Στο σιωπηλό μάρτυρα, ο Χίτσκοκ αναλύει και επανασυνθέτει σε μια δική του μυθοπλασία, την ηδονοβλεπτική διάσταση του κινηματογράφου. Σκηνοθετεί την ταινία ως μια οπτικοποιημένη διήγηση, στην οποία μεταφορικά βρίσκουν έκφραση και παίρνουν μορφή, μια σειρά ζητημάτων της κινηματογραφικής γλώσσας. Η ταινία είναι δηλαδή μια από τις λιγοστές ταινίες μελέτες της ίδιας της κινηματογραφικής γλώσσας, που όμως ξεπερνά την ανάλυση και πραγματώνεται σε μια πανδαισία οπτικών μορφών, που συμπαρασύρει και τον πιο απαιτητικό θεατή.
Στην αρχή του Rear Window, ο εργένης φωτογράφος Τζέφ (Τζέιμς Στιούαρτ) αποποιείται πεισματικά κι ενοχλητικά τις προτάσεις της γλυκιάς Λίζας (Γκρέις Κέλι) να συζήσουν. Αντιστέκεται επίσης στις παραινέσεις της προστατευτικής και μητρικής νοσοκόμας του, να εγκαταλείψει τις ηδονοβλεπτικές δραστηριότητες του και να δεχτεί τη γυναίκα που του προσφέρεται. Ο Τζέφ είναι στο γύψο, με σπασμένο πόδι, ακινητοποιημένος, σχεδόν ανάπηρος και ανίκανος για σέξ, δηλαδή ευνουχισμένος. Επαναπαυμένος στη ντε φάκτο παθητική θέση του, απωθεί τον έρωτα και το δεσμό του με τη Λίζα, για να γευτεί τις πικάντικες, αλλόκοτες και απρόσμενες τέρψεις της ηδονοβλεψίας. Ασυνείδητα, προτιμά να παραμείνει μπλοκαρισμένος και άπραγος ερωτικά, και έτσι να επιδοθεί ανεμπόδιστος στο χόμπι του, την παρατήρηση όσων συμβαίνουν στην απέναντι πολυκατοικία αφήνοντας ελεύθερες τις ηδονοβλεπτικές ορμές του.Πρώτα θα γευτεί το ερεθιστικό θέαμα της ημίγυμνης χορεύτριας, που λικνίζεται λίγα μέτρα μακριά του, χωρίς να αντιλαμβάνεται το χάδι των ματιών του Τζέφ. Κατόπιν θα εντοπίσει τις γυμνίστριες που κάνουν ηλιοθεραπεία στην ταράτσα, και θα φανταστεί το θέαμα που χαίρονται οι πιλότοι του ελικοπτέρου που πετά από πάνω τους. Ο ήρωας απολαμβάνει ικανοποιημένος ότι μπορεί να δει, με υγρό και γλυκό βλέμμα. Παρατηρεί ευδαίμων και προσεκτικός καθώς και με αρκετή δόση διαστροφής τη ζωή των ανθρώπων, τους την κλέβει, για να τη χαρεί ο ίδιος από ασφαλή θέση, μιας και αρνείται να ζήσει τη δική του ζωή.
Στη θέση του όμως, κοιτάζουμε εμείς. Η κάμερα του Χίτσκοκ, δηλαδή το καθοδηγούμενο βλέμμα του Τζέφ και του θεατή, σαρώνει αργά και ηδονικά το εσωτερικό των διαμερισμάτων με τα ανοιχτά παράθυρα. Η κάμερα και το βλέμμα μας χαϊδεύουν απαλά και μεθυστικά το θέαμα που στήνει ο σκηνοθέτης για τον ήρωα/θεατή, δηλαδή το θέαμα που προσφέρουν οι άνθρωποι στις ιδιωτικές κι απόκρυφες στιγμές τους, και που κατά βάθος ο καθένας μας επιθυμεί να γνωρίζει.
Το ψυχολογικό παιχνίδι του σκηνοθέτη με τον ήρωα του και κατά προέκταση με το θεατή είναι πολύπλοκο. Ο θεατής, σε πολλές σεκάνς, βλέπει ως θέαμα τον Τζέφ ενδιάμεσα όμως σε αρκετά πλάνα κοιτάζει με το μάτι του ήρωα (συνήθως μέσα από τα οπτικά όργανα του Τζέφ, π.χ τη φωτογραφική μηχανή του). Ο Χίτσκοκ χρησιμοποιεί επανειλημμένα τα υποκειμενικά πλάνα, επιδιώκοντας την ταύτιση θεατή-ήρωα. Μέσα στο πλαίσιο της κινηματογραφικής δομής της ταινίας, ο Τζέφ αποτελεί προέκταση και ενσάρκωση του ίδιου του θεατή.
