Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Franc Roddam
Σενάριο: Dave Humphries, Martin Stellman, Franc Roddam
Ηθοποιοί: Phil Daniels, Leslie Ash, Phil Davis, Mark Wingett, Sting
Διάρκεια: 120’
Τοποθεσία: Ηνωμένο Βασίλειο, 1979

Η αναζήτηση για την αληθινή μας ταυτότητα δύσκολα θα σταματήσει να αποτελεί καίριο ερώτημα. Πώς θα μπορούσε άλλωστε; Ο άνθρωπος ανά τα χρόνια πιθανότατα αλλάζει ένα σωρό εαυτούς μέχρι να καταλήξει σε έναν είτε από άνεση, είτε από κούραση. Τέτοιες ιστορίες παραμένουν συνήθως διαχρονικές μιας και το ερώτημα είναι σχεδόν πάντα καθολικό και κατανοητό από το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού. Το να αμφισβητείς σημαίνει να ερευνάς συνεχώς και με το τέλος της αμφισβήτησης έρχεται και το τέλος της προσπάθειας να βρεις μία πειστική απάντηση.

Βασισμένο στην ροκ όπερα των The Who με το ίδιο όνομα και τοποθετημένο στην αναβράζουσα Αγγλία της δεκαετίας του 1960 το Quadrophenia μιλάει για αρκετά πράγματα. Αρχικά, είναι μια ιστορία ενηλικίωσης, μία καταγραφή της τότε εποχής, μία προσεχτική ματιά σε μία ολόκληρη γενιά που έθεσε τα θεμέλια για τον κόσμο του σήμερα και φυσικά είναι μία καθ’ όλα προσωπική ιστορία η οποία δύσκολα δεν θα φανεί ταυτίσιμη ακόμα και στις μέρες μας. Η τότε νεολαία του νησιού είχε χωριστεί κυρίως σε δύο παρατάξεις, στους mods και στους rockers με την κάθε μια να έχει τα δικά της στυλ είτε αυτά είναι μουσικά, είτε στιλιστικά, είτε αν έχουν να κάνουν ακόμα και με την επιλογή μοτοσυκλέτας.

Ο Jimmy για απροσδιόριστους μάλλον λόγους (σπάνια άλλωστε ξέρουμε αληθινά γιατί θέλουμε να ανήκουμε κάπου) επέλεξε την μεριά των mods και η καθημερινότητά του περιστρέφεται σε βόλτες, αλκοόλ και φυσικά ροκ μουσική ενώ από την άλλη, οι γονείς του, σύμβολα μιας περασμένης γενιάς που δεν κατάλαβε ποτέ τί ήρθε στην συνέχεια, τον αφήνουν παντελώς αδιάφορο και ό,τι κάνει το κάνει κυρίως για να ξεφύγει από το μονοπάτι που φαίνεται να έχει ήδη σχηματίσει ο πατέρας του και η μητέρα του γι’ αυτόν. Ο ίδιος αντιπροσωπεύει μια ολόκληρη νεολαία, πρακτικά χαμένη η οποία παλεύει να βρει μια απάντηση.

Δεν είναι λίγες οι φορές που βλέπουμε τον Jimmy να απομακρύνεται από το πλήθος για να κάτσει μόνος του μιας και

είναι στιγμές που μία ήρεμη βόλτα στην παραλία σε συνοδεία με το απαλό κύμα λέει πολλά περισσότερα από οποιεσδήποτε ανθρώπινες λέξεις. Αυτές οι στιγμές προσδίδουν μια απαραίτητη ηρεμία σε ένα έργο που χαρακτηρίζεται από σύγχυση με την δυνατή μουσική να παίζει συνήθως πρώτο ρόλο ενώ τα σκηνικά αλλάζουν συνεχώς από σπιτικά πάρτι σε μεγαλειώδη κλαμπ και μετά σε τεράστιες συρράξεις μεταξύ των αντιμαχόμενων ομάδων.

