Η Έρικα (Isabelle Huppert) είναι μια σαραντάχρονη δασκάλα του πιάνου, που ζει με την καταπιεστική μητέρα της (Annie Girardot), και εργάζεται σ’ ένα αυταρχικό και αποστειρωμένο περιβάλλον, ενώ ο πατέρας της είναι κλεισμένος σ’ ένα ψυχιατρικό άσυλο. O Χάνεκε μας εκθέτει τη ζωή μιας στριμμένης γεροντοκόρης που πίσω από την αυστηρότητα, κρύβει βαθιά μέσα της παρεκκλίνουσες ερωτικές διαθέσεις κι επιθυμίες, έναν νοσηρό κόσμο βιαιότητας, πόθων και τρέλας. Η Έρικα στριφογυρίζει γύρω από τον έλεγχο της μητέρας της και λειτουργεί σαν ένα τρεμάμενο μικρό κοριτσάκι ή έναν ενήλικα που αγωνίζεται για την αυτονομία, ο τρόπος με τον οποίο κάποιοι άνθρωποι μπορούν να παίξουν με τους θηρευτές τους, προκειμένου να ικετεύσουν για απελευθέρωση. Η μονότονη ζωή της θ’ ανατραπεί όταν ο νεαρός Βαλτέρ (Benoît Magimel) την ερωτεύεται και την χειραγωγεί δια μέσου ιδιαίτερων μαθημάτων.
Το σενάριο είναι βασισμένο στο έργο της βραβευμένης με Νόμπελ Λογοτεχνίας Elfriede Jelinek, με τον ομώνυμο τίτλο. Η ίδια η Γέλινεκ ως μαχητική φεμινίστρια και πολιτική ακτιβίστρια δημιουργεί έναν μύθο από τα θραύσματα της πολιτικής βιομηχανίας και καταφέρνει ν’ αποτυπώσει σε αυτό το λογοτέχνημα με σπαρακτικό τρόπο προσωπικές της εμπειρίες: όπως η δασκάλα του πιάνου -έτσι και εκείνη- έζησε έντονη την καταπίεση μια τυραννικής μητέρας, η οποία την έσπρωξε προς την κατεύθυνση της κλασικής μουσικής, που στη συνέχεια η Γέλινεκ εγκατέλειψε. Η μητέρα της έχει τοποθετήσει προσεκτικά δικές της ψηφίδες για να συνθέσει την προσωπικότητα της κόρης της. Ο μύθος συγκροτείται από πολιτιστικά φετίχ, φοβίες, φαντασιώσεις, αμαρτίες και διαστροφές που αποτελούν το συνειδησιακό υπόστρωμα κάθε ανθρώπου της μεταβιομηχανικής εποχής, δηλαδή όλων μας.
Η Έρικα είναι ιδιαίτερα ευφυής, τελειομανής, φιλόδοξη, η οποία μονόπλευρα και αδυσώπητα προσδιορίζει τον εαυτό της από τη δουλειά και την επιτυχία. Κατά μία έννοια, είναι απίστευτα ανταγωνιστική και οδυνηρά ευαίσθητη σε κάθε είδους προσπάθεια να την “παραγκωνίσουν” ή ακόμη να θεωρήσουν την ίδια ή τις ιδέες της ως κάτι το δεδομένο. Δεν είναι μαριονέτα στο θέατρο κανενός.
Από τις πρώτες κιόλας αράδες του “αφηγήματος” παρατηρούμε τη ψυχοσεξουαλική κατάσταση της ηρωίδας. Η έλλειψη προσωπικού χώρου και ερωτικής ελευθερίας συνθλίβει τις σεξουαλικές επιθυμίες της Έρικα, οι οποίες βρίσκουν διέξοδο σε ανορθόδοξες πρακτικές. Η ίδια ικανοποιεί τις παρεκκλίνουσες ερωτικές της επιθυμίες πηγαίνοντας σε drive in για να “πάρει μάτι” ζευγαράκια και βλέποντας πορνό σε ιδιωτικούς θαλάμους των βίντεο κλαμπ. Καθώς η μητέρα της την περιμένει, παίρνει σβάρνα τα πορνομάγαζα αναζητώντας πρόσκαιρη ηδονή. Ενώ την ίδια στιγμή δεν διστάζει να κάνει παρατήρηση στο μαθητή της που συναντά στο ίδιο μέρος. Το αποστειρωμένο περιβάλλον του κονσερβατορίου στο οποίο εργάζεται και το συντηρητικό και αντισηπτικό κλίμα των ανθρώπων που την περιβάλλουν επιτείνουν την ερωτική αποστέρησή της.
