«Το πάνω είναι κάτω, το μαύρο είναι άσπρο και τίποτα δεν είναι ότι δείχνει». Δυο φίλοι αρχιμαφιόζοι που έχουν υπό τον έλεγχο τους μια ολόκληρη πόλη έρχονται αντιμέτωποι καθώς θα ερωτευτούν την ίδια γυναίκα. Σε μια κρίσιμη στιγμή, που η εξουσία τους απειλείται από έναν ιταλό μαφιόζο, θα πρέπει να βρουν τη δύναμη να χειριστούν την κατάσταση…
Σε μία ανώνυμη αμερικανική πόλη την εποχή της ποτοαπαγόρευσης, ο Τζόνι Κάσπαρ, ένας φιλόδοξος Ιταλός γκάνγκστερ, ζητά από το Νονό της περιοχής, τον Ιρλανδό μεγαλομαφιόζο Λίο, την άδεια για να «εξαφανίσει» ένα πρόβλημά του: τον Μπέρνι Μπέρνμπαουμ. Ο Μπέρνι είναι ένας θρασύδειλος τυχοδιωκτάκος που μαθαίνει τα στημένα παιχνίδια πυγμαχίας του Τζόνι, διοχετεύει την πληροφορία «στους αμερικανούς», και του χαλάει τα στοιχήματα. Ομως ο μεσήλικας Λίο προστατεύει τον Μπέρνι, καθώς είναι ο αδελφός της ερωμένης του, Βέρνα. Το πρωτοπαλίκαρο του Λίο, ο Τομ, ένας χρεωμένος αλλά περήφανος τζογαδόρος, τον συμβουλεύει να μην προκαλέσει το μένος των Ιταλών για χάρη μίας γυναίκας. Αυτό που δεν του λέει όμως είναι ότι Βέρνα είναι και δική του ερωμένη. Οπως και στην ίδια δεν παραδέχεται ποτέ ότι ζηλεύει. Οτι την αγαπάει. Το μοιραίο θηλυκό και οι χειρισμοί της για να προστατέψει τον αδελφό της στέκονται η αιτία να εκδιωχθεί ο Τομ από την Ιρλανδική Οικογένεια και το πλευρό του Λίο, αλλά και να ξεσπάσει πόλεμος με τους Ιταλούς. Κυνηγημένος από όλους, χρέη, παλιά και νέα αφεντικά, ο Τομ θα σταθεί στο πέρασμα του Μίλερ και θα πάρει τις αποφάσεις του…
Στην τρίτη ταινία της καριέρας τους (μετά τα «Μόνο Αίμα» και «Αριζόνα Τζούνιορ») οι αδελφοί Κοέν επιχειρούν ένα στιλάτο φόρο τιμής στην «hard-boiled» αστυνομική λογοτεχνία των Χάμετ και Τσάντλερ, αλλά και τα διάσημα, νιχιλιστικά φιλμ νουάρ της δεκαετίας του ‘30 – τότε που οι ήρωες είχαν βρώμικα χέρια, αλλά μπέσα, ενώ μοναδική τους αδυναμία ήταν τα ψεύτικα δάκρυα μίας femme fatale.
Βασισμένο αμυδρά στον αληθινό ιταλο-ιρλανδικό μαφιόζικο πόλεμο των Καπόνε – Ο’ Μπάνιον, που ξέσπασε στο Σικάγο το 1924, το «Πέρασμα του Μίλερ» των Κοέν ακροβατεί ανάμεσα στο όποιο ρεαλισμό της ιστορίας του και την ξεκάθαρα ερωτευμένη ματιά των δημιουργών με το στιλ και την αισθητική της κινηματογραφικής του κατασκευής.
Γυαλιστερή διεύθυνση φωτογραφίας, αψεγάδιαστη αισθητική, γεωμετρικής ακρίβειας πλάνα και ολόκληρες σεκάνς στημένες με άξονα την υπόκλιση και το κλείσιμο ματιού στο γκανγκστερικό μελόδραμα (η αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του Λίο και το μακελειό υπό τους ήχους του «Danny Boy» είναι ένα εξαιρετικό παράδειγμα) δεν αφήνουν περιθώρια για αμφισβήτηση: οι Κοέν δεν έχουν μελετήσει απλώς, αλλά αγαπούν ιδιαίτερα το παλιομοδίτικο, στιλιζαρισμένο και τόσο cool σινεμά είδους. Στήνοντας ένα φόρο τιμής, μέσα στο φόρο τιμής, η αρχή της ταινίας βγάζει, επίσης, το μαφιόζικο καπέλο της στον «Νονό» του Κόπολα.
