Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: Rainer Werner Fassbinder
Σενάριο: Rainer Werner Fassbinder
Ηθοποιοί: Margit Carstensen | Hanna Schygulla | Irm Hermann
Φωτογραφία: Michael Ballhaus
Μουσική: Giuseppe Verdi | The Platters
Τοποθεσία: 25 Ιουνίου 1972 (Γερμανία)
Διάρκεια: 124'

Η ταινία του Reiner Werner Fassbinder «Τα πικρά δάκρυα της Πέτρα Φον Καντ» εκτυλίσσεται στο σύνολό της ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους που πλαισιώνουν και αναδεικνύουν την εσωτερικότητα των χαρακτήρων, χωρίς ουσιαστικά να τους αποκόπτουν από τις κοινωνικές δομές που τους δημιούργησαν. Το στοιχείο της αποστασιοποίησης, η αποξένωση και οι εσωτερικές αντιφάσεις συνυφαίνονται με δεξιοτεχνικό τρόπο και αποτυπώνουν το μεταπολεμικό κλίμα της Γερμανίας, καθώς και τις κοινωνικές παθογένειες που ενέχονται ως συστατικά στοιχεία στις καπιταλιστικές κοινωνίες.

Σε νεαρή ηλικία η πρωταγωνίστρια της ταινίας, Πέτρα Φον Καντ είχε ερωτευτεί έναν άντρα με τον οποίο διατηρούσε μια αρκετά φιλελεύθερη σχέση για τα δεδομένα της εποχής, μια σχέση, στην οποία σύμφωνα με τις επιθυμίες της δόθηκε μεγαλύτερη έμφαση στην αυτονομία του ατόμου, απ’ ότι στην συναισθηματική εξάρτηση και την αφοσίωση (έννοιες  που παραδοσιακά συνδέθηκαν με την μονογαμική πίστη και τα καθιερωμένα τυπικά της γαμήλιας ζωής). Το «ασυνήθιστο» αυτό μοτίβο καθιστούσε αυτή τη σχέση ασύμβατη με τα κυρίαρχα πρότυπα και τις κοινωνικές επιταγές σχετικά με τον ρόλο των φύλων στα πλαίσια μιας ερωτικής σχέσης. Η ανεξαρτητοποίηση της Πέτρα καταδείκνυε ταυτόχρονα την «αδυναμία» του άντρα της να επιτελέσει τον προκατασκευασμένο ρόλο του άντρα- εξουσιαστή, γεγονός που του δημιούργησε συναισθήματα ανεπάρκειας και μια άκρατη επιθυμία για κυριαρχία που εκδηλώθηκε σε βάρος της. Οι πληροφορίες αυτές δίνονται από την ίδια την Πέτρα μέσα από μια συζήτηση με την φίλη της, Σιντονί, η οποία φαίνεται να αντιπροσωπεύει τις συντηρητικές αντιλήψεις της εποχής. Η τελευταία φαίνεται να θεωρεί πως σε μια ερωτική σχέση, η έλλειψη ασφάλειας αποτελεί λογικότερη αιτία δυσαρέσκειας για μια γυναίκα σε σύγκριση με την έλλειψη ανεξαρτησίας και στη συνέχεια εκπλήσσεται όταν η Πέτρα αποκαλύπτει πως η ίδια χώρισε τον άντρα της.

Θα μπορούσαμε να πούμε πως στον πρώτο αυτό μονόλογο της Πέτρα σκιαγραφείται μια θεώρηση της πατριαρχίας με Φουκωικά –Μπατλεριανά στοιχεία που αφορούν την έμφυλη διάπλαση του υποκειμένου. Γρήγορα όμως η γραμμή αυτή ανατρέπεται και οι θεματικές διευρύνονται. Η Πέτρα Φον Καντ σε μια προσπάθεια να διαχειριστεί την υφιστάμενη καταπίεση διαμόρφωσε μια προσωπικότητα με γνώμονα κοινωνικά προκρινόμενα χαρακτηριστικά που αφορούν το αντίθετο φύλο. Η ίδια επιθυμεί να είναι δυναμική και ανεξάρτητη, αλλά ταυτόχρονα εκφράζει μια έντονη επιθυμία για κυριαρχία πάνω στους άλλους (γεγονός που καταδεικνύει η δεσποτική συμπεριφορά της απέναντι στην βοηθό της, Μαρλέν).

