«Τα Κόκκινα Φανάρια» απέσπασαν διθυραμβικές κριτικές στο Φεστιβάλ των Καννών το 1964, υπήρξαν υποψήφια για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας και τελικά στιγμάτισαν μια ολόκληρη εποχή.
Η ταινία, μια διασκευή του θεατρικού έργου του Αλέκου Γαλανού «Το σπίτι με τα κόκκινα φώτα», αποτελεί φαινομενικά μια κλασική μελοδραματική ιστορία της εποχής. Παρακολουθούμε την ζωή πέντε γυναικών που εργάζονται στο «σπίτι με τα κόκκινα φανάρια» της Μανταμ Παρί στην Τρούμπα, μια κακόφημη περιοχή της Αθήνας. Βλέπουμε τη ζωή τους, τα όνειρα τους, τους έρωτές τους, τους φόβους και τα διλήμματά τους και ταυτόχρονα τα ήθη των ανθρώπων μιας τέτοιου είδους κοινωνίας. Η υπόθεση μοιάζει, βέβαια, συγκινητική αλλά θα μπορούσε να περιγράφει πολλές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου της εποχής εκείνης. Τι είναι αυτό , επομένως, που κάνει τόσο ξεχωριστή την συγκεκριμένη ταινία;
Η μοναδικότητά της οφείλεται σε πολλούς παράγοντες. Το σκανδαλιστικό για την εποχή της θέμα που αποδίδεται τόσο ανθρώπινα και χωρίς την παραμικρή χυδαιότητα καθώς και η σκηνοθεσία του Βασίλη Γεωργιάδη, ο οποίος ξεφεύγει από τους συμβατικούς τρόπους κινηματογράφησης της εποχής και δημιουργεί μια υποβλητική ατμόσφαιρα που σε παρασύρει. Ειδική μνεία πρέπει να αποδοθεί στην αριστουργηματική μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου που ντύνει την ταινία και συμβάλλει στην ατμόσφαιρα. Επιπλέον διαθέτει όλα τα μεγάλα ονόματα της εποχής, Τζένη Καρέζη, Γιώργος Φούντας, Δημήτρης Παπαμιχαήλ, Μαίρη Χρονοπούλου, Δέσπω Διαμαντίδου, οι οποίοι όχι μόνο υποστήριξαν άριστα τους ρόλους τους άλλα έπλασαν και φιγούρες που έμειναν στην ιστορία του κινηματογράφου ( η Δέσπω Διαμαντίδου στο ρόλο της θρυλικής Μανταμ Παρί και φυσικά η Τζένη Καρέζη που δημιούργησε μια περσόνα που λατρεύτηκε από το κοινό και λάτρεψε και η ίδια, αφού τον επόμενο χρόνο ερμήνευσε ένα παρόμοιο ρόλο στην ταινία «Λόλα»).
Πέρα από όλα αυτά όμως τα «Κόκκινα Φανάρια» σκιαγραφούν μια ολόκληρη εποχή, την μετεμφυλιακή Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του ΄60. Ποιοί άλλοι άνθρωποι άλλωστε και ποιός άλλος κόσμος θα ήταν ο καταλληλότερος για να εκφράσει την κοινωνία της τότε Ελλάδας πέρα από την Τρούμπα, αφού επρόκειτο για μια χώρα ρημαγμένη που εκπόρνευε και πουλούσε τα παιδιά της και που μπορεί να μην είχε θεμέλια και υποδομές είχε όμως όνειρα και ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον. Επιπλέον δεν μπορούμε να μην μιλήσουμε για τα σχόλια που αφορούν τις βλέψεις της Ελλάδας και τις σχέσεις εξάρτησης που αναπτύσσονται με την Ευρώπη και την Αμερική και που τόσο εύστοχα εκφράζονται καθώς βλέπουμε τους αμερικάνους ναύτες να συρρέουν στα καμπαρέ της Τρούμπας και τα μαγαζιά να γεμίζουν με ξενόγλωσσες πινακίδες και να αλλάζουν ονόματα προκειμένου να υποδεχτούν τους ξένους πελάτες τους. Επιπλέον σε ολόκληρη την ταινία αιωρείται η φήμη πως θα κλείσουν τα «σπίτια», μια φήμη που για άλλους είναι απειλή και για άλλους ελπίδα και λύτρωση, σύμβολο της επερχόμενης αλλαγής που αναγκάζονται όλοι τελικά να ακολουθήσουν.
«Τα Κόκκινα Φανάρια» είναι πάνω από όλα μια ταινία ανθρώπινη που ο λυρισμός και η νοσταλγική της διάθεση την καθιστούν απολαυστική ανεξαρτήτως τόπου και εποχής καθώς εκφράζει μια ιδιόμορφη αισιοδοξία, όπου η ελπίδα γεννιέται μέσα από την καταστροφή.