Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Francis Ford Coppola
Σενάριο: William Kennedy, Francis Ford Coppola
Ηθοποιοί: Richard Gere, Gregory Hines, Diane Lane, Lonette McKee, Bob Hoskins, James Remar, Nicolas Cage, Allen Garfield, Fred Gwynne
Φωτογραφία: Stephen Goldblatt
Μουσική: John Barry
Βραβεία: Κινηματογραφικό Βραβείο BAFTA Καλύτερης ενδυματολογίας
Τοποθεσία: Η.Π.Α. 1984
Διάρκεια: 128'

Το Κότον Κλάμπ, μια ταινία με εμφανείς αναφορές στον «Νονό», αποτέλεσε την δεύτερη προσπάθεια του Φράνσις Φορντ Κόπολα να ασχοληθεί με το είδος μετά την ημι-αποτυχία του “One From The Heart” του 1980. Κεντρική άτοπος της ταινίας αναδεικνύεται η τζαζ μουσική η οποία αποτελεί και το λυτρωτικό στοιχείο που δίνει ζωή και ρυθμό στο δαιδαλώδες σενάριο το οποίο βρίθει από ανολοκλήρωτες ιδέες και ημιτελής χαρακτήρες. Είναι αλήθεια πως η μορφή της ταινίας άλλαζε συνεχώς κατά την διάρκεια των γυρισμάτων αλλά παρόλα αυτά το αποτέλεσμα έχει την εμπιστοσύνη και την ορμή ενός προμελετημένου σεναρίου.

Αν και το Κότον Κλαμπ γνώρισε παταγώδη αποτυχία στην Αμερική λαμβάνοντας αρνητική δημοσιότητα και περνώντας σε μεγάλο βαθμό απαρατήρητο από τους κριτικούς και το κοινό σε αντίθεση με την καριέρα του στην Ευρώπη – είναι μια μεγαλεπήβολη και πολύ διασκεδαστική ταινία που κινείται με άνεση και ευελιξία ανάμεσα στο τζαζ μιούσικαλ, το αισθηματικό δράμα και την γκανγκστερική δράση. Η ταινία στηρίζεται σε αληθινά περιστατικά που λάμβαναν κατά καιρούς χώρα στο τζαζ στέκι «Cotton Club», ένα άσημο νυχτερινό στέκι της δεκαετίας του 30’ στην γειτονιά του Χάρλεμ, στην Αμερική.

Στη Νέα Υόρκη του 1928 που ζει στη σκιά του Μεγάλου Κραχ, γκάνγκστερ, ηθοποιοί και πολιτικοί συγκεντρώνονται κάθε βράδυ στο δημοφιλές ”Cotton Club” για να δουν και να ακούσουν τα μεγαλύτερα αστέρια της τζαζ, ενώ παράλληλα ένας νεαρός τρομπετίστας με όνειρο να εμφανιστει στην σκηνή του μαγαζιού, στην προσπάθειά του να καθιερωθεί, μπλέκεται στον κόσμο των γκάγκστερ.

Το Κότον Κλαμπ φιλοξενεί καθημερινά στην σκηνή του ταλαντούχους έγχρωμους μουσικούς-διασκεδαστές που παίζουν για ένα κατ’ εξοχήν λευκό κοινό. Παρατηρούμε λοιπόν πως όπως και κάθε ταινία που παρουσιάζει την κοινωνική κατάσταση εκείνης της περιόδου στην Αμερική, έτσι και το Κότον Κλαμπ αναδεικνύει κοινωνικά κατασκευασμένες φυλετικές διαφορές χωρίς όμως να εμβαθύνει σε αυτές. Θα μπορούσαμε λοιπόν να πούμε πως το ενδιαφέρον της ταινίας εστιάζει ταυτόχρονα σε πολλά διαφορετικά σημεία που συνυπάρχουν και δεν αλληλοσυγκρούονται. Πολλαπλές φαινομενικά ετερόκλητες ιστορίες και πρόσωπα συνυφαίνονται μεταξύ τους με συνδετικό κρίκο την μουσική που δίνει ρυθμό στην πλοκή και κάνει την μετάβαση πιο ομαλή και με κοινό φόντο το περίφημο τζαζ κλαμπ “Cotton Club”.

