Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Alan Parker, Gerald Scarfe
Σενάριο: Roger Waters
Ηθοποιοί: Bob Geldof, Christine Hargreaves, James Laurenson
Μουσική: Pink Floyd, Bob Ezrin, Michael Kamen
Φωτογραφία: Peter Biziou
Βραβεία: Κινηματογραφικό Βραβείο BAFTA Καλύτερου ήχου
Τοποθεσία: United Kingdom
Διάρκεια: 95'

Δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου λόγια, δεν υπάρχει συμβατική αφήγηση και η όλη ουσία υφίσταται ως μια σειρά από εικόνες συνδεδεμένες ως προς μια φρενίτιδα. Τρία χρόνια μετά την κυκλοφορία του θρυλικού άλμπουμ “The Wall” των Pink Floyd, ο Alan Parker με τον πολιτικό σκιτσογράφο Gerald Scarfe δημιουργούν μια ροκ όπερα με τον ομώνυμο τίτλο. Το “The Wall” διηγείται τη ζωή ενός πετυχημένου ροκ σταρ, ο οποίος μετά τον θάνατο του πατέρα του και κάποιες οδυνηρές στιγμές κατά τη διάρκεια της ζωής του, δημιουργεί ένα μεταφορικό τείχος προκειμένου να παραδοθεί σ’ έναν τρόπο ζωής προστατευόμενος από τον κόσμο και τις όποιες συναισθηματικές καταστάσεις που τον περιτριγύριζαν.

Ένα τυχαίο περιστατικό (βλ. παρακάτω, στην κριτική περί μουσικής) έδωσε την ιδέα για τη δημιουργία της ταινίας, που εν τέλει υλοποιήθηκε μετά από πέντε χρόνια, βασισμένη στο σενάριο που επιμελήθηκε ο ίδιος ο Waters και σκηνοθεσία του Alan Parker, -ο οποίος ήταν ήδη αναγνωρισμένος από το Midnight Express-. Στο τελικό αποτέλεσμα της ταινίας όμως συνέβαλε και ο Gerald Scarfe, που ήταν υπεύθυνος για τα animated scenes, καθώς, προκειμένου να αποδοθεί καλύτερα το σενάριο, η τεχνική αυτή κάθε άλλο παρά ασήμαντη ήταν. Κατάφερε να δημιουργήσει όμορφες, επιβλητικές αλλά και βίαιες εικόνες παρέχοντας στο θεατή την κατάλληλη οπτική υποστήριξη, με τη βοήθεια πάντοτε των στίχων και εν γένει τη μουσική της ταινίας.

Η παραφροσύνη του Πινκ απεικονίζεται μέσα από “ζωντανές” αναδρομές στο παρελθόν της ζωής του. Έχει οράματα από την παιδική του ηλικία, μέχρι την παρούσα του κατάσταση. Βλέπουμε τον μικρό Πινκ να υποφέρει από την αλλοτρίωση για το θάνατο του πατέρα του στον πόλεμο και να είναι δεσμευμένος από την φροντίδα της μητέρας του. Βλέπουμε επίσης τον Πινκ ως ένα ροκ εν ρολ αστέρι, συντετριμμένο από την προφανή παραφροσύνη του, να οδηγείται στα άκρα από την απιστία της γυναίκας του. Εν τέλει βλέπουμε έναν Πινκ που αυτή τη φορά έχει πάρει το ρόλο του ναζιστικού δικτάτορα, υπό το καθεστώς του Σφυριού ηγούμενος μιας σειράς από περιστατικά, όπως βιασμοί, καταστροφές και λεηλατήσεις.

Ένα αστέρι της ροκ κάθεται βουβό -εκτός από μία περιστασιακή κραυγή- σε μια σουίτα του ξενοδοχείου κάπου στο Λος Άντζελες. Η τηλεόραση είναι μονίμως ανοιχτή και τα μάτια του την παρακολουθούν σχεδόν αδιάκοπα. Ο ίδιος θυμάται τον πατέρα του, που σκοτώθηκε στο Anzio, την αποπνικτική μητέρα του, την εφηβική του αγάπη, την οποία και παντρεύτηκε και έπειτα ερωτεύτηκε κάποιον άλλον. Συντετριμμένος από το σύμφυρμα των αναμνήσεων, και από έναν τρόπο ζωής που επιτυχώς ανήγειρε ένα αδιαπέραστο τείχος ανάμεσα σε αυτόν και σε κάθε είδους απτής πραγματικότητας, ο ίδιος φαντάζεται έναν ροκ εν ρολ Μεγάλο Δικτάτορα κομπάζοντας μπροστά σ’ ένα μακάβριο κοινό skinhead. Ένα είδος θετικής κατάληξης υποδηλώνει ότι ίσως θα σπάσει τον τοίχο και θ’ αρχίσει να ζει ξανά.

Ο Alan Parker μεταφράζει τη μουσική σε αξέχαστες εικόνες που είναι αναίσθητες ως προς την αγάπη ή τον οίκτο. Όλη η ζωή του Πινκ προβάλλεται στην οθόνη. Βλέπουμε και ακούμε τραγούδια μεταβαλλόμενα από μια αφηρημένη έννοια σ’ ένα αηδιαστικό όραμα μαθητών που ρίχνονται σε μια μηχανή κοπής κιμά. Η σκηνοθεσία του Πάρκερ κινεί την ιστορία έξυπνα από το παρόν στο παρελθόν και σ’ ένα πιθανό μέλλον, σχεδιάζοντας μια προειδοποίηση, αλλά και πάλι αναλογιζόμενοι τα τραύματα ενός παιδιού με επιβλαβείς συνέπειες σ’ έναν ενήλικο άνθρωπο. Το αποτέλεσμα είναι ένα ιδιαίτερο κομμάτι κινηματογράφου, ένα είδος κακού ονείρου που γίνεται ακόμη χειρότερο από το συνηθισμένο.

