Οι ζωές μας δεν είναι δικές μας. Τουλάχιστον όχι εξ’ ολοκλήρου. Όσο και αν μερικές φορές φοβόμαστε να το παραδεχθούμε, η παραμονή μας εδώ πέρα χαρακτηρίζεται από τις σχέσεις που συνάπτουμε. Τα άτομα που θα επιλέξεις να σε συντροφεύσουν σε αυτό το ταξίδι αναδεικνύονται σε φιγούρες ουσιαστικές και σημαντικές που θα καθορίσουν όχι μόνο την πορεία αλλά και εσένα τον ίδιο. Δημιουργούμε φιλίες από το κενό για να γεμίσουμε την ζωή μας αλλά ακόμα κι έτσι έρχονται μέρες που νιώθουμε… μόνοι.
Γιατί σε έναν κόσμο που μοχθεί για μία αξιομνημόνευτη ανθρώπινη συναλλαγή καταλήγουμε, ασυνείδητα ή συνειδητά, να στεκόμαστε εξωτερικά, σε μία άβολη κατάσταση δίχως αρχή, μέση και τέλος, ευχόμενοι να τελειώσει το εσωτερικό αυτό μαρτύριο με έναν ψίθυρο και όχι μια κραυγή; Ποιός δεν θέλει να μιλήσει σε έναν άνθρωπο, αλλά με τέτοιον τρόπο σωστό, λες και είχε έτοιμες τις λέξεις, γραμμένες σε σενάριο, μόνο που τα όσα λέει δεν θα είναι αποτέλεσμα πρότερης σκέψης και ετοιμασίας, αλλά αυθορμητισμού, από αυτόν τον σπάνιο που εμφανίζεται δίχως να το περιμένεις και που φαίνεται να επικυρώνει την σχέση με τον απέναντί σου.
“Everybody wants to be found” (όλοι θέλουν να βρεθούν) δηλώνει σχεδόν ευθαρσώς η Sofia Coppola στην ταινία της η οποία πραγματεύεται αυτήν ακριβώς την κατάσταση της μοναξιάς και της αναζήτησης για μία συζήτηση, ένα αστείο, ένα άγγιγμα. Στην πόλη του Τόκυο, ο Bob (Bill Murray) είναι ένας γνωστός και κάπως ξεπεσμένος ηθοποιός που γυρίζει διαφημιστικό για ουίσκι, ενώ η Charlotte (Scarlett Johanson) συνοδεύει τον άντρα της σε ένα επαγγελματικό ταξίδι, με τον ίδιο να την αγνοεί για να επικεντρωθεί στη δουλειά του ως φωτογράφος. Μένουν στο ίδιο ξενοδοχείο και μοιραία θα συναντηθούν ως ξένοι σε έναν ξένο τόπο.
Οι δύο αυτοί άνθρωποι, φαινομενικά τουλάχιστον, δεν έχουν κανέναν απολύτως λόγο να βρεθούν, να μιλήσουν, να δεθούν. Ο συνδετικός κρίκος που τους ενώνει είναι η ανάγκη τους να φύγουν από τον βούρκο της μοναξιάς. H Charlotte ίσως βλέπει στον Bob μία ευκαιρία να μάθει για όσα την περιμένουν στο μέλλον, με τον ίδιο να έχει να δώσει δύσκολες απαντήσεις ή και μόνο την σιωπή γιατί δεν μπορούν όλα τα συναισθήματα να μετουσιωθούν σε λέξεις.
Η μεγάλη διαφορά ηλικίας μεταξύ τους εκμηδενίζεται μαζί με όλα όσα θα έπρεπε να εμποδίσουν την σύναψη της επαφής. Ο Bob μπορεί να είναι μεσήλικας και η Charlotte μία νεαρή κοπέλα που ακόμα ψάχνει τον εαυτό της, αλλά τη στιγμή που ανταλλάζουν την πρώτη κουβέντα η ηλικία γίνεται ένα άχρηστο νούμερο, ανήμπορο να προκαλέσει τριγμούς. Βρισκόμενοι σε αδιέξοδο κάνουν το μόνο που μπορούν να κάνουν σε τέτοιες καταστάσεις, μιλάνε.
