“Αν δεν υπήρχε Μαφία, θα ήταν αναγκαίο να εφευρεθεί.” Το ίδιο ισχύει και για το Las Vegas. Υπάρχει μια ανάγκη, ανεξάρτητη γλώσσας και χαρακτήρα, στο να πιστεύει κανείς σε έναν κόσμο που κινείται έξω απ’ τα πλαίσια των κανονισμών. Σχετική είναι η ανάγκη για ένα μέρος που η μέρα δε διαδέχεται τη νύχτα, εκεί που όλα έχουν μια τιμή και αν είσαι τυχερός, ίσως γυρίσεις σπίτι εκατομμυριούχος. Φυσικά, ο κόσμος χάνει χρήματα στο Las Vegas και αν μπλεχτείς με τη Μαφία, ίσως το μετανιώσεις αλλά το θέμα μας είναι η ελπίδα και τίποτα απ’ τα δύο δεν θα υπήρχε χωρίς την αισιοδοξία των ανθρώπων. Ή ίσως τη φιλοδοξία.
Το Casino του Martin Scorsese ξέρει πολλά για τη σχέση μεταξύ της Μαφίας και του Las Vegas. Βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο του Nicholas Pilleggi το Casino μας φέρνει κοντά στον άνθρωπο που διαχειριζόταν τέσσερα καζίνο για χάρη της μαφίας και η πραγματική του ιστορία υπήρξε η έμπνευση για το συγκεκριμένο σενάριο.
Η ταινία ξεκινάει με μια έκρηξη και τον Sam “Ace” Rothstein (Robert de Niro) να πετάγεται στον αέρα και στη διάρκειά της εξηγεί πως έφτασε σ’ αυτό το σημείο. Με την πρώτη ώρα να ξεδιπλώνεται σαν ντοκιμαντέρ, μέσω αφήγησης απ’ τον Rothstein και άλλους βλέπουμε πως η μαφία κατάφερνε να αποσπά εκατομμύρια απ’ τα καζίνο, άλλου είδους παιχνίδια, υπηρεσίες εστίασης μέχρι και καταστήματα δώρων. Ο Rothstein, βασισμένος στην πραγματική φιγούρα του Frank “Lefty” Rosenthal, ξεκινάει την καριέρα του προβλέποντας αποτελέσματα για τυχερά παιχνίδια τραβώντας, λόγω της δεξιοτεχνίας του, την προσοχή της μαφίας που του αναθέτει την διαχείριση καζίνο θεωρώντας τον κατάλληλο για τη μεγιστοποίηση των κερδών τους. Είναι ο άνθρωπος που αποφεύγει άσκοπα μπλεξίματα παρ’ όλα αυτά, τα προβλήματα για αυτόν δεν αργούν να ξεκινήσουν καθώς μπαίνει στη ζωή του η Ginger McKenna (Sharon Stone), μια συνοδός πολυτελείας.
Ο Scorsese του τη “συστήνει” μέσω μιας κάμερας ασφαλείας και εκείνος την ερωτεύεται ακαριαία. Τόσο που η εικόνα γίνεται παγωμένο πλάνο. Ο Ace τη γεμίζει με δώρα που εκείνη δέχεται με χαρά, όταν όμως της ζητά να την παντρευτεί αρνείται μη θέλοντας να αποχωριστεί τον από τα παιδικά της χρόνια προαγωγό (James Woods, στην ταινία Lester Diamond) και το επάγγελμά της. Κάνοντάς της μια προσφορά που δεν μπορεί να αρνηθεί, η Ginger δέχεται σηματοδοτώντας το δεύτερο λάθος του Ace.
Το πρώτο του ήταν στα παιδικά του χρόνια όταν γνώρισε τον Nicky Santoro (Joe Pesci).
Ο Nicky είναι κλέφτης και δολοφόνος που φτιάχνει μια συμμορία στο Las Vegas και πράττει ανάλογα της φήμης του. Έτσι δημιουργείται μια ψεύτικη γι’ αυτόν εικόνα πως σχετίζεται με τη Μαφία και σύντομα, το όνομά του συνδέεται με αυτό του παλιού του φίλου Ace.
