ΚΑΠΟΙΟΙ ΜΑΥΡΙΖΟΥΝ. ΑΛΛΟΙ ΚΑΙΓΟΝΤΑΙ.
[ Η κριτική περιέχει spoilers! ]
Ο Κωστής, ένας εσωστρεφής 40χρονος γιατρός, φθάνει στην Αντίπαρο για να αναλάβει την τοπική κλινική. Την ήσυχη καθημερινότητα του χειμώνα στο νησί σε συνδυασμό με την απόμακρη και μοναχική φιγούρα του Κωστή έρχεται να ισοσταθμίσει το καλοκαίρι που γεμάτο τουρίστες χτίζει μια ειδυλλιακή, βουτηγμένη στην ηδονή ατμόσφαιρα. Η 20χρονη Άννα και η παρέα της έχοντας έρθει για camping και ύστερα από την επίσκεψή τους στο ιατρείο του νησιού γνωρίζουν τον Κωστή. Από όλους τους ασθενείς με τους οποίους έχει συναναστραφεί και τα σώματα που έχει εξετάσει ο Κωστής, η Άννα είναι η πρώτη με την οποία νιώθει ουσιαστική επαφή. Προσπαθώντας να την πλησιάσει, οικειοποιείται ορισμένες συνήθειες της παρέας της· τους ακολουθεί στα μέρη που απολαμβάνουν γυμνοί το μπάνιο τους, στα βραδινά μαγαζιά που επισκέπτονται για να διασκεδάσουν. Η χλωμάδα του σώματός του μαζί με την αμηχανία των κινήσεών του και την έλλειψη κοινής πορείας με την νεολαία τον κάνουν να φαίνεται ξεκομμένο από τους υπόλοιπους παραθεριστές· όμως ο Κωστής δεν πτοείται, ελπίζει πως μπορεί να ζήσει την νιότη που στερήθηκε και να ξεφύγει από την μίζερη καθημερινότητά του έστω για λίγο.
Σ’αυτό το σημείο ο Παπαδημητρόπουλος δημιουργεί διπλή αγωνία: αφενός δημιουργεί την υποψία πως ο Κωστής στην προσπάθειά του να αναπληρώσει την χαμένη του ζωή, αδυνατεί να ισορροπήσει την δουλειά και την διασκέδαση και αφετέρου αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να αντιδράσει απότομα ή και βίαια συνειδητοποιώντας πως ο,τι συμβαίνει το καλοκαίρι είναι εφήμερο. Κάτω από τον ήλιο του καλοκαιριού και την ζέστη της ηδονής, αν δεν προσέχεις αρκετά, υπάρχει κίνδυνος να καείς. Ο πρωταγωνιστής βουτά χωρίς αντηλιακό σε μια θάλασσα ηδονής και βρίσκει τον εαυτό του διψασμένο, να θέλει κι άλλο. Σαν αυτό το καλοκαίρι να αναπληρώνει για όλα τα χρόνια της ανηδονίας του, για όλα τα χρόνια που ο ίδιος ξέχασε πως έχει ανάγκες.
