«Μου είπαν ότι έχω τρία είδωλα: τον Χριστό, τον Μαρξ και τον Φρόυντ. Αυτά είναι φόρμουλες. Το μόνο μου είδωλο είναι η πραγματικότητα». Αιρετικός, προκλητικός και ειλικρινής ο Πιέρ Πάολο Παζολίνι είναι ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες του παγκόσμιου κινηματογράφου. Οι ταινίες του κυνικοί κόσμοι βυθισμένοι στον ακραίο ερωτισμό και τα ανεξέλεγκτα πάθη, σωματικές αλλά ταυτοχρόνως ποιητικές. Η ζωή του στα όρια, διόλου τυχαία είχε τραγικό τέλος όταν το 1975 ο Παζολίνι δολοφονήθηκε άγρια.
Δώδεκα χρόνια πριν, το 1964, σκηνοθετεί «Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο». Μακριά από τα χολιγουντιανά πρότυπα θρησκευτικών ταινιών η ταινία αποτελεί την κορυφαία μεταφορά της ζωής του Χριστού στη μεγάλη οθόνη. Είναι η πρώτη φορά που ο κινηματογράφος της πρόζας και ο κινηματογράφος της ποίησης δημιουργούν ένα μείγμα που διαφοροποιεί σε μεγάλο βαθμό το παρόν παζολινικό έργο από όλες τις άλλες ως τότε μεταφορές αλλά και μέχρι τις μέρες μας. Ο Παζολίνι επιλέγει το λόγο του Ματθαίου, απλό και λιτό ,στοχεύοντας στη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια των αφηγούμενων γεγονότων. Όλη η ταινία συνίσταται από σκηνές άμεσης ανάπλασης που ανταποκρίνονται στην άποψη του πιστού Ματθαίου που καταγράφει εύπιστα χωρίς να κρίνει. Όπως δήλωσε και ο ίδιος ο σκηνοθέτης «Η μεγάλη δυσκολία του Ευαγγελίου ήταν ακριβώς να μην καταστραφεί η διήγηση του Ματθαίου, να κρατηθεί όρθια πάση θυσία. Αυτό, μεταξύ άλλων με υποχρέωσε να πραγματοποιήσω μια εξαιρετικά δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στη δική μου οπτική γωνία και σ’ αυτήν του πιστού – ανάμεσα δηλαδή σε δύο διηγήσεις. Νομίζω ότι στάθηκα συνεπής, όσο ήταν δυνατόν. Απ’ την άλλη, η ανατροπή που πραγματοποίησα, είναι φανερή: αναφέρεται σε μια ολόκληρη μικροαστική, αλλά και εμπορική, εικονογραφία. Έκανα το παν για να διαφυλάξω και ν’ αντλήσω την πραγματικότητα της διήγησης του Ματθαίου, κι αυτό, με πολεμική διάθεση: ενάντια στον φανατισμό ενός ορισμένου μαρξισμού κι ενός ορισμένου λαϊκισμού. Θέλησα να καταλάβω τα πάντα, θέλησα να δω μέσα από τα μάτια ενός πιστού μια πραγματικότητα θρησκευτικού τύπου».
Ο Παζολίνι δε μένει μόνο σε αυτό. Με σκηνές έντονου στιλιζαρίσματος μας παραθέτει την άποψή του που καταγράφει τα γεγονότα αμφιβάλλοντας συνεχώς για την πραγματική υπόστασή τους. Χρησιμοποιεί ερασιτέχνες ηθοποιούς ,των οποίων όμως οι ερμηνείες είναι εκπληκτικά φυσικές και καθόλου επιτηδευμένες (χαρακτηριστική η σκηνή που η Σουζάνα Παζολίνι, μητέρα του σκηνοθέτη, υποδύεται την ενήλικη Παναγία και θρηνεί το νεκρό Χριστό, ερμηνεία που ήταν υποψήφια και για Όσκαρ). Επιλέγει τη νότιο Ιταλία για τα γυρίσματα, και επιλέγει ο ίδιος τη μουσική και τη χρήση της. Από τη μια πλευρά οι πρωτότυπες συνθέσεις του Λουίς Μπακάλοφ, από την άλλη ο Μπαχ, ο Μότσαρτ, ο Προκόφιεφ, αλλά και αποσπάσματα από τη “Missa Lyba” ή το κλασικό spiritual “Sometimes l feel Like a Motherless Child” διασκευασμένο από τον Μπακάλοφ και τραγουδισμένο από την Odetta.
Το Ευαγγέλιο έβαζε το εξής πρόβλημα στον Παζολίνι, δεν μπορούσε να το εξιστορήσει σαν ένα κλασικό αφήγημα, γιατί ήταν άθεος. Από την άλλη ήθελε να διηγηθεί την ιστορία του Χριστού, Υιού του Θεού. Έπρεπε λοιπόν να διηγηθεί μια ιστορία στην οποία δεν πίστευε. Δεν μπορούσε λοιπόν να είναι εκείνος που εξιστορεί. Έτσι οδηγήθηκε στην ανατροπή, όλης του της κινηματογραφικής τεχνικής και γεννήθηκε αυτό το μάγμα ύφους, που είναι χαρακτηριστικό του κινηματογράφου της ποίησης. Γιατί για να μπορέσει να εξιστορήσει το Ευαγγέλιο, έπρεπε να βυθιστεί στην ψυχή ενός που πιστεύει. Εδώ έγκειται ο έμμεσος ελεύθερος λόγος: απ’ τη μια μεριά η αφήγηση βλέπεται με τα δικά του μάτια και απ’ την άλλη, με τα μάτια ενός πιστού και είναι αυτό που προκαλεί το συμφυρμό του ύφους, αυτό το μείγμα που προανέφερα.
Οι αντιδράσεις κοινού και Καθολικής Εκκλησίας αντιφατικές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πρεμιέρα της ταινίας όπου πλήθος φανατικών πιστών συγκεντρώθηκε για να αποδοκιμάσει το έργο όμως τελικά το αποθέωσε. Αντίθετα το Κομμουνιστικό κόμμα Ιταλίας, με το οποίο ο Παζολίνι είχε έρθει σε ρήξη ένα χρόνο νωρίτερα, το 1963, καταδίκασε και χλεύασε τόσο την ταινία όσο και τον ίδιο τον Παζολίνι. Το Βατικανό βράβευσε την ταινία, ενώ μέχρι και σήμερα την θεώρει την καλύτερη θρησκευτική ταινία που γυρίστηκε ποτέ αν και καταδίκαζε το μέχρι τότε λογοτεχνικό και κινηματογραφικό έργο του δημιουργού. Μάλλον οι αντιδράσεις για το έργο του όσο και η ίδια η ζωή του Παζολίνι αποδεικνύουν ότι οι ταινίες του αλλά και ο ίδιος αποτελούν ένα αίνιγμα γι΄αυτό μας ιντριγκάρουν και ερεθίζουν την φαντασία μας ακόμα και σήμερα.
Εν κατακλείδι το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο εκφράζει όλη τη νοσταλγία του δημιουργού του για το μυθικό, το επικό και το ιερό όπως χαρακτηριστικά ο ίδιος έλεγε και πρόσθετε: “Το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο είναι ένα κομμάτι της ύπαρξής μου. Έβαλα σ’ αυτήν την ταινία το έργο μου και τη ζωή μου”.
«Μπορεί να είμαι άπιστος, αλλά είμαι ένας άπιστος που νοσταλγεί την πίστη» Πιέρ Πάολο Παζολίνι