Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Akira Kurosawa
Σενάριο: Ryûnosuke Akutagawa , Akira Kurosawa, Shinobu Hashimoto
Ηθοποιοί: Toshirô Mifune, Machiko Kyô, Masayuki Mori, Minoru Chiaki, Takashi Shimura, Kichijirô Ueda
Φωτογραφία: Kazuo Miyagawa
Μουσική: Fumio Hayasaka
Τοποθεσία: Ιαπωνία, 1950
Διάρκεια: 1ω 28λ
Βραβεία: Χρυσός Λέων στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας (1951), Τιμητικό Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας (1952)

«Ρασομόν» ονομάζεται μια Πύλη στην αρχαία λεωφόρο Σουζάκου που οδηγούσε στο Αυτοκρατορικό παλάτι της Ιαπωνίας. Στην πύλη Ρασομόν, μια μέρα που η βροχή ρίχνεται άγρια στην ερειπωμένη από τις καταστροφές περιοχή, θα συναντηθεί ένας ξυλοκόπος, ένας μοναχός κι ένας χωρικός και θα διηγηθούν μια παράξενη και φρικτή ιστορία.

Ο Ακίρα Κουροσάβα, από τους πλέον καταξιωμένους και θρυλικούς Ιάπωνες σκηνοθέτες παγκοσμίου βεληνεκούς, μπορεί να μοιάζει για αρκετούς σημερινούς θεατές σαν ένας βαρύς, παλιός σκηνοθέτης, ξεπερασμένος από τα σύγχρονα εφέ και τις νέους τρόπους αφήγησης στο σινεμά. Παρ’ όλα αυτά, το Ρασομόν από το «μακρινό» 1950, η 1η διεθνής επιτυχία του σκηνοθέτη και του ιαπωνικού κινηματογράφου, έρχεται με τη μεταμοντερνιστική φιλοσοφία του και την απλή αισθητική του και μπορεί να μιλήσει μέχρι και σήμερα στο κινηματογραφικό κοινό.

ΠΡΟΣΟΧΗ SPOILERS: Πρόκειται για μια jidaigeki, δηλαδή ταινία εποχής στη μεσαιωνική Ιαπωνία, βασισμένη σε δύο μικρά διηγήματα του συγγραφέα Ryûnosuke Akutagawa. Στην κατεστραμμένη από τους σεισμούς, τους λιμούς και τους ληστές χώρα, ένας μοναχός κι ένας ξυλοκόπος διηγούνται σε έναν χωρικό μια δίκη στην οποία παρευρίσκονταν: τον φόνο του σαμουράι Τακέχιρο Καναζάουα από τον ληστή Τατζομαρού. Στην ταινία ακούγονται 4 ιστορίες για το πώς έγινε ο φόνος: εκείνη του ληστή, της γυναίκας του σαμουράι, του ίδιου του νεκρού μέσω ενός μέντιουμ (όπως εκείνες τις διηγούνται οι ίδιοι στη δίκη) αλλά και του ξυλοκόπου όπως την αφηγείται στον χωρικό και τον ιερέα. Και οι 4 έχουν την ίδια αρχή (για το πώς ο ληστής, γοητευμένος από την ομορφιά της γυναίκας, παγιδεύει τον ευγενή και βιάζει τη γυναίκα του) η συνέχειά τους, όμως, για το πώς συνέβη ο φόνος είναι εντελώς διαφορετική και ο φονιάς δεν είναι σε καμία το ίδιο πρόσωπο.

Ποια από όλες είναι η αληθινή ιστορία; Ποια είναι η γραμμή που οι 4 αφηγήσεις συγκλίνουν ώστε να βρεθεί η αλήθεια; Που βρίσκεται η αντικειμενικότητα για να αποδοθεί η δικαιοσύνη; Η ταινία δεν το ξεκαθαρίζει. Και δεν είναι και αυτός ο σκοπός της. 10 χρόνια πριν το διατυπώσουν στη δυτική σκέψη φιλόσοφοι του μεταμοντερνισμού όπως ο Μισέλ Φουκώ και ο Ζακ Ντεριντά, το Ρασομόν αποκαλύπτει κάτι ισοπεδωτικό: δεν υπάρχει μία και μοναδική αντικειμενική αλήθεια. Οι άνθρωποι βλέπουν τα γεγονότα υποκειμενικά μέσα από τα συναισθήματά τους, κρατώντας από τα γεγονότα μόνο ό,τι τους συμφέρει. Έτσι, οι αλήθειες είναι όσες και οι διαφορετικές θεάσεις και αφηγήσεις. Είναι στην εκλογή του θεατή, πια, να πιστέψει ποια ιστορία είναι η αληθινή.

