Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Hélène Cattet και Bruno Forzani
Σενάριο: Hélène Cattet και Bruno Forzani
Ηθοποιοί: Cassandra Forêt, Charlotte Eugène Guibeaud, Marie Bos, Bianca Maria D'Amato
Φωτογραφία: Manuel Dacosse
Μουσική: Bruno Nicolai, Stelvio Cipriani, Ennio Morricone
Τοποθεσία: Γαλλία - Βέλγιο 2009
Διάρκεια: 1h, 30min

Το Τζάλο είναι είδος ταινιών και λογοτεχνίας που εμφανίστηκε τον 20ό αιώνα στην Ιταλία(Giallo). Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματά του είναι ο τρόμος, το έγκλημα, η φαντασία και ο ερωτισμός. Ο όρος εμφανίστηκε αρχικά για να περιγράψει μια σειρά από φθηνά μυθιστορήματα τσέπης που εκδόθηκαν στην Ιταλία το 1929 στα κίτρινα εξώφυλλα των οποίων εμφανίζονταν αστυνομικές ιστορίες.

Στον κινηματογράφο, οι ταινίες τζάλο άνθισαν στην Ιταλία την δεκαετία του 70 και χαρακτηρίζονται από εκτενείς σκηνές φόνων με υπερβολική αιματοχυσία, περίεργα αισθητικά πλάνα, ασυνήθιστη μουσική επένδυση με έντονο όμως το στοιχείο του μυστηρίου και του τρόμου. Περιέχει συχνά γυμνό και σεξ.

Χαρακτηριστικοί σκηνοθέτες του είδους είναι ο Dario Argento(Suspiria, Inferno, Profondo Rosso) και ο Mario Bava.

Το Amer που σε ελεύθερη μετάφραση σημαίνει πίκρα, εμπνέεται από τα τζάλο, τους αποτίει φόρο τιμής και σχεδόν είναι ένα (σύγχρονο) τζάλο. Υιοθετεί τα βασικά του γνωρίσματα όπως το μυστήριο, τις αιματηρές διαμάχες και την απόκοσμη μουσική αλλά προσθέτει και δικά της στοιχεία όπως η απουσία διαλόγου, η προσήλωση στους μικρούς ήχους του περιβάλλοντος και τα πολύ κοντινά πλάνα. Παρότι γυρίστηκε το 2009 τοποθετείται σε προγενέστερη χρονική περίοδο, ίσως αυτή του 1970.

Η ταινία ακολουθεί την πορεία της Άννας σε τρεις διαφορετικές φάσεις της ζωής της: Στην παιδική της ηλικία, στην εφηβική και στην ενήλικη. Κοινός παρονομαστής αυτών, είναι ο φόβος που νοιώθει η Άννα από τον απειλητικό περίγυρό της αλλά και ο έντονος ερωτισμός που περιβάλει και την ίδια αλλά και τις φοβίες της. Μια ωδή στην καταπιεσμένη σεξουαλικότητα.

Είναι μια ταινία τρόμου, καθώς τα αισθήματα και ο φόβος της πρωταγωνίστριας εξωτερικεύονται στον θεατή μέσω της σκηνοθεσίας ενώ οι έντονες εναλλαγές εικόνων και χρωμάτων δημιουργούν μία ψυχεδέλεια που σε συνδυασμό με την μουσική καθιστούν -το φαινομενικά χωρίς πλοκή- αυτό φιλμ μια εμπειρία που βιώνεται οπτικοακουστικά μέσω των αισθήσεων.

Ακολουθεί ανάλυση σημείων της ταινίας που περιέχει spoilers και καλύτερα είναι να διαβαστεί μετά την προβολή.

Αρχικά βλέπουμε την Άννα σαν παιδί στο πατρικό της σπίτι την ημέρα που έχει πεθάνει ο παππούς της. Από το πτώμα του παίρνει ένα μενταγιόν συναισθηματικής αξίας το οποίο της αφυπνίζει δυσάρεστες μνήμες που την καταδιώκουν. Το δέσιμο της αλυσίδας του πάνω στο πόδι της δείχνει ότι την κάνει να ασφυκτιά, αλλά ταυτόχρονα το θέλει δικό της. Κρύβεται κάτω από ένα κρεβάτι και πατάει θρύψαλα γιαλού που την κόβουν αλλά όταν σηκώνεται οι πληγές δεν υπάρχουν πια. Κομβικό σημείο στην ταινία αποτελεί η σκηνή που βλέπει τους γονείς της να κάνουν σεξ. Η θέα αυτή την τρομάζει. Την εξιτάρει αλλά και την τραυματίζει. Λίγες στιγμές μετά βλέπουμε την Άννα στο κρεβάτι της όταν ανακαλύπτει ότι η αιτία για το μουσκεμένο πάτωμα είναι ανάμεσα στα πόδια της. Έχει μόλις ξυπνήσει η σεξουαλικότητά της αλλά δεν ξέρει πως να το διαχειριστεί. Νιώθει ντροπή και προσπαθεί να σκουπίσει το νερό με τα ρούχα της για να μην αποκαλυφθεί. Ο περίγυρός της που διαλύεται είναι μια μεταφορά για τον ψυχικό της κόσμο που καταρρέει. Όταν σπάνε γυαλιά, νερό ρέει από παντού και τα έντονα χρώματα (μωβ, πράσινο) κατακλύζουν την εικόνα, η αντίληψή της είναι λανθασμένη και φαντάζεται κάτι άλλο από αυτό που γίνεται στην πραγματικότητα. Η πρώτη φάση τελειώνει με ένα κοντινό πλάνο στα μάτια της καταπιεστικής μητέρας της αλλά και στο μενταγιόν που της το παίρνει, σαν ένα γεγονός που την στιγματίζει.

