Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Péter Bacsó
Σενάριο: Péter Bacsó, János Ujhelyi
Ηθοποιοί: Ferenc Kállai, Lajos Öze, Zoltán Fábri, Béla Both
Φωτογραφία: Ferenc Kállai, Lajos Öze, Zoltán Fábri, Béla Both
Μουσική: Szabolcs Fényes, György Vukán
Τοποθεσία: Ουγγαρία, 1969
Διάρκεια: 1ω 45λ

1848, οι Καρλ Μαρξ και Φρήντριχ Ένγκελς εκδίδουν το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», τον κήρυκα μιας νέας πολιτικής ιδεολογίας, του Κομμουνισμού, που είχε σκοπό να αναδιαμορφώσει την κοινωνία και να προχωρήσει την ανθρωπότητα ένα νέο βήμα μπροστά.

1969, ο Ούγγρος σκηνοθέτης Péter Bacsó, πολίτης ενός από τα πολλά κομμουνιστικά καθεστώτα της εποχής, ολοκληρώνει τον Μάρτυρα, μία μαύρη κωμωδία που σατίριζε τα κακώς κείμενα του ουγγρικού κομμουνιστικού κράτους που είχε μετατραπεί σε μια απολυταρχική δυστοπία.
Η ταινία περιγράφει τις κωμικοτραγικές περιπέτειες του Γιόζεφ Πέλικαν, ενός αφελή και τίμιου χωρικού, πιστού κομμουνιστή και βετεράνου του Β’ ΠΠ που δουλεύει ως επιτηρητής σε ένα φράγμα στο Δούναβη, μέσα στην περίοδο Rakocsi (δεκαετία ’50), την πιο σκληρή και αυταρχική της κομμουνιστικής Ουγγαρίας. Τα πράγματα στραβώνουν όταν συλλαμβάνεται από την αστυνομία λόγω της παράνομης σφαγής του γουρουνιού του (μια πράξη αποτέλεσμα της πείνας της οικογένειάς του) και καταλήγει στη φυλακή. Όμως, δίχως εξήγηση θα αποφυλακιστεί αθωωμένος από τις αρχές, κι ένα μυστηριώδες μαύρο αυτοκίνητο θα τον φέρει κοντά στον πανούργο σύντροφο Βίραγκ, έναν υψηλά ιστάμενο του καθεστώτος όπου βλέπει στα μάτια του αγαθού και «ιδεολογικά απαίδευτου» Πέλικαν ένα ικανοποιητικό υποχείριο . Έκτοτε, ο Πέλικαν αναλαμβάνει διάφορα διοικητικά καθήκοντα για τα οποία όμως αποδεικνύεται ως ο πλέον ακατάλληλος (από υπέυθυνος δημόσιας πισίνας έως επιβλέπων καλλιέργειας του πρώτου ουγγρικού πορτοκαλιού) με αποτέλεσμα να τα θαλασσώνει και να μπαίνει στην φυλακή για να ξαναβγαίνει όμως χάρις στις διασυνδέσεις του σύντροφου Βίραγκ! Πέφτοντας λοιπόν σε έναν φαύλο, κωμικό (για το θεατή βεβαίως) κύκλο, στο κρεσέντο της ταινίας ο Βίραγκ και οι άνθρωποί του θα προσπαθήσουν να πείσουν τον Πέλικαν να κατηγορήσει ως προδότη έναν παλιό του φίλο από τον πόλεμο σε μία στημένη δίκη.
Η ταινία «σπάει πλάκα» με όλες τις άσχημες και σκοτεινές πτυχές της κομμουνιστικής Ουγγαρίας: παρακολούθηση των προσωπικών ζωών των πολιτών, υπερβολική αστυνόμευση, λάθος άνθρωποι στις λάθος θέσεις, στημένες δίκες με ψεύτικες καταθέσεις, παλιοί δοσίλογοι των ναζί που δουλεύουν ως δοσίλογοι της νέας κυβέρνησης. Όλα αυτά τα αρνητικά χαρακτηριστικά παρελαύνουν σαν τσίρκο μπροστά από τον φακό του Bacso μετατρέποντάς τα σε κωμικά νούμερα με κλόουν- στρατιωτικούς-δικαστές-γραφειοκράτες και έξυπνες αστείες ατάκες προορισμένα μεν για το ουγγρικό κοινό (ένα κοινό που θα γελούσε ουσιαστικά με τον πόνο του!) αλλά που φαίνονται αστεία ακόμα και σε οποιαδήποτε άλλη χώρα έχει βιώσει παρόμοια πολιτική κατάσταση (ακόμα και στην Ελλάδα, που κι αν δεν έζησε ποτέ τον κομμουνισμό, η απολυταρχία και οι πρακτικές της παραμένουν πάντα ίδιες).

Ξεκάθαρα λοιπόν η ταινία αποτελούσε αιχμή σε μια δήθεν φιλολαϊκή δικτατορία, κάτι που επίσης ξεκάθαρα δεν πέρασε απαρατήρητο. Τι κι αν το 1969 που γυρίστηκε η ταινία η αυταρχικότητα των κυβερνόντων είχε κάπως χαλαρώσει, η έγκριση για το φιλμ δόθηκε άλλα έγιναν πάμπολλες περικοπές και λογοκρισίες στην πορεία ώσπου τελικά απαγορεύτηκε και τακτοποιήθηκε σε κάποιο ξεχασμένο ράφι αποθήκης για 10 ολόκληρα χρόνια. Όταν τελικά προβληθεί, μετά πολλών παθών, επίσημα η ταινία, γίνεται τρομερά δημοφιλής στον ουγγρικό λαό και αποκτά ένα εθνικό καλτ στάτους που διατηρείται ακόμα!

Μέχρι και σήμερα, πολλές από τις ατάκες της ταινίας (όπως οι αοριστολογίες του Βίραγκ «η ζωή δεν είναι σαν κομμάτι τούρτας» ή «η διεθνής κατάσταση είναι ιδιαίτερα τεταμένη») χρησιμοποιούνται ευρέως στην Ουγγαρία στον καθημερινό λόγο. Μέχρι και σήμερα, ο Μάρτυρας εκτιμάται από το παγκόσμιο κινηματογραφικό κοινό ως στίγμα της εποχής του και δίνει γέλιο σε οποιονδήποτε σινεφίλ. Μέχρι και σήμερα, το φιλμ αποτελεί Μάρτυρα μιας προσπάθειας κοινωνικής προόδου της ανθρωπότητας που κατέληξε όμως σε παταγώδη αποτυχία