Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Marco Bellocchio
Σενάριο: Marco Bellocchio
Ηθοποιοί: Lou Castel, Paola Pitagora, Marino Masé
Μουσική: Ennio Morricone
Φωτογραφία: Alberto Marrama
Βραβεία: Golden Goblets Italy 1966 (Marco Bellocchio), Italian National Syndicate of Film Journalists 1966 (Όσκαρ Καλύτερης Ιστορίας), Locarno International Film Festival 1965 (Marco Bellocchio), Venice Film Festival 1965 (Marco Bellocchio)
Τοποθεσία: Ιταλία, 1965
Διάρκεια: 108'

Μια γροθιά στο πρόσωπο της Ιταλικής μπουρζουαζίας: γυρισμένο το 1965 -και ακόμη θεωρείται ως το αριστούργημα του Marco Bellocchio-  το “Fists in the Pocket” προμηνύει τα χρόνια των φοιτητικών διαδηλώσεων μέσα από μια οικογενειακή τραγωδία που συνορεύει με τη φρίκη. Η πρώτη μεγάλου μήκους, του είκοσι εξάχρονου τότε Bellocchio, εκτόξευσε τη φήμη του και εισήγαγε ένα αμφιλεγόμενο σκηνοθέτη ο οποίος, μαζί με τον Bernardo Bertolucci και τον Pier Paolo Pasolini, γίνονται μιά κορυφαία πολιτιστική εικόνα για την Ιταλική γενιά.

Ο Bellocchio είχε πει πως “το μεγάλο πλεονέκτημα των πρώτων ταινιών είναι ότι δεν είσαι κανείς, δεν έχεις καμία ιστορία ούτως ώστε έχεις την ελευθερία να ρισκάρεις τα πάντα”. Το Fists in the Pocket περιγράφει την οργή ενός νέου επαρχιακού άνδρα -ο ίδιος ο τίτλος συνεπάγεται τη συσσωρευμένη εφηβική οργή και αγανάκτηση- και περιλαμβάνει μητροκτονία, αδελφοκτονία καθώς και αιμομειξία και χλευάζει τους θεσμούς της εκκλησίας και της οικογένειας. Έκανε πρεμιέρα στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λοκάρνο που αγαπήθηκε από νέους κριτικούς, μισήθηκε με το ίδιο πάθος από την Καθολική καθιέρωση και κέρδισε τους Luis Buñuel και Michelangelo Antonioni, δύο από τους ήρωες του νεαρού σκηνοθέτη. Εν τέλει, η ταινία έκανε μια διεθνή επιτυχία. Ωστόσο, η επιτυχία του θα μπορούσε να αποδειχθεί εμπόδιο για τον Bellocchio η οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα επισκίασε το μετέπειτα έργο του. Και πράγματι, αναμφισβήτητα, μόνο στις πρόσφατες ταινίες του My Mother’s Smile (2002) και Good Morning, Night (2003) άγγιξε και πάλι τα εξαιρετικά καλλιτεχνικά ύψη όπως εδώ.

Βλάσφημη και ανατρεπτική η “Γροθιές στην τσέπη” κάνει μια μετωπική επίθεση στις αξίες της οικογένειας και την Καθολική ηθική. Ο Bellocchio ήταν ακριβώς πριν μπει στη σχολή του Κινηματογράφου όταν έγραψε το σενάριο και δανείστηκε χρήματα από την οικογένειά του -ο ίδιος ο θεσμός που επρόκειτο να κατεδαφιστεί καλλιτεχνικά- για να κάνει την ταινία. Η ταινία γυρίστηκε σ’ ένα εξοχικό που κατά ειρωνεία της τύχης ανήκε στη μητέρα του κοντά στη βόρεια Ιταλική πόλη Bobbio, που δεν απέχει πολύ από την πατρίδα του τη Piacenza. Είναι εμφανής η ταύτιση του  Bellocchio με τον αντιήρωά του Αλεσάντρο.

Μέσα από την δική του οπτική γωνία βλέπουμε μια οικογένεια τεράτων που φυτοζωούν σε μια κατάσταση παιδισμού και μελαγχολίας και ξεφυτρώνουν στη ζωή μόνο για λογομαχίες κατά τη διάρκεια δείπνων. Τόσο ο Αλεσάντρο (που ενσαρκώνει ο Σουηδός ηθοποιός Lou Castel και ντουμπλάρεται από τον Paolo Carlini) όσο και ο καθυστερημένος αδερφός του (Pierluigi Troglio) είναι επιληπτικοί. Η αδερφή του, Τζούλια (Paola Pitagora) είναι ιδιαίτερα ανισόρροπη. Ο μεγαλύτερος αδερφός και προστάτης της οικογένειας Αουγκούστο -στα Λατινικά το όνομά του έχει την έννοια του αξιοσέβαστου- είναι ιδιοτελής και άπληστος. Η μητέρα τους (Liliana Gerace) είναι τυφλή. Και πάνω απ’όλα υπάρχουν υπαινιγμοί για τους περίεργους δεσμούς μεταξύ του Αλεσάντρο και της Τζούλια. Παρ΄όλα αυτά αξίζει να σημειωθεί πως σε όλους αυτούς τους αλλόκοτους χαρακτήρες καταφέρνει και δίνει ένα βαθμό συμπάθειας. Ακόμη και στον ψυχρό Αουγκούστο, στον “φυσιολογικό” – ο ίδιος μπορεί να εκτιμηθεί παρ’όλο που εγκαταλείπει την υπόλοιπη οικογένεια. Έτσι, όταν το κακό παιδί, ο Αλεσάντρο, αποφασίζει να λύσει όλα τα προβλήματά τους με τη “συλλογική αυτοκτονία” , τον νοιαζόμαστε. Νοιαζόμαστε ιδιαίτερα για την τρελή επιληπτική ιδιοφυϊα της οικογένειας. Άξιο αναφοράς είναι ο χαρακτήρας της μητέρας η οποία είναι εντελώς αδύναμη και γίνεται υποχείριο των άλλων. Ο σκηνοθέτης την έκανε τυφλή και ανώνυμη προκειμένου να δώσει έμφαση στην παθητικότητά της: είναι απλώς η ¨Μαμά”.