Και όντως, κάθε μία από τις διαφορετικές αφηγήσεις φαίνεται να είναι φιλτραρισμένη από την υποκειμενική ματιά του κάθε χαρακτήρα, αλλά και από την θέση που αυτά τα πρόσωπα παίζουν στην κοινωνία τους και πως θέλουν να την προβάλουν: ο επιδειξιομανής και αυτάρεσκος ληστής, η γυναίκα, ταπεινή και ανήμπορη σε μια κοινωνία που μαθαίνει να ζει ως αντικείμενο, ο υπερήφανος κάτοχος υψηλού κοινωνικού status σαμουράι. Ακόμα και ο τρόπος συμπεριφοράς και ομιλίας των ηρώων στις 3 πρώτες ιστορίες είναι έντονος και μελοδραματικός, σαν να ερμηνεύουν ρόλους σε αρχαία τραγωδία. Επίσης και στις 3 ιστορίες ο φονιάς είναι ο εκάστοτε αφηγητής της (σημάδι εγωισμού ή αυτοτιμωρίας;). Mόνο στην ιστορία του ξυλοκόπου οι κοινωνικές θέσεις φαίνονται αποδομημένες, με τη γυναίκα να υποχρεώνει τους φοβισμένους άνδρες να παλέψουν και να σκοτωθούν γι’ αυτή.

Η αισθητική του Kurosawa και του φωτογράφου Miyagawa προβάλλει με τον τρόπο της τα διλήμματα της ταινίας. Η χρήση του ασπρόμαυρου στο φιλμ και οι αντιθέσεις φωτός (ήλιου) και σκιάς (φύλλα) στο δάσος του εγκλήματος μοιάζουν να δηλώνουν μεταφορικά την αντίθεση ψέματος-αλήθειας.

Το Ρασομόν ρίχνει τον θεατή του σε μια άβυσσο αμφιβολίας για τον ίδιο τον άνθρωπο. «Είναι τρομακτικό! Αν οι άνθρωποι δεν εμπιστεύονται ο ένας τον άλλο, αυτός ο κόσμος θα γίνει κόλαση!», λέει ο μοναχός φοβισμένος που δεν θέλει να χάσει την πίστη του στον άνθρωπο. «Κατάρα! Όλοι είναι εγωιστές και άτιμοι. Ψάχνοντας δικαιολογίες!» θα πει ο ξυλοκόπος. Ο χωρικός στέκεται κυνικός και γελά με τις φοβίες των άλλων δύο: «Υπάρχει κανείς που να είναι όντως καλός; (…) Οι άνθρωποι είναι απλά άνθρωποι. Γι’ αυτό λένε ψέματα. Δεν μπορούν να πουν την αλήθεια ούτε καν στον εαυτό τους. (…)Αν δεν είσαι εγωιστής δεν μπορείς να επιβιώσεις!». Δεν υπάρχει πια η ασπρόμαυρη ασφάλεια του καλού και του κακού, παρά μόνο μια αμφίβολη γκρίζα ζώνη.

Η ταινία ήταν τόσο ριζοσπαστική και καινοτόμα για την εποχή της με αποτέλεσμα (εκτός των διεθνών διακρίσεων και βραβείων) η δομή της να αντιγραφεί και να χρησιμοποιηθεί πάμπολλες φορές στον κινηματογράφο και την τέχνη αλλά και να επηρεάσει τη φιλοσοφία και τις κοινωνικές επιστήμες σε βαθμό που επινοήθηκε ο όρος Rashomon effect για τις περιστάσεις που ένα γεγονός δέχεται διαφορετικές εκδοχές από διαφορετικά άτομα.

Παρ’ όλα αυτά, η ταινία δεν θα κλείσει μηδενιστικά και απαισιόδοξα. Ο Κουροσάβα ήταν ιδεαλιστής και αισιόδοξος άνθρωπος. Στο τέλος, ο ξυλοκόπος με την πράξη υιοθεσίας ενός εγκαταλελειμμένου βρέφους θα δώσει και πάλι στο μοναχό ένα λόγο να ελπίζει στην καλοσύνη του ανθρώπου. Η μανιασμένη βροχή στην Πύλη Ρασομόν θα σταματήσει και η ζωή θα συνεχίσει καινούρια και ανανεωμένη.