Ο Τζέφ μπαίνει σε μια διαδικασία προβολής και ταυτίσεων με τους απέναντι ενοίκους, που έχουν παρόμοια προβλήματα με τα δικά του. Προβλήματα του έρωτα και του γάμου, προβλήματα επιλογής ανάμεσα στην έγγαμη ή τη μοναχική ζωή. Ο ήρωας, παρατηρώντας αχόρταγα τους άλλους, παίρνει μαθήματα από το σχολείο της ζωής που ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια του. Οι άνθρωποι των διαμερισμάτων της πολυκατοικίας, που βάζει στο στόχαστρο με τα κυάλια και τη φωτογραφική μηχανή, ταλαντεύονται και δοκιμάζονται ανάμεσα στην πίκρα της μοναξιάς και τον κορεσμό του γάμου. Η γεροντοκόρη που αποπειράται να αυτοκτονήσει ή ο εργένης μουσικός επιθυμούν να φτιάξουν ένα δεσμό, ενώ το φθαρμένο παντρεμένο ζευγάρι, μέσα από τις γκρίνιες και τους καυγάδες οδηγείται στην καταστροφή, στο φόνο της συζύγου από το σύζυγο. Ενδιάμεσος κρίκος, το ζευγάρι των νεονύμφων, που κλείνονται εσπευσμένα στο γαμήλιο δωμάτιο για να χαρούν τον έρωτα τους, αλλά μετά από λίγο ο άντρας κουράζεται. Ο Τζέφ προβάλει τον ψυχικό κόσμο του σε όλα αυτά τα πρόσωπα, και ίσως φαντάζεται τον εαυτό του στη θέση τους. Απέναντι σε τόσα δείγματα ζωής που εκθέτονται, μπορεί να αναρωτιέται νοερά, ποια θα είναι η δική του μοίρα στο μέλλον. Η ζωή που αναβράζει, λίγα μέτρα μακρύτερα του, αναπόφευκτα κινητοποιεί τις ορμές της ζωής του, που ψάχνουν να βρουν ένα δρόμο ανάμεσα στην «αρχή της ηδονής», της προσωπικής ηδονοβλεπτικής απόλαυσης, και στην «αρχή της πραγματικότητας», δηλαδή στην αναγκαία προσαρμογή του στις συνθήκες που τον περιβάλλουν.
Ο Τζέφ προβάλει επίσης στους γείτονες του τους φόβους, την απωθημένη επιθετικότητα και τις βίαιες επιθυμίες του. Αφού υποπτευθεί, πως ο σύζυγος του απέναντι διαμερίσματος δολοφόνησε τη γυναίκα του, για να δικαιωθεί, επιθυμεί με όλη του την καρδιά, ο άντρας να έχει πραγματικά διαπράξει το φόνο. Ο Τζέφ (και μαζί του ο θεατής), με σαδιστικό πόθο, προτιμά της εκπλήρωση των εικασιών του από την αθωότητα του συζύγου. Ο Χίτσκοκ και ο ήρωας του μας συμπαρασύρουν, συγκαλυμμένα αλλά έντεχνα, στη σαδιστική αναμονή και προσμονή, πιο συγκεκριμένα στο σαδιστικό πόθο τους για έγκλημα. Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Χίτσκοκ επιδεικνύει έντονα σαδιστικό ζήλο (Ψυχώ, Φρενίτις), εδώ όμως μέσα από τα παιχνίδια και τις διεργασίες προβολών, ταυτίσεων και απωθήσεων, φέρνει το θεατή στο σημείο να επιθυμεί το φόνο και να ικανοποιείται από την πραγμάτωση του (ο θεατής ασφαλής μάλιστα, δεν τον βλέπει ποτέ).
Από κει κι έπειτα αρχίζει η φάση της περιπέτειας, της έμπρακτης αναζήτησης της αλήθειας και του κινδύνου, που φέρνουν κοντά τον Τζέφ και τη Λίζα. Η κοσμική και σοφιστικέ Λίζα θα περάσει στο πεδίο της δράσης, θα εγκαταλείψει την επιτήδευση της και θα επιδείξει πρακτικό πνεύμα τόλμη κι εξυπνάδα, θα υπερσκελίσει τον ντε φάκτο ανίκανο άντρα, παίρνοντας τα ηνία στα χέρια της. Ο κοινός αγώνας τους για την κατάκτηση της γνώσης μέσα από την πράξη και ο πυρετός της ενεργοποίησης τους, θα ενώσουν το ζευγάρι. Μέσα από δυνατές δοκιμασίες, ο ήρωας θα εγκαταλείψει την ηδονοβλεψία και τη στάση του αδρανούς ηδονιζομένου παρατηρητή και θα εμπλακεί ενεργά στο ρου της ζωής και του κόσμου.
Τέλος, πολύ σημαντικό στοιχείο αυτού του μοναδικού αριστουργήματος, είναι βέβαια το ντεκόρ και αυτό στο οποίο παραπέμπει. Το κεντρικό πρόσωπο της ταινίας αντικρίζει ένα τεράστιο ντεκόρ και μάλιστα κατατμημένο σε πολλά μικρά καρέ (τα φωτεινά παραλληλόγραμμα των απέναντι παραθύρων), όπως μια κινηματογραφική ταινία. Ο φωτογράφος με το σπασμένο πόδι, θα μπορούσαμε να πούμε πως συμβολίζει τον ακινητοποιημένο σε μια καρέκλα θεατή του κινηματογράφου που αντικρίζει σε μια οθόνη ιστορίες άλλων. Συμπερασματικά, η ταινία δεν είναι τίποτα άλλο, παρά ένα ειρωνικό σχόλιο του σκηνοθέτη πάνω στη σχέση θεατή θεάματος, στον τρόπο με τον οποίο βιώνεται μια ταινία μέσω της καθοδήγησης του μοντάζ, της σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ του θεατή και του σκηνοθέτη.
Θόδωρος Σούμας: Κινηματογράφος και έρωτας “Εκδόσεις Αιγόκερως”