Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Jacques Tati
Σενάριο: Jacques Tati, Jacques Lagrange, Art Buchwald
Μουσική: Francis Lemarque
Φωτογραφία: Jean Badal, Andréas Winding
Τοποθεσία: Γαλλία, 1967
Διάρκεια: 124'

Jacques Tati

Ο Ζακ Τατί (Jacques Tati, 9 Οκτωβρίου 1907 – 4 Νοεμβρίου 1982) ήταν Γάλλος σκηνοθέτης και κωμικός ηθοποιός του θεάτρου και του κινηματογράφου. Γύρισε συνολικά μονό έξι μεγάλες ταινίες, σε πέντε από τις οποίες παίζει το ρόλο του Κυρίου Ιλό (Monsieur Hulot). Η μεγαλύτερη επιτυχία του θεωρείται η ταινία Mon Oncle στην οποία ο Monsieur Hulot έρχεται αντιμέτωπος με σύγχρονο τρόπο ζωής. Σε μια κοινωνία παριστάνει το άτομο μιας παλαιάς εποχής και η άγνοιά του των νέων συνθηκών κρίνει με πολύ χιούμορ τις νέες καταστάσεις. Η ταινία ενεργεί ως κριτική προς την αναπτυσσόμενη μοντερνιστική αρχιτεκτονική που στα τέλη τις δεκαετίας του 1950 αποτελούσε την προδιαγεγραμμένη δομική σύνθεση των προαστίων του Παρισιού. Για το «Playtime» ο Τατί αφιέρωσε τρία χρόνια από τη ζωή του και τεράστια ποσά. Ένα ντεκόρ χτισμένο εξ ολοκλήρου εκτός στούντιο, μια πόλη που πήρε το παρατσούκλι «Tativille», όπου το μπετόν αρμέ και το τζάμι είναι κυρίαρχα στοιχεία μπροστά στους ανθρώπους-μυρμήγκια. Και όμως αυτή η τόσο φιλόδοξη ταινία υπήρξε μια από τις μεγαλύτερες εμπορικές αποτυχίες του γαλλικού κινηματογράφου και οδήγησε τον δημιουργό της στη χρεοκοπία. Με τα χρόνια επανεκτιμήθηκε και σήμερα, χάρη στην επίπονη προσπάθεια της εταιρείας «Les films de mon oncle» («Οι ταινίες του θείου μου») που ίδρυσε η κόρη του Τατί Σοφί Τατισέφ, επαναπροβάλλεται σε όλον τον κόσμο σε ρετουσαρισμένη κόπια.

Υπόθεση

Η ταινία ξεκινά με ένα γκρουπ από την Αμερική που φτάνει στο Παρίσι. Αντί για τη γραφική Πόλη του Φωτός οι τουρίστριες βλέπουν ένα υπερσύγχρονο συγκρότημα κτιρίων, περιηγούνται σε μια έκθεση μοντέρνων προϊόντων και δειπνούν σε ένα εστιατόριο πολυτελείας. Στους ίδιους χώρους περιφέρεται και ο κύριος Ιλό. Το βλέμμα του, ειρωνικό και αποστασιοποιημένο απέναντι στον παραλογισμό του μοντέρνου πολιτισμού, καταγράφει την μεταμόρφωση του χώρου. Η παράδοση και η παλιά πόλη έχει μετασχηματισθεί σε μια συγκέντρωση όγκων τσιμέντου και γυαλιού, στην μοντέρνα πόλη. Οι μηχανές και η σχέση των ανθρώπων μαζί τους, η κίνηση της ανθρώπινης μορφής μέσα στον χώρο, η απουσία του διαλόγου και η δημιουργία ενός ηχητικού περιβάλλοντος επιτείνει την δύναμη της εικόνας. Όλη η ταινία αποτελεί ένα απολαυστικό αλλά και καυστικό σχόλιο για τη «μηχανοκίνητη» κοινωνία της αυτοματοποίησης και των περίεργων εφευρέσεων που είχαν αρχίσει να γίνονται της μόδας, παγιδεύοντας τελικώς τον εφευρέτη τους, τον άνθρωπο.