Η Άννα πλέον είναι μια όμορφη έφηβη και πηγαίνει με την υπερπροστατευτική μητέρα της σε κάποιο μαγαζί. Στον δρόμο της κρατάει το χέρι ή την τραβάει κοντά της. Όταν φτάνουν, η Άννα νοιώθει όλα τα βλέμματα πάνω της, να την καταδιώκουν. Η μητέρα της της λέει να μην απομακρυνθεί όμως αυτή νοιώθοντας την ανάγκη να εξερευνήσει και να παίξει ακολουθεί ένα παιδί με μια μπάλα. Χάνεται και στην προσπάθειά της να γυρίσει πίσω περνάει μπροστά από ένα “απειλητικό” τσούρμο μηχανόβιων που την φοβίζει αλλά και την εξιτάρει ταυτόχρονα. Ενώ περπατάει προς το μέρος τους βλέπουμε την ανησυχία της πως θα την βλάψουν στην γλώσσα του σώματός της, το οποίο προσπαθεί να κρύψει αλλά μάλλον χαίρεται που την παρατηρούν. Στο τέλος η καταπιεστική της μητέρα την τιμωρεί που απομακρύνθηκε, μπροστά στους σαστισμένους μηχανόβιους.

Η Άννα είναι πλέον ενήλικη και θέλει μετά από καιρό να επιστρέψει στο πατρικό της. Μπαίνει σε ένα ταξί όπου νοιώθει ότι ασφυκτιά. Ο ταξιτζής της σκίζει τα ρούχα για να την εκμεταλλευτεί σεξουαλικά, όμως αυτό δεν συνέβη ποτέ. Η παράνοια στην οποία είναι αιχμάλωτη την κάνει να βλέπει κάθε άντρα σαν εχθρό. Που μπορεί να τον ποθεί αλλά ταυτόχρονα τον φοβάται. Στο μισογκρεμισμένο σπίτι της, ανεβαίνει τις σκάλες όπου βρίσκονται οικογενειακά πορτραίτα. Την κοιτάνε απειλητικά όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι  στην ζωή της. Σε επόμενη σκηνή τους λείπουν τα μάτια. Η μεγάλη έπαυλη όπου ζούσε μικρή την φοβίζει ακόμα. Γεμίζει την μπανιέρα και μπαίνει μέσα αλλά για ακόμα μια φορά το νερό ξεχειλίζει από παντού: Ο δαίμονάς της έχει ξαναγυρίσει και το δίπολο του πόθου και του φόβου είναι πάλι ισχυρό και εκφράζεται μέσω αντικειμένων όπως η χτένα και το ξυράφι. Μέσα στην έπαυλη φαίνεται κάποιος να την κυνηγάει, αλλά είναι μόνη της, και παλεύει με τα φαντάσματά της. Η πρώτη φορά που την βλέπουμε να αγγίζει σεξουαλικά τον εαυτό της συνοδεύεται μετά από λίγες στιγμές από έναν βίαιο φόνο όταν σκοτώνει τον ταξιτζή που επέστρεψε για να την βοηθήσει, σε ένα σπάνιο κρεσέντο αιματοχυσίας και ερωτισμού. Η Άννα ποτέ δεν κατάφερε να διαχωρίσει τον έρωτα από τον κίνδυνο και την απόλαυση από την ντροπή.  Κυνηγιέται πάλι με τον εχθρό της, και καταφέρνει να τον χτυπήσει. Τώρα όμως κείτεται στο νεκροτομείο. Ο χειρισμός του άψυχου κορμιού της είναι σχεδόν αισθησιακός και το δέρμα της διεγερμένο.

Αλλά μια στιγμή πριν το τέλος ανοίγει τα μάτια. Δεν θα ήταν τόσο εύκολο το τέλος της μάχης της Άννας με το παρελθόν της. Τα φαντάσματα θα συνεχίσουν να την στοιχειώνουν.

Κείμενο: Λευτέρης Β. – Μέλος Κ.Ο.Π.Ι.