Αν κανείς θελήσει να μιλήσει για έναν σκηνοθέτη που δεν κατάφερε απλώς να κάνει το κοινό του να τον αγαπήσει και να τον απολαύσει αλλά κατόρθωσε να μυήσει τον κόσμο στην τέχνη του, θα πρέπει σίγουρα να ξεκινήσει από τον Robert Bresson, έναν δημιουργό που τήρησε περισσότερο από κάθε άλλο σκηνοθέτη την κινηματογραφική αισθητική, επινόησε καινούρια γλώσσα και νέες μορφές και κυρίως έθεσε το ζήτημα της αυτονόμησης του κινηματογράφου από τις τέχνες που τον γέννησαν.
Το ημερολόγιο ενός εφημέριου είναι η ιστορία ενός νεαρού εφημέριου με αρκετά εξασθενημένη υγεία, που φτάνει στην ενορία του μικρού χωριού Αμπρικούρ όπου κάθε μέρα καταγράφει «τα μικρά και ασήμαντα μυστικά μιας ζωής χωρίς μυστήριο». Επιθυμώντας να επιτελέσει την λειτουργία του ως πνευματικός με βάση το βαθύτερο νόημα του Ευαγγελίου και πλήρως αφοσιωμένος στο ποίμνιο του απαξιώντας απέναντι στα υλικά αγαθά, έρχεται αντιμέτωπος με την αντιξοότητα των συνθηκών και των ανθρώπων, ιδιαίτερα με τον εφημέριο του διπλανού χωριού, έναν σκληρό άνθρωπο που τον κατηγορεί πως δεν κάνει τους κατάλληλους συμβιβασμούς ανάλογα με την αριστοκρατία του τόπου. Μολονότι ο νεαρός εφημέριος βιώνει την αποξένωση και την απαξίωση από τον περίγυρο του, όπως από την μαθήτρια του στο κατηχητικό, Σεραφίτα, και η ψυχική του υγεία του επιδεινώνεται ύστερα από τον μυστηριώδη θάνατο του γιατρού του Ντελμπάντ, αφοσιώνεται ωθούμενος από την βαθιά του πίστη στην οικογένεια του κόμη του Αμπρικούρ στην οποία η ατμόσφαιρα είναι προβληματική και ταραγμένη. Η υγεία του ιερέα όλο και επιδεινώνεται ώσπου διαγιγνώσκεται ένας κακοήθης όγκος στο στομάχι που προμηνύει τον θάνατο του. Οι τελευταίες ώρες του ιερέα λαμβάνουν χώρα στο σπίτι ενός παλιού του φίλου όπου και γράφει ένα γράμμα στον εφημέριο του Τορσί.
Εισάγοντας ένα νέο τρόπο μεταφοράς της λογοτεχνίας στην οθόνη, ο Bresson παρουσιάζει το «Ημερολόγιο ενός Εφημέριου» μια ταινία που συνδυάζει την παραγωγική συνεργασία της ρεαλιστικής απεικόνισης του κινηματογράφου και την αφαίρεση του γραπτού λόγου. Με άλλα λόγια μια ταινία που δεν αφορά την μετάφραση του λογοτεχνικού έργου με σκοπό να «του μοιάζει» αλλά μια δευτερογενή οντότητα αυτονομημένη αισθητικά. Παρόλο που βασίζεται σε λογοτεχνικά έργα , διατηρεί την καθαρότητα της κινηματογραφικής γλώσσας και απομακρύνεται από την ψυχολογία των ηρώων καθιστώντας την αόρατη όπως την ψυχή, δεν ασχολείται με την επεξήγηση και εκλογίκευση των ηρώων του αλλά με το μυστήριο της ύπαρξης και περιορίζει του διαλόγους στα απαραίτητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της απουσία της ψυχολογίας των ηρώων, υπό την έννοια την έλλειψης της έκφρασης είναι η χρησιμοποίηση ερασιτεχνών ηθοποιών τους οποίους δεν διστάζει να χαρακτηρίσει ως «μοντέλα» καθώς και τον εαυτό του «ταξιθέτη» αντί «σκηνοθέτη» (μια τάση που προδίδει ξεκάθαρα την αναδόμηση του κινηματογράφου από μέρους του Bresson). Η αποτύπωση του αφηρημένου, του αόρατου στοιχείου, όπως της ανθρώπινης ψυχής είναι κομβικής σημασίας στο έργο του Bresson. Η θέση αυτή αιτιολογεί τόσο την απουσία συναισθηματικών εξάρσεων όσο και την απομάκρυνση του από άσκοπες επεξηγήσεις αιτιακού χαρακτήρα της ψυχολογίας.
Με το «ημερολόγιο ενός εφημέριου», όπως και με την ταινία «Ένας καταδικασμένος σε θάνατο δραπέτευσε», ο Bresson συστηματοποιεί την προσωπική του μέθοδο, εκμεταλλευόμενος την τέλεια αναπαράσταση της επιφάνειας. Αντιτίθεται πλήρως στην κυριαρχία του τεχνητού και του «στιλιζαρίσματος», και εστιάζει στο ταλέντο και τις ηθικές του αρχές αναλαμβάνοντας τον ρόλο του στοχαστή της τέχνης που αναζητά την εσωτερική ομορφιά και την έκφραση της ευαισθησίας. Στις «Σημειώσεις για τον Κινηματογράφο», ο ίδιος γράφει: «Όχι ωραίες εικόνες, όχι ωραία φωτογραφία, μα εικόνες και φωτογραφία απαραίτητες».