Και πάλι όμως το ερώτημα παραμένει ως έχει και φαντάζει πολύ δύσκολο να βρεθεί μία σωστή απάντηση κι έτσι όταν ο Jimmy συνομιλεί με έναν “αντίπαλο” ρόκερ, οι ενωτικές απόψεις του εχθρού φαντάζουν αστείες σε έναν άνθρωπο που θεωρεί πως ο μόνος τρόπος να έχεις σημασία στον κόσμο αυτό είναι αν είσαι κάποιος. Άμα είμαστε όλοι ίδιοι τότε κανείς δεν είναι κανένας και αυτό αναμφίβολα αποτελεί ένα πρόβλημα.

Η ταινία κάνει μεγάλη προσπάθεια να χτίσει μία φούσκα γύρω από τον κόσμο του Jimmy η οποία όταν αναπόφευκτα σκάει τον αφήνει γυμνό και εκτεθειμένο σε έναν κόσμο που δεν ήταν έτοιμος να τον δεχτεί. Ένα-ένα τα κάποτε τόσο μεγαλειώδη ιδεολογικά κάστρα πέφτουν αφήνοντας μόνο μία επιλογή σε έναν άνθρωπο αλλά και σε μια ολόκληρη γενιά γενικότερα. Όταν χάνεται το ψέμα και το μόνο που μένει είναι η αλήθεια τότε η απόφαση ενδέχεται να είναι σκληρή, όχι όμως σκληρότερη από τις συνέπειες.

Ο Franc Roddam σκηνοθετεί το ζοφερό αυτό τοπίο με μία μεστή ειλικρίνεια με την σκηνοθεσία να ακολουθεί ακριβώς την αβεβαιότητα που προαναφέραμε. Τα τοπία συχνά είναι σκοτεινά και δυσοίωνα ενώ όταν ανεβαίνει η ένταση η κάμερα βρίσκεται ακριβώς εκεί που πρέπει για να αποτυπώσει ακόμα και τις πιο άσχημες στιγμές μίας σύγκρουσης ιδεολογιών που δεν μένει μόνο στα λόγια.

Από την άλλη ο Phil Daniels είναι ο κινητήριος μοχλός της ιστορίας ενός νέου που ξέρει πολύ λιγότερα απ’ όσα θέλει να παραδεχτεί και φέρνει εις πέρας κάθε αποστολή που του δίνεται ενώ κάνει μια βόλτα από τα πλάνα μας και ο Sting σε έναν ρόλο σημαντικό τόσο για τον Jimmy όσο και για την ιστορία σε σύνολο.

Το πακέτο συμπληρώνεται με το εξαίσιο soundtrack των The Who καθώς αρκετές σημαντικές σκηνές συνοδεύονται από κομμάτια της γνωστής ροκ μπάντας και όχι άδικα μάλιστα μιας και την τότε εποχή οι Who γνώριζαν το peak της δημοσιότητάς του με το My Generation να αναδεικνύεται σε ύμνο για πολλούς νέους που θεωρούσαν πως ένα τρίλεπτο τραγούδι μπορούσε να τους διδάξει περισσότερα από οποιοδήποτε σχολείο.

Τί είναι λοιπόν το Quadrophenia; Τίποτα άλλο παρά μία αποτύπωση της εποχής, της νιότης, της σύγχυσης που επιφέρουν τα δύο προηγούμενα όταν συνδυάζονται. Mods και rockers μπορεί να μην υπάρχουν πλέον αλλά σίγουρα έχουν αντικατασταθεί ανά καιρούς από άλλες ομάδες, εξίσου ικανές ή ανίκανες να προσδώσουν ένα νόημα στις ζωές αμέτρητων χαμένων νέων οι οποίοι στην αναζήτηση μιας απάντησης συνήθως συνειδητοποιούν κάτι για τον ίδιο τους τον εαυτό ακόμα κι αν δεν τους αρέσει κι αυτό γιατί η ενηλικίωση κουβαλάει μαζί της μία ανεπιθύμητη γνώση ικανή να σου αλλάξει όλη σου τη ζωή. Μία ταινία για όλα εκείνα τα μεγάλα και σπουδαία, όσα έχουν σημασία και όσα μας αφήνουν αδιάφορους για τις πικρές αλήθειες και τα μεγαλεπήβολα ψέματα, μια ταινία για την ζωή την ίδια. Ίσως και όχι. Ποιός ξέρει άλλωστε;