Blink and you miss it

Η ταινία δίνει έμφαση στις λεπτομέρειες. Τίποτα δεν αφήνεται στην τύχη, όλα είναι ευθυγραμμισμένα και απόλυτα συμμετρικά. Το φουτουριστικό τοπίο αποτελείται από αυτοκίνητα παρκαρισμένα μόνο μπροστά από τα παρκόμετρα, πολυώροφα κτίρια από γυαλί κι ατσάλι και δωμάτια εργασίας αποστασιοποιημένα και τέλεια οργανωμένα σε μορφή λαβυρίνθου. Όλα είναι ωραία αισθητικά, χωρίς όμως να προωθούν την άνεση. Τα σύγχρονα διαμερίσματα περιβάλλονται από θεόρατα διαυγή τζάμια που η χρησιμότητα τους δεν σχετίζεται με την ασφάλεια και την προστασία από τον εξωτερικό κόσμο. Αντίθετα, σαν βιτρίνες καταστήματος, εκθειάζουν το περιεχόμενο των αγαθών που έχουν οικειοποιηθεί οι ένοικοί τους. Αυτά τα σπίτια, όπως και στην ταινία Mon Oncle, δηλώνουν ένα ακραίο φετιχισμό, «τον φετιχισμό του μοντέρνου», τον οποίο ο ήρωας αδυνατεί να κατανοήσει και με τον οποίο είναι εντέλει αντίθετος. Ο τρόπος ζωής τους συνδέεται άρρηκτα με τον καταναλωτισμό. Ο σύγχρονος άνθρωπος χαρακτηρίζεται από την τάση για επιδειξιμανία και αυτοπροβολή. Η σκηνή στο εστιατόριο παρουσιάζει μια νοσταλγική ματιά πάνω στη μπουρζουζία και τον μοντερνισμό, ο οποίος τελικά εξαπολύει τα βέλη του πίσω στον άνθρωπο. Όλα όσα έχουν κατασκευαστεί για να εντυπωσιάσουν αρχίζουν να φθίνουν. Οι τοίχοι καταρρέουν σαν τεχνητά σκηνικά, τα τζάμια θρυμματίζονται με ένα άγγιγμα, όλα αυτά αποκαλύπτουν την πειραματική αλλά και πρόχειρη κατασκευή του κτιρίου. Οι υπηρέτες της σύγχρονης ζωής, οι επιχειρηματίες, τρέχουν να κρύψουν τον χαμό που προκλήθηκε, πριν το ανακαλύψουν οι πελάτες τους. Οι ίδιοι με τη σειρά τους δεν δίνουν σημασία στην καταστροφή, η μέθη τους κάνει ευάλωτους και αδιάφορους προς την όλη κατάσταση. Κύριο μέλημα τους είναι η ευχαρίστηση. Κανείς δεν νοιάζεται για τα απομεινάρια της μοντέρνας ζωής ούτε φαίνεται να νοσταλγούν την παράδοση, αναλώνονται στην πρόσκαιρη και εύκολη διασκέδαση.

Monsieur Hulot

Ο Tati δημιούργησε μια κωμική φιγούρα τον κ. Hulot, και τον τοποθέτησε μέσα στο χάος του σύγχρονου κόσμου, αφήνοντας τον εκεί ανυπεράσπιστο να αντιμετωπίσει όλον τον παραλογισμό του. Υποστηρίζεται ότι ο Monsieur Hulot συστήνει στο κοινό με μεγαλύτερη σαφήνεια το κινηματογραφικό του alter ego του Tati. Είναι ένας χαρακτήρας που προσπαθεί να εξυπηρετήσει την ώρα που κανένας δεν ζητάει τη βοήθειά του, που μπλέκει διαρκώς σε φασαρίες και παρεξηγήσεις. Είναι ένας άνθρωπος χωρίς παρελθόν και χωρίς μέλλον που ζει τα ευτράπελά του εδώ και τώρα. Άλλωστε σε όλες τις ταινίες του, ο κύριος Ιλό εμφανίζεται από το πουθενά και ακολουθεί μια αβέβαιη πορεία που δεν βγάζει κάπου συγκεκριμένα. Η μορφή του κ. Ιλό έχει δεχθεί κριτική και έχει παρομοιαστεί με τον χαρακτήρα του Charlie Chaplin και Buster Keaton. Ο Τατί ήταν αντίθετος με αυτή τη σύγκριση και υποστήριξε πως ο Ιλό δεν είναι ένας γελωτοποιός, δεν είναι καν ηθοποιός. Ο ίδιος ήθελε να δημιουργήσει έναν άνδρα απλό και ειλικρινή, που κινείται στους δικούς του ρυθμούς. Αυτό έχει επιτευχθεί στην ταινία Playtime όπου ο κύριος Ιλό παρουσιάζεται αδιάφορος αλλά και ανίκανος να ενταχθεί στο σύγχρονο τρόπο ζωής. Θα έλεγε κανείς ότι είναι σαν ψάρι έξω από το νερό. Την στιγμή που όλοι έχουν έναν συγκεκριμένο ρόλο, εργάζονται ασταμάτητα ίσως και μηχανικά σαν τα μυρμήγκια, ο Ιλό φαίνεται να αποκλίνει από αυτή την πορεία. Παρόλα αυτά μέσα σε όλο το χαμό ο Ιλό είναι ο μόνος γνήσιος και ανθρώπινος.