Κριτική μουσικής:

Το 1908 ο Antonio Maggio δημοσιεύει το κομμάτι «I got the blues» χρησιμοποιώντας για πρώτη φορά τον όρο blues στην μουσική βιομηχανία. Η λέξη αυτή προέρχεται από την έκφραση blue devils που αποδίδεται ως μελαγχολία και λύπη. Γεννημένη από Αφροαμερικανούς, η μουσική αυτή κρύβει μέσα της τον πόνο της χαμένης αγάπης και της αδικίας που βιώνουν και τους βοηθά να ξεπερνούν τις δυσκολίες τους. Ως βάση για την blues μουσική  χρησιμοποιήθηκαν οι μουσικές των θρησκευτικών τελετών των Αφροαμερικανών   που ενσωματώθηκαν αρχικά στα τραγούδια της δουλειάς και των χωραφιών. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1912, ο Hart Wand δημοσιεύει το κομμάτι του “The Dallas Blues”, το πρώτο blues κομμάτι με πνευματικά δικαιώματα. Θα ακολουθήσουν κι άλλες ένδοξες στιγμές για την Blues. Με την πάροδο των χρόνων, η Blues θα δώσει την σκυτάλη σε νέα μουσικά είδη, όπως τη Rhythm & Blues(R&B), τη Jazz, τη Rock&Roll, ακόμη και την Country. Ας σταθούμε για λίγο, όμως, στην Jazz.

H Jazz είναι ένα μουσικό είδος που γεννήθηκε στην Νέα Ορλεάνη των Η.Π.Α. . Η Νέα Ορλεάνη είχε παράδοση στους εορτασμούς. Όπερα, μπάντες στρατιωτικών παρελάσεων, παραδοσιακή μουσική, blues, διαφορετικά είδη εκκλησιαστικής μουσικής και παραδοσιακά αφρικάνικα τύμπανα ήταν μόνο λίγες από τις επιρροές που όταν τελικά συγχωνεύτηκαν, οδήγησαν στην γέννηση της Jazz. Πολλοί καλλιτέχνες της jazz έπαιζαν την μουσική τους στις πλατείες της πόλης, στους οίκους ανοχής και στα μπαρ -οι Buddy Bolden και Jelly Roll Morton πρωτοεμφανίστηκαν σε τέτοια μπαρ- της περιοχής των κόκκινων φαναριών, κοντά στην οδό Basin, γνωστή ως Storyville. Σε αντιδιαστολή με τις χορευτικές μπάντες, υπήρχαν και πολλές μπάντες που έπαιζαν σε πολυτελείς κηδείες. Τα όργανα που χρησιμοποιούνταν στις χορευτικές και μη μπάντες ήταν πνευστά χάλκινα όργανα, αυλοί συγχρονισμένοι να παίζουν σε 12τονικές κλίμακες και τύμπανα.

Μια αρκετά σημαντική προσωπικότητα της Jazz, o Louis Armstrong, γεννήθηκε στην Ορλεάνη τον Αύγουστο του 1901 και άρχισε να παίζει μουσική στα 13 του χρόνια στο Storyville, όπως και οι Lorenzo Tio και Alcide Nunez. Ο Armstrong τελειοποίησε την τεχνική των solo. Πριν από αυτόν, οι μουσική έπαιζαν σύμφωνα με την τεχνική Dixieland κατά την οποία όλοι οι μουσικοί αυτοσχεδίαζαν ταυτόχρονα. Ο Armostrong πήγε την ιδέα ένα βήμα παραπέρα, συμβουλεύοντας τους μουσικούς να παίζουν κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων που επέφερε στην εκτέλεση ενός και μόνο solo την φορά.

Ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο στην ιστορία της Jazz και ευρύτερα της μουσικής είναι ο Edward Kennedy “Duke” Ellington. Γεννημένος τον Απρίλη του 1899 στην Washington, ξεκινά να παίζει jazz ως έφηβος και μετακομίζει αργότερα στην Νέα Υόρκη το 1927 για να δουλέψει στο Cotton Club. O νεαρός τότε Ellington, αναδείχθηκε αμέσως στους καλύτερους μουσικούς και δημιούργησε για τον εαυτό του ένα πολύ καλό όνομα στο πιο διάσημο club στο Harlem.