Επίσης, η πολιτική υπόσταση της ταινίας είναι ισχυρή εδώ.  Αν και δεν είναι μια απροκάλυπτα πολιτική ταινία, το Fists in the Pocket ανέκαθεν αναγνωριζόταν ως προφητικός προάγγελος για την εξέγερση των φοιτητών στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και ως ένα από τα σημαντικά μανιφέστα κατά της παραλυτικής σύμβασης της μεσαίας τάξης. Ο Bellocchio είχε πει χαρακτηριστικά πως “η οργή που μετατρέπεται σε μητροκτονία και αδελφοκτονία ήταν σε συγχρονισμό με την εποχή και με τα πράγματα που εκρήγνυνται και ήταν έτοιμα να εκραγούν”. Οι φοιτητικές διαδηλώσεις του 1968 που συνεχίστηκαν και μέχρι το 1977 κλόνισαν την παραδοσιακή κοινωνία της Ιταλίας. Άρχισαν στα πανεπιστήμια, ενάντια στην εξουσία των καθηγητών, και στη συνέχεια εξαπλώθηκε σε αμφισβήτηση με το κράτος, τα πολιτικά κόμματα, την οικογένεια και την Καθολική Εκκλησία. Επίσης ήταν αισθητό παντού τότε πως η μετάβαση από το φασιστικό στο δημοκρατικό καθεστώς δεν είχε ολοκληρωθεί πλήρως. Το σπίτι είναι μια συμβολική αλληγορία της κοινωνίας: ο πατέρας νεκρός – το φασιστικό μεταπολεμικό στίγμα για το οποίο δεν πρέπει να μιλάμε, η μητέρα τυφλή – ήταν τυφλή απέναντι στα εγκλήματα του φασισμού. Σε μια σκηνή μάλιστα παρατηρούμε τον Αλεσάντρο να καίει τη σημαία.  Αυτό που έχει ενδιαφέρον όμως είναι το πώς ο Αλεσάντρο δεν είναι ήρωας, αλλά ένας αντιήρωας: η εσωτερική του βία ανατινάσσει τον κόσμο γύρω του, όπως ο ίδιος εκρήγνυται. Με αυτή την έννοια είναι έτη φωτός μακριά από τον Bellocchio ο οποίος αγκάλιασε ένα ελευθεριακό φοιτητικό κίνημα και τη μη βίαιη αμφισβήτηση των πατέρων/καθηγητών.

Βέβαια κάποιος θα μπορούσε να πάρει το fists in the pocket ως μια καλοφτιαγμένη ταινία τρόμου σε σχέση με τη βία στην επαρχία. Η ζοφερή αμεσότητά του σε πιάνει απ’τον λαιμό και δεν σ’αφήνει μέχρι το πικρό του τέλος. Τα τρωκτικά είναι τα χαρακτηριστικά ζώα στη συγκεκριμένη επαρχία, κάτι που γίνεται εμφανές από τις νυχτερινές εκδρομές του Αουγκούστο μέχρι και την επιθυμία του Αλεσάντρο να αναθρέψει τσιντσιλά. Πάνω απ’όλα ο θάνατος πλαισιώνει τα πάντα : επισκέψεις στο νεκροταφείο, κηδείες, Ημέρα των Ψυχών. Επίσης, η εξαιρετική και απόκοσμη μουσική του Ennio Morricone, που σε στοιχειώνει με περισσότερους από έναν τρόπους, δημιουργεί έναν πένθιμο τόνο δεδομένου ότι συγχωνεύει το μοιρολόι “Dies Irae” με ήχους καμπάνας και άτονες κακοφωνίες. Πάντως σήμερα μπορεί να δει κανείς εικονογραφικά πως το “Fists in the Pocket” έκανε μια τρύπα στον όμορφο καμβά του Ιταλικού Κινηματογράφου. Η καθαρότητα του Alberto Marrama δίνει στην ταινία μια επαναστατικά μοντέρνα εμφάνιση και δείχνει πως ο χειριστής της κάμερας είχε μελετήσει τη nouvelle vague.

Είναι πλεόν σαφές ότι οι Γροθιές στην τσέπη ξεσήκωσαν τον καθιερωμένο κινηματογράφο και μεταβίβασαν την σκέψη του καθενός από τα ψήγματα του ουμανιστικού μεταπολεμικού  νεορεαλισμού σ’έναν επιθετικό και σύγχρονο κινηματογράφο. Τίποτα στον Ιταλικό κινηματογράφο δεν θα ‘ναι πάλι το ίδιο.