Η οπτική σύνθεση του Πάρκερ με τη μουσική, με τη βοήθεια βέβαια των καταστροφικών οραμάτων του Σκάρφι, που μετατρέπουν το φως στο σκοτάδι με το πάτημα ενός στυλό -παρά από έναν διακόπτη- είναι σχεδόν τέλεια. Πρόκειται για ένα προσεκτικά κατασκευασμένο χάος, (όπως επρόκειτο να ήταν), έναν χαοτικό δείκτη σε χαοτικές στιγμές, ούτως ώστε να είσαι προετοιμασμένος να δεχθείς το μέγεθος της κατάστασης.

Για τη μουσική

Oι Pink Floyd σχηματίστηκαν το 1965 και τα ιδρυτικά μέλη ήταν οι  Syd Barrett, Νick Mason, Roger Waters και Richard Wright. Αργότερα ο Syd Barrett έφυγε και τη θέση του πήρε ο David Gilmour. Το «The Wall» ήταν το 11ο  album  των Pink Floyd και κυκλοφόρησε το 1979.Η ιδέα γι’αυτό το άλμπουμ προήλθε από τον Waters. Συγκεκριμένα ένα περιστατικό που είχε συμβεί κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας, όταν μια πολύ θορυβώδης παρέα νέων εκνεύρισε τον Waters, που έφτυσε έναν από αυτούς στο πρόσωπο. Το γεγονός αυτό τον έκανε να καταλάβει πόσο είχε απομακρυνθεί από τον κόσμο, νιώθοντας ένα «τείχος» ανάμεσα σε αυτόν και τους υπόλοιπους, φτάνοντας σε σημείο που ο Waters φαντασιωνόταν βόμβες να πέφτουν πάνω στους θεατές και αυτοί να ουρλιάζουν από χαρά και πόνο.

Η υλοποίηση του “The Wall” στο tour των Pink Floyd ήταν από τις πιο πρωτότυπες δράσεις που έχει γίνει σε συναυλία. Κατά τη διάρκεια του σόου και ενώ το συγκρότημα έπαιζε πάνω στη σκηνή, θα χτιζόταν ένα τείχος ανάμεσα από τη μπάντα και το κοινό. Τα τούβλα του τείχους συμβολίζουν κάθε φοβία του Waters. Στο τέλος και όταν το τείχος έχει ολοκληρωθεί, τα τούβλα πέφτουν και το συγκρότημα απόκτα ξανά επαφή με το κοινό του.

Στο άλμπουμ, ανάμεσα αλλά και κατά τη διάρκεια τον τραγουδιών ακούγονται ήχοι πολέμου όπως βόμβες που πέφτουν, ελικόπτερα και σειρήνες. Αυτή η προσθήκη έχει σημασία λόγω του χαμού του πατέρα του Waters στον 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Επίσης λόγω της πιεστικής και υπερπροστατευτικής μητέρας του, πολλά τραγούδια αναφέρονται στη μητρική φιγούρα ενώ άλλα κινούνται εξ’ ολοκλήρου γύρω από αυτήν, ενώ ανάμεσα από κάποια τραγούδια ακούγονται φωνές παιδιών. Τα συναισθήματα που προκλήθηκαν από τις δυσκολίες που τον κυνηγούσαν από παιδί και συνεχίστηκαν για πολλά χρόνια ακόμα, μέχρι και τη λήξη του γάμου του, τώρα παίρνουν σάρκα και οστά σε αυτό το άλμπουμ.

Το “Τhe Wall” είναι όλες οι φοβίες του Waters και η απαισιοδοξία για το μέλλον. Ένας σαρκασμός για τον κόσμο, προς τον κόσμο. Όλες του οι σκοτεινές σκέψεις, απροκάλυπτα αποτυπωμένες στους στίχους και στη μουσική. Θίγει θέματα από κοινωνικοπολιτικά μέχρι και ανθρωπιστικά με έναν τρόπο επιθετικό και ειρωνικό. Η δύναμη που αποπνέει αυτό το άλμπουμ είναι αξιοθαύμαστη αφού δεν χρειάζεται να έχει ζήσει κάποιος τη ζωή του για να τον συνεπάρουν τα τραγούδια και να τον γεμίσουν με συναισθήματα. Μέσα σε μιαμιση ώρα οι διαθέσεις των κομματιών ποικίλουν και αλλάζουν συνεχώς ύφος και χρώμα. Από τη θλίψη και την απόγνωση στο θυμό, ύστερα σε μια πιο  twisted και σκοτεινή ατμόσφαιρα και πάλι από την αρχή.

Με μια πρώτη ματιά ίσως είναι δύσκολο να ταυτιστεί κάποιος με αυτό το άλμπουμ αφού προέρχεται καθαρά από τη ζωή και τις εμπειρίες του Roger Waters.  Και όμως αυτό το γεγονός δεν το εμπόδισε να κάνει τρομερή επιτυχία και να θεωρηθεί ένα από τα σπουδαιότερα και ποιοτικότερα άλμπουμ της ροκ μουσικής.