Η πορεία του Κωστή είναι προδιαγεγγραμένη από την αρχή και ακολουθείται με μονοδιάστατη σεναριακή εξέλιξη. Ο σκηνοθέτης επικεντρώνεται σε ένα μόνο σημείο, την ανηδονία που δημιουργείται από την απόθυση της ανθρώπινης φύσης και της παραδοχής των ανθρώπινων αναγκών και των αντρικών ορμονών που στην συνέχεια οδηγεί στην έκρηξή τους. Το Suntan δεν θέλει να γεμίσει τον θεατή ηθολογικά διλήμματα, αλλά να συνθέσει το πορτρέτο του πλήρως αλλοτριωμένου σύγχρονου ανθρώπου, γεμάτου εγκαύματα από τα υψηλής θερμοκρασίας ανικανοποίητα πάθη του -με τον οποίο πολλοί ταυτίζονται-. Αυτό το επιτυγχάνει με την απλότητα, την αμεσότητα των πλάνων του και την αληθοφάνεια του χαρακτήρα του Κωστή. Ο Παπαδημητρόπουλος είναι καλύτερος σκηνοθέτης παρά σεναριογράφος κι αυτό γιατί ο,τι το σενάριο μας επιβεβαιώνει στα μέσα της ταινίας, έχουν προλάβει από τις πρώτες σκηνές να μας το δείξουν τα πλάνα. . Παρόλο που η πλοκή της ταινίας φαίνεται προβλέψιμη, αποφεύγει να ακολουθήσει τα κλισέ των περισσότερων ταινιών που πραγματεύονται το καλοκαίρι. Εδώ παρουσιάζεται περισσότερο σαν κατάσταση παρά σαν εποχή· κατάσταση που σε κάνει να πετάς σαν αλλαξιά ρούχα τον χειμωνιάτικο εαυτό σου και να ασπάζεσαι μια άλλη όψη του.
Ένα άλλο ενδιαφέρον παιχνίδι που παίζει ο Παπαδημητρόπουλος είναι αυτό των αντιπαραθέσεων. Ο χειμώνας σε αντιδιαστολή με το καλοκαίρι, τα νιάτα με την μέση ηλικία, η ήσυχη μέρα σε αντιδιαστολή με την δραστήρια νύχτα, η γαλήνη του φωτός σε αντιδιαστολή με τις αχαλίνωτες επιθυμίες του σκοταδιού, το γυμνό ηλιοκαμένο κορμί σε αντιδιαστολή με το πλαδαρό άσπρο σώμα του Κωστή. Αντιπαραθέσεις, ωστόσο, υπάρχουν και σχετικά με τους χαρακτήρες. Δεν μπορείς να αποφασίσεις ποια θα είναι η στάση σου απέναντί τους ακριβώς γιατί ενώ αρχικά τους συμπαθείς, ύστερα σε εκνευρίζουν. Ο Μάκης Παπαδημητρίου (Κωστής) είναι εξαιρετικός ηθοποιός ακριβώς γιατί καταφέρνει να αιχμαλωτίσει αυτή την αίσθηση χτίζοντας έναν χαρακτήρα που αγαπάς και θέλεις να αγκαλιάσεις, αλλά ταυτόχρονα σε ανατριχιάζει και θες να τρέξεις μακριά του. Αρκεί μόνο η σιωπή του για να σωματοποιήσει το κενό και να αποτυπώσει την απόγνωση.
Η εναλλαγή από δράμα σε (ρομαντική) κομεντί και τέλος σε θρίλερ γίνεται με αφηγηματική δεξιότητα με σκοπό την αποθέωση του έρωτα ως του πιο εγωιστικού συναισθήματος που έρχεται κόντρα σε κοινωνικές ευθύνες και συμβιβασμό. Η διαδρομή της ταινίας είναι ελκυστική και ορισμένες φορές δίνει χώρο για ελπιδοφόρες σκηνές, πέφτει όμως και σε σκοτεινά μονοπάτια. Δίνει την αίσθηση ενός ψυχολογικού θρίλερ που περιγράφει την ερωτική εμμονή και την προσπάθεια του ήρωα να κρατηθεί από κάπου για να μην χάσει τον εαυτό του.
Αν και οι περισσότεροι εκλαμβάνουν το τέλος της ταινίας ως απαισιόδοξο, ο Μάκης Παπαδημητρίου και ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος εκλαμβάνουν το τέλος αισιόδοξα.“[...]αυτός ο άνθρωπος περνά από το φως στο σκοτάδι και ξανανοίγει στο τέλος μια χαραμάδα να μπει λίγο φως.”(Παπαδημητρόπουλος). Ωστόσο, υπάρχει μια διαφορετική εκδοχή της ιστορίας από άνθρωπο σε άνθρωπο, καθώς ο καθένας αντιλαμβάνεται ως “φωτεινό” και “σκοτεινό” κάτι διαφορετικό.