Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Τζίγκα Βερτόφ
Σενάριο: Τζίγκα Βερτόφ
Τοποθεσία: Ε.Σ.Σ.Δ. 1929
Διάρκεια: 68’

Ένα τελείως διαφορετικό είδος ντοκιμαντέρ, που απαρνιέται τη σκηνοθεσία και επιδιώκει τη χωρίς φτιασίδια καταγραφή της πραγματικότητας, γεννήθηκε μέσα στις φλόγες της Ρωσικής Επανάστασης. Δημιουργός του, ένας από τους κορυφαίους ρώσους κινηματογραφιστές, ο Τζίγκα Βερτόφ(1896-1954).

Ο Βερτόφ, όταν ξέσπασε η επανάσταση των μπολσεβίκων, ασπάστηκε με ενθουσιασμό τις νέες ιδέες και «όργωσε» με τα τρένα προπαγάνδας τη ρωσική ύπαιθρο, γυρίζοντας και προβάλλοντας ταινίες Επικαίρων. Με τον τρόπο αυτό ασκήθηκε στη χρήση ενός άμεσου σκηνοθετικού ύφους, χρησιμοποιώντας μεταξύ άλλων, εναέρια πλάνα επιταχύνσεις και επαναλήψεις. Πολλές φορές για να αιχμαλωτίσει(όπως έλεγε) το «απροσδόκητο της ζωής», τοποθετούσε την κάμερα στα πιο απίθανα σημεία, ακόμα και στις ράγες ενός τρένου. Ίδρυσε  επίσης, την ομάδα «Κίνοκς» (λέξη που στα ρωσικά σημαίνει τρελός για κινηματογράφο), και ως διευθυντής της κινηματογραφικής προπαγανδιστικής επιθεώρησης «Κίνο Πράβντα» («Κινηματογράφος-Αλήθεια»),παρουσίασε το μανιφέστο του για τον «Κινηματογράφο-Μάτι». Θεωρούσε πως ο κινηματογράφος όφειλε να απαρνηθεί το σενάριο, τον ηθοποιό, τα κοστούμια, το μακιγιάζ, τα στούντιο, και να υποταγεί στον μηχανικό φακό-μάτι της κάμερας και την άμεση καταγραφή της πραγματικότητας. Αυτό το «μάτι» θεωρούσε τέλειο και, επομένως, εγγύηση της αλήθειας.

Ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή, αποτελεί πλήρη κατάθεση των αντιλήψεών του για τον κινηματογράφο και το μοντάζ, και δοξάστηκε ως μια «συναρπαστική άποψη για το κινηματογραφικό μέλλον». Η ταινία περιγράφει με απαράμιλλο τρόπο την αστική ζωή της μετα-επαναστατικής Ρωσίας το1929. Πρωταγωνιστής της ένας οπερατέρ που μετακινείται συνέχεια στη Μόσχα, παρατηρώντας όλους τους τρόπους ζωής και καταγράφοντας φαινομενικά ασύνδετες εικόνες της πόλης, οι οποίες όμως , συνθέτουν σαν παζλ την πολυπλοκότητα της καθημερινής ζωής. Αυτή την πολυπλοκότητα φροντίζει συνέχεια να την τονίζει με βίαιες μετακινήσεις της κάμερας, «πάγωμα» του πλάνου, επιταχύνσεις, ακόμα και χωρίζοντας την οθόνη στα δύο, για να έρθει μετά και να απομυθοποιήσει τη δράση στα μάτια του θεατή και να του υπενθυμίζει συνεχώς ότι αυτό που βλέπει, είναι μια ταινία. Ο Βερτόφ χρησιμοποιεί με εξαίρετο τρόπο όλες τις τεχνικές κινηματογράφησης και μοντάζ, την αργή κίνηση, το animation, τις πολλαπλές εικόνες, το διαχωρισμό της οθόνης, τη θολή εστίαση του φακού και τα «παγωμένα»καρέ, παραδίδοντάς μας ένα μάθημα κινηματογράφου.

Παράλληλα με τη διήγηση της ζωής της πόλης, μιλάει έμμεσα και για τη διαδικασία του γυρίσματος και του μοντάζ, αλλά και τη σχέση της ταινίας με το κοινό. Όπως λ.χ. στην εισαγωγική σκηνή που θαυμάστηκε πολύ στην εποχή της, βλέπουμε το κοινό να κατακλύζει την αίθουσα ενός κινηματογράφου, τους μουσικούς να παίζουν, τα φώτα να σβήνουν, και στην οθόνη να παρουσιάζονται οι τίτλοι της συγκεκριμένης ταινίας: Ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή. Αυτή η αφηγηματική μέθοδος (προβολή ταινίας μέσα σε ταινία) υπενθυμίζει συνεχώς στο θεατή πως βλέπει κινηματογράφο-εντύπωση, που θα κορυφωθεί στο τελευταίο πλάνο: η κάμερα, πάνω στο τριπόδι, επιστρέφει στην αίθουσα της εισαγωγικής σκηνής, κάνει μια υπόκλιση προς το κοινό και στρέφει προς αυτό το φακό της, κινηματογραφώντας το.