επιστήμης και της κοινωνίας φαίνονται να συγκρούονται με αυτό που θέλουμε. Διότι μπορεί να πιστεύουμε σε μια ιδέα, αλλά η πίστη μας σε αυτή πολλές φορές φυλακίζει τις πραγματικές μας επιθυμίες και τον πραγματικό μας εαυτό.

Πίσω στη μονοχρωματική πόλη η γυναίκα του πρωταγωνιστή των περιμαζεύει και τον ακούει με παράπονο να δηλώνει πως οι άνθρωποι δε πιστεύουν πια και πως δε πρόκειται  να ξαναπατήσει ποτέ στη Ζώνη.

Κάπου εδώ ο τέταρτος τοίχος σπάει και η γυναίκα του απευθυνόμενη προς τα εμάς δηλώνει πως γνώριζε εξαρχής ότι ο γάμος της θα ήταν δύσκολος. Κι όμως δηλώνει ότι δε το μετανιώνει, καθώς μια πικρή χαρά είναι καλύτερη από τη μονοτονία και η ανυπαρξία της δυστυχίας θα καθιστούσε την ευτυχία κοινότυπη. Όπως λέει και η ίδια χωρίς την ύπαρξη του πόνου δεν υπάρχει ελπίδα και η πίστη καθίσταται άκαιρη.

Στην αριστοτεχνική τελική σκηνή γίνεται κάτι εντυπωσιακό. Το χρώμα φαίνεται να έχει επιστρέψει και μάλιστα πιο έντονο από ποτέ, εάν εστιάσουμε στο ποτήρι με το κρασί. Πώς όμως, μιας και είμαστε έξω από τη Ζώνη; Η απάντηση βρίσκεται στην κόρη του πρωταγωνιστή. Η κοπέλα είναι και αυτή, εν μέρει , γόνος της Ζώνης. Η ίδια εκπέμπει αυτό ιερό που ο πατέρας της φαίνεται τόσο πολύ να λατρεύει. Κι αφού ανασηκώνει το κεφάλι της απαγγέλοντας ένα ερωτικό ποίημα του Fyodor Tyutchev πράττει ένα θαύμα. Μετακινεί τα ποτήρια ποτήρια ένα ένα προς το τέλος του τραπεζιού. Και αμέσως μετά ακούμε το τραίνο να περνά. Το τραίνο, ως φυσική ύπαρξη μετακινεί και αυτό με τις δονήσεις του τα ποτήρια(όπως είδαμε στην αρχή). Έτσι αντιλαμβανόμαστε πως στο κόσμο αυτό το φυσικό και το υπερφυσικό συνυπάρχουν και οδηγούν χέρι χέρι την ύπαρξή μας. Η ταινία κλείνει και ακούμε αχνά την ωδή στη χαρά του Μπετόβεν καθώς η κάμερα εστιάζει στην κόρη του stalker.

Κείμενο: Μήτσης Αθανάσιος