Το «Ρεμπέτικο» αφηγείται τη ζωή μιας ρεμπέτισσας, της Μαρίκας από τη γέννηση της στη Σμύρνη μέχρι τον θάνατό της στην Αθήνα. Η ταινία θεωρείται από πολλούς ως βιογραφία της Μαρίκας Νίνου ,όχι μόνο εξαιτίας του ονόματος αλλά και επειδή η γέννηση και ο θάνατός της συμπίπτουν χρονικά με την γέννηση και τον θάνατο της Μαρίκα της ταινίας. Δεν ταυτίζονται ,όμως, όλοι με αυτήν την άποψη. Αν και μάλλον δεν υπάρχει σωστή απάντηση για αυτό καθώς ο Κώστας Φέρρης αναφέρει στο βιβλίο που έγραψε για την ταινία «δεν έχει σημασία αν η Μαρίκα του «Ρεμπέτικου» είναι και δεν είναι η Μαρίκα Νίνου ή αν η Ρόζα είναι και δεν είναι η Ρόζα Εσκενάζυ ή αν ο Μπάμπης είναι και δεν είναι ο Βασίλης Τσιτσάνης, μάζεψα τις μνήμες μου από τις διηγήσεις που άκουσα και τις ιστορίες που διάβασα, τα κόλλησα με τις πλευρές που ταίριαζαν και έγραψα το παραμύθι του ρεμπέτικου». Βλέπουμε ,λοιπόν, πως ο σκηνοθέτης μέσα από αυτήν την ταινία προσπαθεί να διασώσει τη μνήμη μιας ρεμπέτικης μουσικής ως μέρος μιας κοινωνίας που ζυμώνεται μέσα σε έντονες πολιτικές εξελίξεις.
Καθώς παρακολουθούμε την ζωή της Μαρίκας κάνουμε ένα ταξίδι στην Ελλάδα από το 1920 μέχρι το 1960. Βλέπουμε, επομένως, τη Μικρασιατική καταστροφή, τα χρόνια του Μεσοπολέμου, τον Πόλεμο, την Ναζιστική Κατοχή, την Απελευθέρωση, τον Εμφύλιο και την επικράτηση των Δεξιών. Η ταινία, βέβαια, δεν είναι ιστορική ,όμως, τα ιστορικά γεγονότα επηρεάζουν τις ζωές των πρωταγωνιστών , ενώ πολλές φορές τα παρακολουθούμε με ασπρόμαυρα φιλμάκια που παρεμβάλλονται μεταξύ των σκηνών με τη συνοδεία της μουσικής του Σταύρου Ξαρχάκου, η οποία ντύνει και ολόκληρη την ταινία. Ο Φέρρης πλέκει έναν ιστό μέσα στον οποίο προβάλλει τις μνήμες, τις ρίζες, την κακουχία και την εξαθλίωση στα χρόνια του πολέμου, τις κοινωνικές αλλαγές και γενικότερα την πορεία που ακολουθεί ο νεοελληνικός πολιτισμός, καθώς η εποχή που περιγράφει δεν απείχε πολύ από την εποχή που γυρίστηκε η ταινία, δεν υπάρχει δηλαδή μεγάλη ιστορική αποστασιοποίηση.
Το ρεμπέτικο τραγούδι φυσικά διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην ταινία και συνδέεται άμεσα με τα ιστορικά γεγονότα. Ο Φέρρης μας μεταφέρει στο κλίμα της εποχής, όπου βλέπουμε την δημιουργία του ρεμπέτικου τραγουδιού, την εξέλιξη του, τον τρόπο που εντάχθηκε στην κοινωνία, την περίοδο της ακμής και της παρακμής του, ως απότοκο της κοινωνίας. Και φυσικά τον τρόπο που ζούσαν οι άνθρωποι πίσω από αυτή τη μουσική, οι ρεμπέτες. Σε αυτό βοηθάει ,βέβαια, και ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο οποίος ντύνει την ταινία με καταπληκτική μουσική και τραγούδια, σε στίχους του Νίκου Γκάτσου. Τραγούδια που αν και γράφτηκαν για τις ανάγκες της ταινίας μοιάζουν σαν να έχουν βγει από την εποχή που αναπαριστά η οπτικοποίησή τους. Ο Ξαρχάκος κάνει και μία εμφάνιση «έκπληξη» στην ταινία, στη σκηνή που παίζει στο πιάνο και ερμηνεύει το τραγούδι « Το Πρακτορείο», όπως και ο Νικόλας Άσιμος κάνει μια μικρή φευγαλέα εμφάνιση.
