Πρόκειται για τη συναρπαστική ιστορία της ζωής του γάλλου καλλιτέχνη Toulouse Lautrec,σκηνοθετημένη από τον John Houston.Παραμορφωμένος από την παιδική του ηλικία,όταν τα πόδια του σταμάτησαν να μεγαλώνουν ,ο πάσχων από νανισμό Lautrec θα γίνει ένας από τους μεγαλύτερους δασκάλους του ιμπρεσιονισμού.Οι αφίσες για το Moulin Rouge café,τον έκαναν διάσημο μέσα σε μια νύχτα.Η ταινία χωρίζεται σε δύο αφηγηματικά μέρη με δύο χρονολογικούς σταθμούς:Το 1890 και το 1900.Στο πρώτο μέρος με ψυχαναλυτικό και νατουραλιστικό τρόπο αναζητούνται οι κρυμμένες,εσωτερικές αφετηρίες της ανθρώπινης και καλλιτεχνικής πορείας του ζωγράφου:Σε ένα εκτενές flash-back,περιγράφονται οι σχέσεις του με την οικογένειά του.Κατά την άποψη του Pierre La Mure,αλλά και των σεναριογράφων η καταβύθιση του Lautrec σ’ένα περιβάλλον διαφθοράς και ηδονής εξέφραζε την αντίθεσή του απέναντι στους γονείς του,οι οποίοι ήταν οι δημιουργοί της σωματικής του αναπηρίας,γιατί ήταν ομοαίματοι.Η αναπηρία του Lautrec εκφράζει τη θεϊκή τιμωρία.Τα πορτραίτα όμως των γονιών σκιαγραφούνται απλά και επιδερμικά.
Στο μεγαλύτερο μέρος της η αφήγηση καλύπτει τη δραστηριότητα του μεγάλου ιμπρεσιονιστή στο νυχτερινό Παρίσι της δύσης του περασμένου και των αρχών του τελευταίου αιώνα,μέσω του οπτικού ξεφυλλίσματος ενός φανταστικού άλμπουμ των έργων του ζωγράφου.Ο μικρόκοσμος των καμπαρέ,των παρασκηνίων και των έντονων ρυθμών του προσκηνίου τους,επιχειρείται να συλληφφεί με χρωματική τονικότητα.Ο Houston διαλέγοντας τον εικαστικό «χρονικογράφο» αυτού του «σκηνικού»,αλλά και της παλλόμενης καρδιάς ενός ιδιαίτερου κόσμου,δεν θα μπορούσε να κάνει καλύτερη επιλογή.Τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και της ζωής του Lautrec ήταν φυσικό να θέλξουν τον Houston.Παράλληλα τα έργα του ζωγράφου που εμπεριείχαν την υποκειμενική διάθλαση ενός «καταραμένου» κόσμου και την άμεση αναπαραγωγή του έγιναν για το σκηνοθέτη – με την έφεση και το πάθος για την ζωγραφική – μια αυθύπαρκτη οντότητα,ένα κλειστό «σύστημα» παραγωγής αισθημάτων.
Ο Houston τελείωνε με τον Thony Veiller το ντεκουπάζ του Moulin Rouge.Ο Paul Sheriff έκανε τα ντεκόρ,ο Marcel Vertes σχεδίαζε τα κοστούμια και ο ίδιος έκλεινε τους τελευταίους ηθοποιούς και ήταν έτοιμος να αρχίσει το γύρισμα.Ήθελε να χρησιμοποιήσει στην οθόνη το χρώμα που έχουν οι πίνακες του Lautrec.Το σχέδιό του ήταν να απλώσει τα χρώματα σε μεγάλες επιφάνειες και ν’αποφύγει την αίσθηση του ανάγλυφου.Σε συνεργασία με τον διευθυντή φωτογραφίας Oswald Morris (ο οποίος για τη δουλειά του κέρδισε το αντίστοιχο Όσκαρ) χρησιμοποίησε για τις εσωτερικές σκηνές ένα φίλτρο που μέχρι τότε είχε χρησιμοποιηθεί μόνο στα εξωτερικά για να δώσει την αίσθηση του θαμπού και έκανε πιο έντονο αυτό το εφέ προσθέτοντας καπνό πράγμα που έδωσε μία επίπεδη μονοχρωμία.Αποδείχθηκε ότι αυτή η πρωτότυπη χρήση του χρώματος ήταν το καλύτερο στοιχείο της ταινίας,η πρώτη ταινία που καθόριζε το χρώμα να καθορίζεται απ’αυτό.
Επιπρόσθετα η ταινία αποτελεί μια κοινωνική τοιχογραφία του Παρισιού εκείνης της εποχής καθώς μέσα στα εξαιρετικά κάδρα του Houston που μοιάζουν να ζωντανεύουν πίνακες του Lautrec περνούν φιγούρες που ανήκαν σε τελείως διαφορετικούς κόσμους και κοινωνικές τάξεις.Παράλληλα παρατηρούμε την μετάλλαξη του ίδιου του καμπαρέ Moulin Rouge που βγαίνει από το περιθώριο,απευθύνεται στην αριστοκρατία,αλλά χάνει την γοητεία και τη λαϊκότητά του.Στο τέλος του φίλμ ο Lautrec είναι στο κρεββάτι του ετοιμοθάνατος και παίρνει την τελευταία μετάληψη,παρουσία των γονιών του.Χαμογελά και ανοίγει τα μάτια.Βλέπει τις σκιές των θαμώνων του αγαπημένου του Moulin Rouge που έρχονται να τον αποχαιρετίσουν.Ακούγεται η μουσική του γαλλικού καν-καν και βγάζει τον τελευταίο αναστεναγμό.Ένα τέλος πραγματικά ευτυχισμένο.Η ταινία είχε εφτά υποψηφιότητες για Όσκαρ και βραβεύθηκε με τρία από αυτά,ενώ τιμήθηκε και με τον Αργυρό Λέοντα στο φεστιβάλ Βενετίας.