Η ενέργεια και ο ρυθμός της ταινίας δεν ξενίζουν για τον Scorsese και όπως παντού, έτσι κι εδώ, “ο διάολος κρύβεται στις λεπτομέρειες”. Από το προσεγμένα “κακοντυμένο” ντεκόρ της δεκαετίας του 70′ μέχρι τις ζογκλερικές ικανότητες του Ace που μας φανερώνονται μέσω μιας τηλεοπτικής εκπομπής, τα μικρά αυτά στοιχεία οικοδομούν τη συνολική αισθητική του Casino.
Στο μεταξύ η Ginger αρχίζει να πίνει και ο Ace ανησυχεί για το παιδί τους οδηγώντας τους σε δημόσιους καβγάδες. Έτσι εκείνη στρέφεται για παρηγοριά στον Nicky. Ο μόνος ρόλος που είχε η μαφία ήταν να εξασφαλίζει πως οι δουλειές κινούνταν ομαλά όταν όμως ο Ace γνώρισε τη Ginger και ο Nicky πήγε στην πόλη τα κομμάτια του παζλ ήταν στη σωστή θέση για να κάνουν τη μαφία το μεγαλύτερο χαμένο στην ιστορία του Las Vegas.
Ο Scorsese αιχμαλωτίζει ακριβώς την αίσθηση, τη διάθεση, σχεδόν τη μυρωδιά της πόλης, ο De Niro και ο Pesci κατακτούν τους ρόλους τους με μια υποσυνείδητη ασφάλεια, η συνοδός πολυτελείας της Sharon Stone σηματοδοτεί ίσως την καλύτερή της ερμηνεία και το βοηθητικό cast περιέχει ανθρώπους όπως ο Don Rickles που μόνο η παρουσία του χαράζει την αίγλη της εποχής. Τα κομμάτια του παζλ είναι πάλι στη σωστή θέση.
Σε αντίθεση με τις άλλες γκανγκστερικές του ταινίες (”Mean Streets”, “Goodfellas”) το Casino του Scorsese είναι τόσο πιστό στην ιστορία όσο και στην πλοκή και το χαρακτήρα. Η πόλη του Las Vegas είναι το αντικείμενό του και μας δείχνει πως επέτρεψε σε ανθρώπους σαν τον Ace, τον Nicky και τη Ginger να ανθίσουν χωρίς να διστάσει αργότερα να τους ξεβράσει. Η “μηχανή” της πόλης είναι πολύ δυνατή και κερδοφόρα για να αφήσει οποιονδήποτε να την καθυστερήσει. Όταν η Μαφία χρησιμοποιώντας κεφάλαια απ’ το συνδικάτο Teamsters στα τέλη του 70′ απέτυχε, η δεκαετία του 80′ ήρθε με μια καινούργια οικονομική τακτική. Ομόλογα. “Οι μεγάλες εταιρίες κατέλαβαν τα πάντα” παρατηρεί ο αφηγητής σχεδόν λυπημένα. “Σήμερα λειτουργεί σαν τη Disneyland.” θυμίζοντάς μας την αρχική μας πρόταση. Κατά μια έννοια οι άνθρωποι χρειάζεται να πιστεύουν πως τύποι σαν τον Ace και τον Nicky διαχειρίζονται το Las Vegas.
Σε ένα κόσμο που όλοι παραβιάζουν τους κανόνες, ίσως κι εσύ μπορείς να παραβείς μερικούς. Για τους τζογαδόρους είναι λιγότερο καθησυχαστικό να γνωρίζουν ότι τεράστιες εταιρείες, χρηματοδοτούμενες από ομόλογα και διαχειριζόμενες από λογιστές, διευθύνουν τη μηχανή της πόλης. Ξέρουν όλες τις πιθανότητες και “Η Μάνα κερδίζει πάντα”. Με επικεφαλής όμως κάποιον σαν τον Ace, ποιός ξέρει τι θα συμβεί;
Πηγή: Κριτική της ταινίας απ’ τον Roger Ebert
(http://www.rogerebert.com/reviews/casino-1995)