Σε ώριμη πλέον ηλικία, η Πέτρα είναι μια επιτυχημένη σχεδιάστρια μόδας, διαζευγμένη μητέρα ενός κοριτσιού έγκλειστου σε κολλέγιο. Μέσα από την ολοκληρωτική αφοσίωση στην καριέρα της υπηρετεί το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα που την τοποθέτησε στα ανώτερα στρώματα της κοινωνικής ιεραρχίας. Οι ισορροπίες καταρρέουν όταν ερωτεύεται τη νεαρή Καρίν, την οποία και προσλαμβάνει ως μοντέλο. Η Καρίν μαγεύεται από τα προνόμια που μπορεί να απολαύσει στο πλευρό της Πέτρα. Ουσιαστικά όμως δεν ανταποκρίνεται στα συναισθήματα της και την εγκαταλείπει σε σύντομο χρονικό διάστημα. Η ψυχική ισορροπία της Πέτρα καταρρέει και τα θεμέλια της ανεξαρτησίας της αποδεικνύονται εύθραυστα και ασταθή. Η συναισθηματική εμπλοκή απουσίαζε από όλες τις πτυχές της ζωής της. Παρόλα αυτά η επιθυμία της να «εξουσιάσει» την Καρίν την άφησε συναισθηματικά εκτεθειμένη και ευάλωτη απέναντι στις εξουσιαστικές παρορμήσεις της τελευταίας. Η Πέτρα Φον Καντ, αλλοτριωμένη από τους κοινωνικούς ρόλους που καλείται να υπηρετεί και από μια καθημερινότητα διαβρωμένη από την εμμονή στον εαυτό αρχίζει να συνειδητοποιεί την ύπαρξη μιας ακαθόριστης κενότητας που συνήθιζε να καλύπτει επιδερμικά μέσα από επαναλαμβανόμενες πρακτικές άσκησης ισχύος. Όπως θα έλεγε ο Λακάν, η επιθυμία για την Πέτρα παραμένει μια θέση κενή που δεν αντικατοπτρίζεται. Σε δευτερογενές επίπεδο το ακαθόριστο σχήμα της αντικαθίσταται από την εικόνα του αντικειμένου που μπορεί να της εξασφαλίσει κάποιο είδος ικανοποίησης.

Ένα ακόμη ενδιαφέρον πρόσωπο που παραμένει σιωπηλό καθ’όλη την διάρκεια της ταινίας αποτελεί η ψυχρή, αλλά πιστή βοηθός της Πέτρα, Μαρλέν, η οποία υπομένει παθητικά τη δεσποτική συμπεριφορά της και φαίνεται να είναι υπεύθυνη για την παραμικρή λεπτομέρεια που αφορά τη συντήρησή της. Η Μαρλέν διαχειρίζεται την καταπίεση που δέχεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο, ο οποίος λειτουργεί αντίστροφα από ότι οι αντίστοιχοι διαχειριστικοί μηχανισμοί που ανέπτυξε η Πέτρα. Η ίδια δεν αμύνεται έναντι των καταπιεστικών δομών που την περιβάλλουν, αλλά χτίζει τις επιθυμίες της γύρω από αυτές και βιώνει συνθήκες σκληρότητας σύμφωνα με τους δικούς της όρους. Επιλέγει ελεύθερα πως θα δεσμεύσει τον εαυτό της και αντλεί μια αίσθηση ελέγχου και εξουσίας μέσα από την υποταγή και την δέσμευση. Πιο αναλυτικά καταλήγει να ανισχυροποιεί την ίδια την έννοια της καθυπόταξης, αποσυνδέοντας την από συνακόλουθες αρνητικές επιπτώσεις για την ψυχολογία του ατόμου και εντάσσοντάς την στην σφαίρα του προσωπικού της ελέγχου και των προσωπικών της επιθυμιών. Όταν λοιπόν η Πέτρα δηλώνει ότι σκοπεύει να σταματήσει να την κακομεταχειρίζεται η Μαρλέν την εγκαταλείπει.

Για τον Φασμπίντερ, όπως και για τον Λακάν, οι σχέσεις εξουσίας δεν ρέουν μονόδρομα προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Το ιστορικιστικό πλαίσιο καθορίζει την μορφή με την οποία μπορεί να εκδηλωθεί η επιθυμία για εξουσία, ανάλογα με την θέση του υποκειμένου μέσα σε αυτήν, μια θέση που αφορά την πηγή προέλευσης (κοινωνική τάξη, φύλο κτλ). Η εξουσία δεν εφαρμόζεται ανεξάρτητα από ιστορικιστικά πλαίσια. Ταυτόχρονα όμως τα διαπερνά, καθώς δεν αποτελεί θέση στατική, αναγόμενη εξ’ ολοκλήρου σε ένα πράγμα. Στο έργο του Φασμπίντερ οι ρόλοι εναλλάσσονται διαρκώς από θύματα σε θύτες, από «κακοποιούς» σε κακοποιημένους και από εξουσιαστές σε υποταγμένους. Οι κυρίαρχοι πόλοι στην πορεία αντιστρέφονται και ο κυρίαρχος βρίσκεται στο έλεος του ακόλουθού του, ο οποίος παύει πλέον να τροφοδοτεί την ανάγκη του πρώτου για αναγνώριση και επιβεβαίωση των προνομίων του, εγκαταλείποντάς τον όταν πλέον δεν τον χρειάζεται.