Το «Ρεμπέτικο» γυρίστηκε μια εποχή ,όπου ο ελληνικός Κινηματογράφος φαίνεται να περνάει σε μία φάση ωρίμανσης και ανανέωσης. Παρά την εμφάνιση της τηλεόρασης, που υπήρξε ένα πλήγμα για τον κινηματογράφο, εμφανίζονται πολλοί σκηνοθέτες με πρωτότυπες ιδέες, νέες τεχνικές και όραμα που προσπαθούν να αναμορφώσουν τον Ελληνικό Κινηματογράφο, εκείνη την περίοδο γεννιέται ο Νέος Ελληνικός Κινηματογράφος, ο οποίος εισάγει νέες ιδέες και μια εντελώς διαφορετική αισθητική. Η συγκεκριμένη ταινία ανήκει σε ακριβώς αυτή τη κατηγορία και μάλιστα πετυχαίνει τον σκοπό της καθώς και είναι άριστη από καλλιτεχνικής απόψεως και έχει μεγάλη εμπορική επιτυχία, σε σημείο που να ξεπερνάει τα στενά όρια της Ελλάδας. Η ανταπόκριση του κοινό ήταν τόσο μεγάλη που οδήγησε στην δημιουργία μιας μουσικής σειράς τεσσάρων επεισοδίων στην ΕΡΤ, με τον ομώνυμο τίτλο, το 1985 και της σειράς «’Ελα απόψε στου Θωμά», το 1991. Ενώ το 2000 εκδίδεται το μυθιστόρημα «Ρεμπέτικο» βασισμένο πάνω στην ταινίας.
Τέλος η ταινία γίνεται αφορμή για μια ιδιότυπη διακήρυξη της νεοελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας. Η έξοδός της στις αίθουσες συμπίπτει με ένα μεγάλο ρεύμα επιστροφής στο ρεμπέτικο και επαναδιαχείρισής του σε πολλά επίπεδα τόσο καλλιτεχνικά όσο και ιδεολογικά. Η ανταπόκριση του κόσμου είναι τεράστια και η ταινία γνωρίζει μεγάλη επιτυχία, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό Αυτό που είναι όμως πιο σημαντικό, είναι ότι ενσωματώνεται κυριολεκτικά στη νεοελληνική κουλτούρα: αυτό είναι κάτι που σημειολογικά αποτυπώνεται με πολύ χαρακτηριστικό τρόπο στην τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, που περιελάμβανε αναπαραγωγή της σκηνής όπου ο Μπάμπης και η Μαρίκα τραγουδούν το συμβολικό ρεμπετικοφανές άσμα «Στου Θωμά το μαγαζί»
Το Ρεμπέτικο Τραγούδι
Από τις απαρχές του, μέχρι και σήμερα, το ρεμπέτικο αποτελεί το κατεξοχήν αντιπροσωπευτικό μουσικό είδος της ελληνικής λαϊκής κουλτούρας. Συνυφασμένο με κάθε έκφανση λαϊκής διασκέδασης, άμεσα αλλά και έμμεσα, μέσω των μουσικών ειδών που έχουν επηρεαστεί από αυτό, κατάφερε να γίνει ο ακρογωνιαίος λίθος του λαϊκού πολιτιστικού στερεώματος. Η γέννηση του, η ανάπτυξη του αλλά και η άρρηκτη σύνδεση του με τα κοινωνικοπολιτικά τεκταινόμενα της εποχής του έχουν καταστήσει το ρεμπέτικο αντικείμενο έρευνας και ενασχόλησης για μουσικολόγους, ιστορικούς, πολιτικούς αναλυτές κ.α.