Η ψυχοσεξουαλική κατάσταση της Έρικα, προσδιορίζεται καθοριστικά από την έντονα συγκρουσιακή σχέση με τη μητέρα της, που είναι εμφανής από την πρώτη κιόλας στιγμή. Ο αυταρχισμός της μητέρας της και ο έλεγχος που ασκεί στη ζωή της γίνεται φανερός από τον πρώτο κιόλας διάλογο. Για τους μαθητές της είναι ένα αληθινό πρότυπο, για τη μητέρα της ωστόσο είναι μια αποτυχημένη πιανίστρια που δεν κατάφερε να γίνει σολίστ και περιορίστηκε στο ρόλο της δασκάλας. Η ανάγκη της Έρικα ν’ αποκτήσει την προσοχή της μητέρας της, την οδηγεί συνεχώς σε ακραίες συμπεριφορές και σε σκληρό ανταγωνισμό με τους ταλαντούχους μαθητές της. Το σοκ επέρχεται όταν συνειδητοποιούμε ότι κοιμούνται στο ίδιο κρεβάτι, κάτι που θα μπορούσε να υποδηλώνει παιδική ή και συζυγική σχέση, τη μία την αγκαλιάζει με πάθος -κάτι που φανερώνει μια λανθάνουσα ερωτική σχέση μεταξύ τους- και την άλλη δέρνονται.
Η Έρικα συναντά τον σαγηνευτικό και ταλαντούχο Βαλτέρ σ’ ένα κονσέρτο και ο ίδιος εκδηλώνει το ενδιαφέρον του από την αρχή και τη διεκδικεί πιεστικά. Παρά την αρχική της άρνηση, αδρανοποιημένη στην έλλειψη ερωτικής ικανοποίησης, εν τέλει φανερώνει και η ίδια την έλξη της και ο Βαλτέρ φαντάζει ως τη μοναδική διέξοδο από αυτόν τον κλειστοφοβικό τρόπο ζωής. Λόγω, όμως της διεστραμμένης σχέσης της με τους ανθρώπους -που απορρέει από τη σχέση με τη μητέρα της-, η ίδια θεωρεί πως ο μόνος τρόπος για να συνδεθεί με κάποιον είναι να τον πληγώσει, μετατρέπει δηλαδή τον μαζοχισμό της σε σαδισμό προς τους άλλους. Ενδίδει στον Βαλτέρ επιβάλλοντας, όμως, τους δικούς της όρους και χωρίς να του προσφέρει ποτέ ικανοποίηση, του προτείνει μια λίστα σαδιστικών σεξουαλικών πράξεων που είναι οι μοναδικές που του επιτρέπει να επιτελέσει στο σώμα της. Θέλει, λόγω της μαζοχιστικής της προδιάθεσης, να νοιώσει ανίσχυρη και αδύναμη με τον τρόπο, όμως, που επιβάλλει η ίδια. Ο Βαλτέρ αντιλαμβάνεται τη νοσηρότητά της και αποφασίζει πως δεν θέλει να συμμετάσχει σ’αυτό το άρρωστο παιχνίδι της Έρικα, χωρίς όμως να καταφέρνει ν’ αποχωρήσει από το παιχνίδι. Επίσης, η εξαιρετική επιλογή της μουσικής λειτουργεί εύστοχα σε όλη την ταινία και δημιουργεί έναν συμβολοποιημένο χώρο γύρω από αυτήν. Η ίδια Έρικα λατεύει τον Μπαχ και τον Μπραμς για την αρμονία και τη μαθηματική ακρίβεια, ενώ η ηχητική διάσταση του Σούμπερτ μεταφράζει την τρέλα και την έξαρση του πάθους σε μουσική.
Ο Χάνεκε περιγράφει στα έργα του μια κοινωνία νοσηρή, ψυχρή και βίαιη, και στη θεματική των ταινιών του εντάσσεται η απεικόνιση ενός “παράξενου” παγερού κόσμου που κατοικείται από αλλοτριωμένα άτομα. Θα λέγαμε πως η Υπέρ είναι καθηλωτική στον ρόλο της, και ενσαρκώνει με άριστο τρόπο τον ρόλο της ψυχρής, αποξενωμένης από τους ανθρώπους και σεξουαλικά καταπιεσμένης Έρικα. Η Έρικα μπορεί να παρουσιάζεται ταυτόχρονα ως θύτης και θύμα, ασκώντας ψυχολογική βία με την απόρριψή της στον Βαλτέρ, τις σκηνές πάλης με τη μητέρα της και τον τραυματισμό της μαθήτριάς της. Ταυτόχρονα όμως, μας υποδεικνύει μαι τρωτή πλεύρα της που είναι η σιωπηλή άσκηση βίας από την ηρωίδα προς τον ίδιο της τον εαυτό. Ο Χάνεκε κατορθώνει να φτιάξει ένα σκοτεινό φιλμ που αναλύει τα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής, τον πόθο ενός σύγχρονου καλλιεργημένου ανθρώπου που έχει παρεκκλίνει του πρωταρχικού του στόχου.