Υπάρχουν μόνο λίγοι κινηματογραφιστές που είναι πρόθυμοι να ακολουθήσουν τη διαδρομή του πραγματικά περίεργου. Για το είδος του προκειμένου σκηνοθέτη, το είδος που κάνει ταινίες που ουδόλως συμμορφώνονται με τους κανόνες του Χόλλιγουντ, πρέπει να αφορά σκηνοθέτη με πραγματική πεποίθηση. To Possession -που έχει περιγραφεί από αλλοτριωτικό μέχρι και ενοχλητικό- είναι αυτό το είδος της ανορθόδοξης ταινίας που θα μπορούσε να “βρει ζωή” μόνο ως arthouse film (ως επί το πλείστον τουλάχιστον). Στο εξαιρετικό αυτό φιλμ ο Ζουλάφσκι αποτυπώνει με ωμό τρόπο την καταστροφή μιας σχέσης εν απουσία της επικοινωνίας.
Οι χαρακτήρες είναι απομονωμένοι, αξεπέραστοι και αδύναμοι να έρθουν σ’ επαφή μεταξύ τους είτε φυσικά είτε συναισθηματικά. Η συρρίκνωση της συζυγικής σχέσης είναι αισθητή σ’ όλο το πλαίσιο της ταινίας. Αν και υπάρχουν αρκετές ερμηνείες πως ο “σπασμένος γάμος” όπως προβάλλεται στην ταινία λειτουργεί ως μεταφορά για το πολιτικό χάσμα της κοινωνίας (βλ. την κάμερα που συχνά παραμένει στο προφητικό τείχος του Βερολίνου, που βρίσκεται πάντα έξω από τα παράθυρα), εμείς θα το πάρουμε από τη σκοπιά της οικογένειας δεδομένου του αφιερώματός μας.
Ο κινηματογραφικός φακός του Brunno Nyttan εξισορροπεί τις σκηνές του διαμερίσματος μ’ έναν παράδοξο συνδυασμό διαίρεσης και κλειστοφοβίας, απομονώντας συχνά τους αντιπάλους μ’ ένα μικρό βάθος πεδίου. Οι χαρακτήρες φαίνεται να κατοικούν στα δικά τους επίπεδα συχνά πλαισιωμένοι από τις πόρτες και άλλα κατακόρυφα στοιχεία.
Ο Ζουλάφσκι μας εκθέτει για ακόμη μια φορά τη σκοτεινή πλευρά των σχέσεων με βάναυση οικειότητα, μέσα από τις μάχες που λαμβάνουν χώρα στο διαμέρισμα μεταξύ της οικογένειας . Η κάμερα μας τοποθετεί κατευθείαν σ’ αυτές τις μάχες, στην αγωνιώδη αντιπαράθεση ενός προσώπου που θέλει απελπισμένα να ξεφύγει από την παρουσία μιας τέτοιας οργής. Η ένταση των ερμηνειών είναι απάνθρωπη και γίνεται γρήγορα προφανές ότι δεν παρακολουθούμε ρεαλιστική δράση αλλά κάτι πολύ πιο ακραίο. Ωστόσο, παρά το υπερβολικό στοιχείο η κάμερα καταγράφει τα γεγονότα με ανεμπόδιστη ψυχρότητα.
Το διαζύγιο λαμβάνει τραυματική υπόσταση περισσότερο από ποτέ. Ο Αντρέι Ζουλάφσκι (δεδομένου πως και ο ίδιος βρισκόταν σε περίοδο διαζυγίου) μεταμορφώνει τον γάμο σ’ έναν συνεχώς εξελισσόμενο ψυχικό τρόμο, δημιουργώντας μια από τις πιο αξέχαστες κονιορτοποιημένες συζυγικές διαλύσεις στην ιστορία του κινηματογράφου. Η αδυσώπητη μαύρη όψη της διαφωνίας του γάμου είναι τόσο σκληρή που θ’ αποβάλλει κάποιον από την ίδια την έννοια του γάμου. Στιγμές άγχους δίνουν τη θέση τους σε ψυχωτικές καταστροφές με την Άννα (Ιζαμπέλ Ατζανί) να θέλει να ξεφύγει από το κρίσιμο σημείο της “επίθεσης”. Πρώτα παρακολουθούμε τα σημάδια της προδοσίας της Άννας μέσω μιας προοπτικής ενός ανασφαλούς άνδρα ενώ ο Μάρκ (Σαμ Νιλ) συμπεριφέρεται σαν ένας περιφρονημένος σύζυγος αναζητώντας απαντήσεις από την γυναίκα του.