Οι πρώτες αναφορές για τη παρουσία του ρεμπέτικου απαντώνται το 1834 με τη μορφή των μουρμούρικων, τραγουδιών της φυλακής, πλουσίων σε θεματολογία παρανομίας και χρήσης ναρκωτικών ουσιών. Από εκεί σχηματίστηκε η πρώτη σκιαγράφηση της φιγούρας του “μάγκα”, του λαϊκού αντιήρωα που ζει στη φτώχεια και στη παρανομία, δεν σηκώνει κουβέντα, μπαίνει σε άνισους καβγάδες και βγαίνει νικητής Την ίδια εποχή, η τότε βαυαρική κυβέρνηση, προσπάθησε να εισάγει στην αθηναϊκή κοινωνία την πόλκα και τις καντρίλιες. Παρόλα αυτά, στις φτωχογειτονιές άρχισε να ανθεί το μουρμούρικο, το σεβνταλήτικο, οι πρώιμες μορφές του ρεμπέτικου.
Στις αρχές του 1900 άρχισε να χρησιμοποιείται επίσημα ο όρος “ρεμπέτικο” για τη λαϊκή μουσική των κατώτερων αστικών τάξεων στις μεγάλες πόλεις της Ελλάδας, όπως η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, ο Βόλος, η Πάτρα, ενώ παρόμοια ιδιώματα με μεγαλύτερη ανατολίτικη επιρροή, καθώς και στοιχεία όπως ο αμανές, ανθούσαν στα παράλια της Μικράς Ασίας, με επίκεντρο τη Σμύρνη. Στο Πειραιά, ως πρωτορεμπέτικα τραγούδια, εμφανίζονται τα “γιαλάδικα”, όνομα που πήραν χάρη στο επιφώνημα “γιαλα”. Με τα γεγονότα της Μικρασιατικής Καταστροφής και την εγκατάσταση μικρασιατικών πληθυσμών στα αστικά κέντρα, τα δυο είδη συνυφάνθηκαν για να δημιουργήσουν το πλέον γνωστό ρεμπέτικο. Πλέον είχαν τεθεί ως κύρια στοιχεία της μουσικής το μπουζούκι η ο μπαγλαμάς σε πρώτο πλάνο, με το τραγούδι να ξεκινάει με αυτοσχεδιαστικό σόλο, ακολουθώντας τους “δρόμους” της βυζαντινής μουσικής. Συνοδευτικά και προαιρετικά, η κιθάρα σε ρυθμικό ρόλο, που πολλές φορές αντικαθιστώνταν από ακορντεόν. Τον ήχο συμπλήρωνε το ντέφι, τα κουτάλια και τα ζίλια, τα μικρά κύμβαλα που χρησιμοποιούσε συνήθως ο χορευτής για να δίνει τον ρυθμό. Η θεματολογία συμπεριλαμβάνει, όπως και στις πρώιμες μορφές, την υποκουλτούρα της φυλακής και των ναρκωτικών, αλλά πλέον εμπλουτίζεται με τα στοιχεία της φτώχειας και της κακουχίας της χαμηλής τάξης, τη ξενιτιά και, αναπόφευκτα, την αγάπη. Μεγάλη συμβολή στην εδραιοποίηση της μουσικής αποτέλεσαν τα “Καφέ Αμάν”, καφενεία που στέγαζαν λαϊκούς μουσικούς, και κυρίως τους αμανετζήδες.