Με την έλευση του ραδιοφώνου και του φωνογράφου στα τέλη του 1920, πολλοί ανερχόμενοι μουσικοί έγιναν γνωστοί, καθώς η jazz έγινε προσβάσιμη ακόμα και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές. Οι ζωντανές αναμεταδόσεις από το Cotton Club σε δίκτυα του CBS και NBC ήταν γεγονός. Από κάθε γωνιά της Αμερικής μπορούσε κανείς να ακούει τους εκλεπτυσμένους ήχους της ορχήστρας του Duke Ellington, γεγονός που του έδωσε ακόμη περισσότερο prestige. Στις δεκαετίες του 1920 και 1930, το Cotton club ήταν o πιο δημοφιλής τόπος συνάντησης για την παρουσίαση ενός νέου τραγουδιού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το εξής: το 1927, ο Hoagy Carmichael έγραψε το Star Dust κι ένα χρόνο αργότερα ο Mitchell Parrish πρόσθεσε στίχους. Μόνο όταν ο Ellington το παρουσίασε στο Cotton Club το 1929 γνώρισε επιτυχία. Ο Ellington ήταν κατά κάποιο τρόπο μια μηχανή παραγωγής άριστων κομματιών. Έγραφε κάτω από εξαιρετική πίεση, ωστόσο, οι συνθέσεις του είναι ακόμη αξιοθαύμαστες.

Όσον αφορά αυτή καθαυτή την ταινία, στα πρότυπα των Ellington και Cab Calloway(Αμερικανός τραγουδιστής της jazz) προσπάθησε να βαδίσει και ο John Barry, o οποίος επιμελήθηκε την μουσική της ομώνυμης ταινίας The Cotton Club (Francis Ford Coppola, 1984). Η προσπάθεια του Barry ανακαλεί μια αίσθηση ενέργειας, αλλά και το αίσθημα της γενικότερης θλίψης της εποχής γεγονός που μας μεταφέρει εύκολα στη δεκαετία του ’30. Πλέκοντας μαζί στοιχεία του παρελθόντος  μαζί με μοντέρνα στοιχεία, δημιουργεί ένα μωσαϊκό χρόνου, τόπου και τέχνης. Η μουσική εδώ χρησιμεύει  ως αρωγός για την ομαλή μετάβαση από το ένα θέμα στο επόμενο, δίνει μια ροή, μια συνέχεια κι έναν λανθάνον ρυθμό. Αποτελεί πρωταρχικό στοιχείο μιας πυροδότησης   των πιο έντονων συναισθηματικών ξεσπασμάτων και καλύπτει τυχόν σκηνοθετικές ατέλειες. Οι καλύτερες στιγμές της ταινίας είναι αναμφισβήτητα τα μουσικά νούμερα. Μερικές αξιοσημείωτες μουσικές σκηνές είναι το «Crazy Rhythm» με τους Sandman Williams(Gregory Hines) και Clay Williams(Maurice Hines), μια αυτοσχέδια επίδειξη από τους Sandman Williams(Gregory Hines), Charles Coles και άλλους χορευτές και τέλος μια ερμηνεία της Vera Cicero(Diane Lane)  στο «Am I blue?» με συνοδεία του Dixie Dwyer(Richard Gere) στην τρομπέτα -την οποία φημολογείται πως παίζει ο ίδιος-.

Το Cotton Club στην οδό Harlem έκλεισε προσωρινά το 1936, μόνο για να μεταφερθεί λίγο αργότερα στην Time Square με πρώτα ονόματα τους Cab Calloway, The Singing Dandridge Sisters, The dancing Nicholas Brothers και την μπάντα του Louis Armstrong. Ύστερα από τέσσερα χρόνια, το club έκλεισε οριστικά. Παράλληλα, ως φυσικό επόμενο της Jazz εμφανίστηκαν νέα είδη. Η Swing εμφανίστηκε την περίοδο της Παγκόσμιας Οικονομικής Ύφεσης του ’29(Great Depression) ως ένα πιο αισιόδοξο κίνημα για να αντισταθμίσει την περίοδο απαισιοδοξίας. Ανά τις δεκαετίες έκαναν την εμφάνιση τους και παραλλαγές της Jazz, όπως η Bebop, Afrocuban jazz, Free Jazz, Latin Jazz, Hard Bop, Modal Jazz, Soul Jazz, African inspired Jazz, Jazz Fusion, Psychedelic Jazz, Punk Jazz, κ.ά.