Υπάρχουν στιγμές τέτοιας αδιευκρίνιστης και άγριας βίας εδώ που έχουν καταστήσει κάθε λογοκρισία ως απαρχαιωμένη, αλλά ο Ζουλάφσκι δεν επεξηγεί το σκοτεινό αποκρυφισμό που υπάρχει στην καρδιά του Possession. Γεγονός που καθιστά την ταινία του ακόμη πιο ενδιαφέρουσα -όσο λιγότερα γνωρίζουμε, τόσο το καλύτερο-. Ακόμη και όταν η ίδια η ταινία εστιάζει στο Κρoνενμπεργκιανό δημιούργημα (the thing), η ψυχολογία και ο συναισθηματικός συντονισμός παραμένουν αληθινοί.
Οι εναλλαγές των σκηνών είναι σκληρές και ευδιάκριτες, χρησιμοποιώντας υψηλή αντίθεση και απρόσμενες αλλαγές στην τοποθεσία. Σπάνια είναι δεδομένη η κίνηση με καθαρή είσοδο ή έξοδο, επομένως ο θεατής αισθάνεται πως ρίχνεται συνεχώς στη δράση (όπως και συμβαίνει). Οι ηθοποιοί είναι επίσης σε κίνηση, όχι όμως με τον εκφραστικό τρόπο που αναφέρθηκε προηγουμένως. (βλ. την Άννα να φτάνει στο σπίτι και να βρίσκει τον Μαρκ να κουνιέται μπροστά και πίσω σε μια καρέκλα). Καθώς αρχίζουν να “παλεύουν” ο ευρυγώνιος φακός επιδεινώνει την αίσθηση της αιώρησης του Μαρκ προς και από την φωτογραφική μηχανή. Ο φακός της εστίασης αγωνίζεται για να συμβαδίσει. Και πάλι ο θεατής αισθάνεται την άβολη γειτνίαση με τους πρωταγωνιστές.
Όπως το θέμα των διασπασμένων σχέσεων, έτσι και το ζήτημα της σεξουαλικής σύγχυσης δεν εκδηλώνεται μόνο ως προς το περιεχόμενο αλλά και ως προς της μορφή του Possession. Έχοντας στερηθεί κάθε στέρεας ιδέας για το πού κατευθύνεται η ταινία, υπάρχει ένας φόβος ότι οποιαδήποτε παραβίαση αποδεκτών κανόνων και συμπεριφορών μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή. Ένα οπτικό μοτίβο που παίζει με τέτοια ένταση είναι μια ευρυγώνια διάταξη μ’ έναν χαρακτήρα που κρατάει έναν γυμνό κορμό στο παρασκήνιο. Αυτό το βλέπουμε σε τρεις φάσεις στην ταινία.
1. Όταν ο Μαρκ βρίσκει τον γιο του καλυμμένο με βρωμιά και βγάζει το πουκάμισό του για να τον καθαρίσει.
2. Κατά τη διάρκεια μια σπάνιας οικογενειακής ηρεμίας, όταν ο Μαρκ τοποθετεί με τρυφερότητα τη γυμνή γυναίκα του στο κρεβάτι.
3. Όταν ο Μαρκ και η Άννα κάνουν σεξ στο πάτωμα της κουζίνας.
Η επανάληψη μια τέτοιας ασυνήθιστης λήψης της κάμερας προκαλεί άγχος και ασάφεια στον θεατή, καθώς προσπαθεί να καταλάβει το νόημα από το βλέμμα των χαρακτήρων. Σε κάθε περίπτωση υπάρχει ένας φόβος για το τί θα επακολουθήσει.
Η αριστουργηματική μουσική έχει συντεθεί από τον Andrzej Korzyński και δημιουργεί την κατάλληλη ένταση και αποξένωση που απαιτεί η ταινία. Η μουσική δεν γεφυρώνει τις σκληρές εναλλαγές σκηνών αλλά μάλλον χτυπούν με το νέο πλάνο για να μας πετάξει πολύ περισσότερο από την ισορροπία. Ο συνδυασμός μουσικής και ήχου στο ανησυχητικό και αβέβαιο φινάλε προκαλεί μια απορία (δεν είμαστε σίγουροι για το τί συμβαίνει) όσο και μια συναισθηματική απόκριση.
Το Possession αποτελεί την τέταρτη ταινία του Πολωνού Ζουλάφσκι γυρισμένη με μια υστερική σκηνοθεσία, κινηματογραφεί τον κόσμο του ασυνείδητου σε κατάσταση εμφύλιου σπαραγμού. Αν και η συμβολική διάσταση της ταινίας χρήζει ανάλυσης, θα σας αφήσουμε μόνους σας να βυθιστείτε στα υπόγεια του έργου και σ’ αυτή την ιστορία του τρόμου και της φρίκης, αποκωδικοποιώντας αυτή την αλληγορία.