Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Howard Hawks
Σενάριο: Armitage Trail (novel), Ben Hecht (screen story)
Ηθοποιοί: Paul Muni, Ann Dvorak, Karen Morley, Osgood Perkins, Boris Karloff
Διάρκεια: 93’
Τοποθεσία: Η.Π.Α. 1932

Αμερική , τέλη δεκαετίας του 20′ αρχές της δεκαετίας του ΄30 αμέσως μετά το οικονομικό κραχ. Φτώχια, ανεργία, ποταπαγόρευση και φυσικά έγκλημα. Κάτω απ΄αυτές τις συνθήκες ο μεγαλοπαραγωγός Howard Hughes αναθέτει στον Howard Hawks την σκηνοθεσία της γκανκστερικής ταινίας «Ο Σημαδεμένος». Το σεναριό της βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Armitage Trail στο οποίο παρουσιάζεται εμμέσως πλην σαφώς ο βίος και η πολιτεία του διαβόητου κακοποιού Al Capone. Η ταινία διαδραματίζεται στο Σικάγο του 1930. Ο κεντρικός πρωταγωνιστής είναι ο Antonio «Tony» Camonte Ιταλός μετανάστης, ο οποίος αφού δολοφονήσει το παλιό του αφεντικό, Big Louis Costillo, θα γίνει το δεξί χέρι τα ου Johny Lovo. Ο τελευταίος, με τη βοήθεια του Tony, θα γίνει το απόλυτο αφεντικό στο νότιο τμήμα της πόλης. Σιγά-σιγά όμως ο υπερφιλόδοξος και αδίστακτος Tony θα στραφεί τόσο εναντίον των Ιρλανδών που ελέγχουν το βόρειο τμήμα της πόλης όσο και του Lovo με σκοπό να  γίνει ο κυρίαρχος κακοποιός  της πόλης. Κατά την διάρκεια της ταινίας έντονο ρόλο διαδραματίζουν δύο γυναίκες που θα οδηγήσουν τον Tony σε μοιραία λάθη. Η πρώτη η Cesca, η  αδελφή του την οποία αγαπά στα όρια της αιμομιξίας και η δεύτερη  η Poppy ερωμένη του Lovo, που του προκαλεί έντονη ερωτική έλξη.

Αν και η ταινία αποτελεί την τρίτη κατά σειρά ταινία του είδους, μετά το «Little Ceasar» του Mervin Leroy και το «Public Enemy» του William Wellman,(αμφότερες του 1931)  ουσιαστικά αποτελεί το αρχέτυπο του είδους των γκάνκστερ στον κινηματογράφο. Εδώ δημιουργούνται από το μηδέν όλα τα cliché από τους σκληρούς και αδίστακτους κακοποιούς, τους υποτακτικούς χαζούς μπράβους έως την femme fatale, τα συγγενικά πρόσωπα που ντρέπονται για τους κακοποιούς στην οικογένειά τους και τέλος τους διαφθαρμένους δικαστές, αστυνομικούς, δημοσιογράφους αλλά και τις εξαιρέσεις τους. «Ο Σημαδεμένος» κατηγορήθηκε ότι εξυμνεί την βία ,πράγμα αληθές ως ένα σημείο. Κατά την διάρκειά ταινίας της πραγματοποιούνται πάνω από 30 φόνοι, όλοι μπροστά στην κάμερα χωρίς υπονοούμενα και άκρως ρεαλιστικά. Μπορεί να απουσιάζει το στυλιζάρισμα των ταινιών της δεκαετίας του 1970 ή η ατμόσφαιρα και αισθητική των film noir ωστόσο οι σκηνές βίας σοκάρουν ακόμα και τον σύγχρονο θεατή. Τα ξεκαθαρίσματα λογαριασμών ακολουθούν μια άκρως δημοσιογραφική ροή που αυξάνει την ένταση ενώ από τους φόνους απουσιάζουν πλήρως οι μνημειώδης διάλογοι παρά μόνο ελάχιστες σκόρπιες ατάκες. Χαρακτηριστικότερη σκηνή οι δολοφονίες την νύχτα του Αγίου Βαλεντίνου.

Η ταινία απαγορεύτηκε και λογοκρίθηκε στις περισσότερες πολιτείες που προβλήθηκε ενώ αποτέλεσε τεράστια εισπρακτική αποτυχία για τους παραγωγούς. Το δικαστήριο στην Νέα Υόρκη ανάγκασε τους συντελεστές να γυρίσουν ένα λιγότερο βίαιο και σαφώς πιο ηθικοπλαστικό φινάλε με μια σκηνή δίκης το οποίο όμως τελικά απέρριψαν οι παραγωγοί και ο σκηνοθέτης. Εν τέλει όμως αναγκάστηκαν , από την επιτροπή λογοκρισίας, πριν την έναρξη της ταινίας να προβληθεί μια σειρά από προπαγανδιστικές κάρτες που απαιτούσαν από το κράτος και τους πολίτες να βοηθήσουν στην καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος ενώ στον τίτλο της ταινίας προστέθηκε και η επεξήγηση «Η Ντροπή ενός Έθνους».

Στον πρωταγωνιστικό ρόλο ο εκπληκτικός Paul Muni παραδίδει μία τρομερή ερμηνεία ως ο σκληρός και αδίστακτος γκάνγκστερ με την ουλή , ο πιο πολυδιάστατος και πιο πλήρης χαρακτήρας της ταινίας. Πλάι του ο George Raft ως Gino Rinaldo ο βοηθός του Tony ο οποίος είναι ερωτευμένος με την αδελφή του πρώτου. Στους γυναικείους ρόλους οι Ann Dvorak και Karen Morley ,ως Cesca και Poppy  στέκονται επάξια δίπλα στον Muni. Παράλληλα εμφανίζονται ως αδιάφθορος αστυνομικός και ως μεγαλοεκδότης  που θέλει για να πουλήσει φύλλα οι Edwin Maxwell και Purnell Pratt ενώ οι Osgood Perkins και Borris Karloff υποδύονται τους δύο αρχιγκάστερ και αντίπαλους του Tony.

Το 1983 ο Brian De Palma σκηνοθέτησε το remake αυτής της ταινίας με τον Al Pacino στον κεντρικό ρόλο.