Όχι ακριβώς ερωτικό ζευγάρι, ούτε ξεκάθαρα πλατωνική σχέση, η Coppola σκηνοθετεί τους δύο αυτούς ανθρώπους με μία διακριτή μελαγχολία να τους περικυκλώνει σε σχεδόν κάθε τους κίνηση. Το Lost in Translation ρίχνει μια ματιά σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις ατόμων που είναι χαμένα και ψάχνουν για κάτι, κάτι που είναι απροσδιόριστο, άγνωστο, άμορφο, τουλάχιστον μέχρι να πάρει μορφή. Ο Bob δεν θα σώσει την Charlotte από την αμφιβολία και η Charlotte δεν θα δώσει νέα πνοή στην γκρίζα και μίζερη ζωή που έχει πλέον ο Bob κι έτσι γίνεται ξεκάθαρο πως δεν είναι ιδανικά φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον. Αλλά από την άλλη, ποιοί είναι;
Η νεαρή ακόμα Scarlet Johansson είναι υπέροχη στον ρόλο ενός ανθρώπου που είναι γεμάτος με φοβίες και άγχη για το παρόν και το μέλλον και που είναι σε αναζήτηση απαντήσεων δίχως να είναι όμως σίγουρος πως κάνει τις σωστές ερωτήσεις. Το άλλο μισό της ταινίας ανήκει στον Bill Murray ο οποίος υποδύεται με θαυμάσιο τρόπο ένα άτομο που νιώθει πως δεν έχει να περιμένει κάτι άλλο από τη ζωή, καμία έκπληξη ή αναπάντεχη τροπή για να γυρίσει την τρέχουσα κατάσταση ανάποδα.
Οι δυο τους πλαισιώνονται από τον τρίτο πρωταγωνιστή της ταινίας, το Τόκυο. Τεράστιο, χαώδες και πανέμορφο, αποπνέει την ίδια γλυκιά μυστικότητα και περιέργεια είτε το κοιτάμε από ψηλά, από το παράθυρο του ξενοδοχείου, είτε ακολουθώντας το ζευγάρι στους δρόμους του. Δεν υπήρχε καταλληλότερο μέρος για να ειπωθεί μία ιστορία μοναξιάς από την πολυπληθέστερη πόλη του πλανήτη.
Μελαγχολικό δίχως να κουράζει, αστείο δίχως να σε κάνει να ξεχνάς τον βασικό του σκοπό, το Lost in Translation είναι μίας από αυτές τις ταινίες που κατά πάσα πιθανότητα θα σου μείνει στο μυαλό όχι επειδή είναι εξαιρετικά σκηνοθετημένη ή διότι έχει θαυμάσια, συγκινητική γραφή αλλά για έναν απλούστερο λόγο: είναι προσωπική.
Αν η ζωή είναι μία ατέλειωτη συλλογή στιγμών με ημερομηνία λήξης, το Lost in Translation “σπαταλάει” μία ώρα και σαράντα λεπτά για να περιγράψει ακριβώς μία τέτοια στιγμή που εκ των υστέρων, δεν κρατάει για παραπάνω από λίγα δευτερόλεπτα. Ο Bob και η Charlotte είναι από διαφορετικούς πλανήτες αλλά λόγω συνθηκών βρέθηκαν τυχαία στο ίδιο σημείο, ένα σημείο τόσο τοπικό όσο και εσωτερικό που τους επέτρεψε να μιλήσουν για κάτι παραπάνω, για κάτι που δεν ήθελαν να αναλύσουν ίσως επειδή τους φόβιζε. Οι άνθρωποι δεν είμαστε φτιαγμένοι για τη μοναξιά, για την απομόνωση, για να απαρνηθούμε όλα όσα μας φέρνουν κοντά.
Ακόμα και αν συμβεί αυτό όμως, μία απλή ανάμνηση είναι αρκετή για να μας γυρίσει στην πρότερη κατάσταση, την κανονική και να μας θυμίσει πως το μόνο που ζητούμε, το μόνο που αληθινά ποθούμε, είναι να βρεθούμε. Αυτό δεν θέλουν όλοι άλλωστε;