Το 1936, υπό τη δικτατορία Ιωάννη Μεταξά, βγαίνει κυβερνητικό διάταγμα που ασκεί λογοκρισία προς τη μουσική, κυρίως προς τις θεματολογίες παρανομίας και ναρκωτικών, και απαγορεύει τη λειτουργία των “Καφέ Αμάν” ως <<Τουρκοειδη καταλοιπα>>. Ένα χρόνο πριν, απαγορεύεται η αντίστοιχη μουσική των αμανετζήδων από το τουρκικό κράτος ως <<κατάλοιπο ελληνικό μουσικό είδος>>. Αμέσως οι μουσικοί της εποχής, που είχαν αρχίσει να ηχογραφούν σε δισκογραφικές εταιρείες της Ελλάδας, είτε προσαρμόστηκαν στις νομοθετικές αλλαγές είτε προσέφυγαν σε χώρες του εξωτερικού, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, όπου με την εγκαθίδρυση των ελληνικών συνοικιών και το πέρασμα του χρόνου, αναζωπύρωσαν το ρεμπέτικο στην ομογένεια. Το ρεμπέτικο, υπό αυτούς τους περιορισμούς, συνέχισε και άνθισε, χάρη σε μουσικούς και προσωπικότητες που θεμελίωσαν τη μουσική και το έργο τους παραμένει αναλλοίωτο στο πέρασμα των χρόνων, όπως ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περιπινιάδης, η Ρόζα Εσκενάζυ, ο Μανώλης Χιώτης κ.α. Συνέχισαν το έργο τους μέχρι και το 1941, όπου οι κατοχικές δυνάμεις κλείνουν τις δισκογραφικές εταιρίες Οι ηχογραφήσεις θα ξεκινήσουν εκ νέου το 1946.
Από το τέλος της κατοχής και ύστερα, τα σκήπτρα του ρεμπέτικου παίρνουν ο Βασίλης Τσιτσάνης και ο Μανώλης Χιώτης, οι οποίοι θα προσαρμόσουν τους “δρόμους” των εγχόρδων της ρεμπέτικης μουσικής σε κλίμακες ευρωπαϊκής μουσικής. Αίσθηση δημιουργεί το “Κονσέρτο για μπουζούκι και Ορχήστρα” του Χιώτη. Μετά την διάλεξη του Μάνου Χατζιδάκι περί του ρεμπέτικου το 1948, ένα σημείο καμπής στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, η κοινή γνώμη αγκαλιάζει το ρεμπέτικο και το βγάζει από το περιθώριο
Κατά κοινή παραδοχή, τα μέσα της δεκαετίας του ‘60 σηματοδοτούν τον θάνατο του ρεμπέτικου, όπως αυτό ήταν στην ακμή του, για να δώσει τη θέση του στο λαϊκό αστικό τραγούδι, τότε φερόμενο ως “αρχοντορεμπέτικο”. Δημιουργήθηκε η μαζική λαϊκή τάση για τη μουσική αυτή, που οδήγησε στις αρχές του 1960 στη δημιουργία “κοσμικών κέντρων”, τα οποια στέγαζαν ορχήστρες 8 έως 10 μπουζουκιων και συνοδεία ντραμς. Σύντομα η βιομηχανία, χάρη στη μεγάλη ζήτηση, άρχισε να επιδέχεται κορεσμό. Ξεκίνησε η επανάληψη και η τυποποίηση, καθώς και η αλλοίωση του είδους με στοιχεία που δεν επιδεχόταν αφομοίωση σε αυτή καθαυτή την έκφανση του λαϊκού τραγουδιού.
Από τα τέλη του ‘60, το ρεμπέτικο έχει πλέον εκλείψει. Έδωσε τη θέση του στο λαϊκό αστικό τραγούδι, το οποίο άνθισε μέχρι το ‘90, όπου με τη σειρά του αυτό έδωσε τη θέση του στο “σκυλάδικο”, τη σύγχρονη μορφή λαϊκής μουσικής Στη πορεία, το ρεμπέτικο επηρέασε συνθέτες και καλλιτέχνες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Μάνος Χατζιδάκις, για να δώσουν μια άλλη, δική τους πνοή στο λαϊκό τραγούδι. Το ρεμπέτικο, όμως, δεν έχει πεθάνει. Θα υπάρχει πάντα σαν στοιχείο, σαν επιρροή, σαν μνημείο του ελληνόφωνου λαϊκού μουσικού πολιτισμού.