Ταυτόχρονα όμως, παρόλο τον μηδενιστικό σαρκασμό των (αντι)ηρώων και το κατάμαυρο Κοενικό χιούμορ που υπογράφει όποια ταινία κι αν έχουν ποτέ γυρίσει στην καριέρα τους, η μελαγχολική αύρα που τυλίγει βλέμματα και πλάνα, διαπερνά το σελιλόιντ και δίνει την αίσθηση μίας καλοσχεδιασμένης σεναριακά παραβολής – για τη φιλία, την πίστη, την ανδρική τιμή. Το πέρασμα του Μίλερ, ένα σημείο στο δάσος που οι γκάνγκστερ συναντιούνται κρυφά και εκτελούν τα θύματά τους, είναι στην ουσία ένα ηθικό σταυροδρόμι για τον Τομ. Με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει; Θα βοηθήσει τη γυναίκα που αγαπά, βάζοντας σε κίνδυνο τον εαυτό του; Θα δείξει οίκτο σε ανελέητες εποχές; Θα αναζητήσει την εύκολη λύση ή θα τραβήξει τον μοναχικό δρόμο του;
Είναι σχεδόν συγκινητικό να βλέπει κανείς το καστ που συγκέντρωσαν οι Κοέν, 25 σχεδόν χρόνια πριν. Ο σαραντάχρονος τότε Γκάμπριελ Μπερν, εξαιρετικός ως σκληροτράχηλο πρωτοπαλίκαρο, περήφανο αρσενικό και λαβωμένος τραγικός εραστής, σπα τις χάρτινες διαστάσεις του τυπικού νουάρ ήρωα με ηχηρές σιωπές και φλύαρα ευαίσθητα βλέμματα. Ο Αλμπερτ Φίνεϊ ως Λίο προσφέρει μία αναμενόμενα εγκεφαλική, ευφυή ερμηνεία, όσο ο Τζον Πολίτο χαρίζει γενναιόδωρα μία σωματική, ιδρωμένη, καρικατούρα του σωματότυπού του. Η πρωτοεμφανιζόμενη τότε Μάρσια Γκέι Χάρντεν γράφει στο φακό ως επικίνδυνο βελούδο, ενώ ο επί οθόνης «αδελφός της» Τζον Τορτούρο ξεφεύγει σε μία αριστοτεχνική επίδειξη υποκριτικού κρεσέντου, με τα σπαραχτικά παρακάλια για τη ζωή του όταν τον οδηγεί Τομ στο “Πέρασμα του Μίλερ” και το θρασύ μονολογό του στο τέλος της ταινίας.
Κινηματογραφικά, ένα είναι βέβαιο: η συνεύρεση Κοέν και θεατών στο επικίνδυνο για την επιβίωση σου Πέρασμα του Μίλερ, δεκαετίες μετά τη σύλληψή του, δεν έχει χάσει το μομέντουμ της. Προχωρήστε στο δάσος, άφοβα…
Ο Τομ, με ένα κώδικα ηθικής που γνωρίζει μόνον ο ίδιος, προσπαθεί να επιβιώσει μπλέκοντας όλους όσοι βρίσκονται γύρω του, ακόμα και την αστυνομία με την οποία συνεργάζεται χωρίς να είναι το επίσημο καρφί της. Όπως λέει και στη ταινία ούτως ή άλλως «Κανείς δεν ξέρει κανένα. Όχι τόσο καλά τουλάχιστον…»
Υπέροχες ερμηνείες, σφιχτή σκηνοθεσία, κοφτοί διάλογοι, όπως αρμόζει σε όλους τους λιγομίλητους γκάνγκστερ, καλή φωτογραφία και γενικά πιστή ατμόσφαιρα.Ενα πολύ καλό σενάριο με απανωτές και πανέξυπνες ανατροπές, που κρατάνε αμείωτο το ενδιαφέρον ως το φινάλε. Οι αδερφοί Κοέν (ο Ιθαν συνυπογράφει το σενάριο) παραδίδουν ένα σπουδαίο γκανγκστερικό φιλμ και ταυτόχρονα μια ειρωνική θεώρηση στο συγκεκριμένο κινηματογραφικό είδος.