Πληροφορίες

Σκηνοθέτης: François Truffaut
Σενάριο: François Truffaut, Jean Gruault
Ηθοποιοί: François Truffaut, Nathalie Baye
Φωτογραφία: Néstor Almendros
Μουσική: Maurice Jaubert
Τοποθεσία: Γαλλία, 1978
Διάρκεια: 1h 34m

Είµαστε σε µία επαρχιακή κωµόπολη στην δυτική Γαλλία, µία δεκαετία µετά το τέλος του Πρώτου Παγκοσµίου Πολέµου. Ο Julien Davenne (François Truffaut) είναι ένας δηµοσιογράφος-συγγραφέας σε µία παρηκµασµένη τοπική εφηµερίδα, και ενδιαφέρεται περισσότερο για τους νεκρούς παρά για τους ζωντανούς. Είναι ένας άνθρωπος σθεναρά αντίθετος µε την εποχή του, και σε ϐασική συµφωνία µε αυτήν. Σε αντίθεση, γιατί απορρίπτει τον σύγχρονο τρόπο ζωής, αρκούµενος σε µία µάλλον ασκητική ύπαρξη, βλέποντας την σύγχρονη κοινωνία και τις παραδοχές της µε αηδία. Σε βασική συµφωνία, γιατί είναι προιόν της, και µονάχα ως προιόν µίας µεσοπολεµικής Γαλλίας σε κρίση, µε παλιά είδωλα να αµφισβιτούνται και σταθερές να αποδιαρθώνονται, έχει νόηµα η στάση του. Στην παρακµή αντιπαρατάσσει την αποστροφή. Και αν αποστρέφεται από το περιβάλλον του, βρίσκει καταφύγιο στους νεκρούς του. Τιµά την γυναίκα του σε ένα «µνήµα», σε ένα δωµάτιο του σπιτιού του.

Αυτόν τον µάλλον ήρεµο και ήσυχο τρόπο ζωής έρχεται να διαταράξει η Cecilia (Nathalie Baye), η γυναίκα η οποία αναπτύσσει µία σχέση αλληλοκατανόησης, ϐαθιάς εµπιστοσύνης και συµπλήρωσης µε τον Julien στην πορεία της ταινίας. Αν εκείνος δίνει σηµασία στην µνήµη των νεκρών ως ένδειξη σεβασµού και συνέχειας, µα και αποστροφής από τους ζωντανούς, εκείνη επιβεβαιώνει την ζωή, και επιµένει ότι πιο τιµητική στους νεκρούς είναι η άνθισή της. Υπάρχει µία διαλεκτική ένταση στην ταινία, όπου αντιπαρατάσσονται οι δύο αντιλήψεις. Εκείνη θυµάται για να ζει, εκείνος θυµάται για να µην ζει.

Βλέπουµε τον Davenne, αντιµέτωπο µε µία φωτιά και νέες συνθήκες οι οποίες καθιστούν την ως τώρα στάση του αδύνατη να συνεχιστεί. Αποφασίζει να αναστηλώσει ένα εκκλησάκι στο οποίο θα τιµά την γυναίκα του, τους νεκρούς του ϕίλους από τον πόλεµο, τους νεκρούς γνωστούς του, νεκρούς συγγραφείς, µουσικούς: τους νεκρούς του. Στα πλάνα της ταινίας βλέπουµε άτοµα σηµαντικά για τον ίδιο τον Truffaut. Εκµυστηρεύεται την προσπάθειά του αυτήν στην Cecilia, και την επιλέγει ως συνεχίστρια του έργου του. Εκείνη διατηρεί την µνήµη των νεκρών, αλλά ακριβώς επειδή δεν έχει πάψει να ζει ενεργά, δεν κρατά και κακία απέναντί τους. Αυτό ϑα δηµιουργήσει ένα ρήγµα, του οποίου η έκβαση οδηγεί την ταινία στο κρεσέντο της.

Η διαλεκτική ένταση ϕαίνεται από την περιρρέουσα ατµόσφαιρα της ταινίας. Αν η Cecilia είναι πιο δυναµική και σταράτη στους διαλόγους της µε τον Julien, η οπτική του τελευταίου φαίνεται µέσα από τα πλάνα του Truffaut και τις εικόνες της ταινίας, οι οποίες ανταποκρίνονται στην κοσµοθεωρία του Julien. Βλέπουµε τους νεκρούς του Julien, τιµώµενους και µε την µνήµη τους διατηρηµένη, µα συνάµα ϕυλακισµένους στα κάδρα και στα δωµάτια. Η Cecilia ζει ελεύθερα, αγαπά νεκρούς και ζωντανούς, και ενώ είναι τραγική ϕιγούρα, είναι εκείνη αυτή η οποία παίρνει την σκυτάλη να συνεχίσει.

Αν µπορούµε να κρατήσουµε κάτι από τον σκηνοθέτη, είναι ότι αυτή είναι µία βαθιά προσωπική ταινία. ∆εν µπορεί να είναι τυχαίο ότι τον Julien παίζει ο ίδιος ο Truffaut. Ο σκηνοθέτης είχε σχολιάσει, για την ταινία (σε ελεύθερη µετάφραση), ότι

«Είµαι υπέρ της γυναίκας και κατά του άνδρα. [...] Το Πράσινο ∆ωµάτιο δεν είναι µύθος ούτε ψυχολογική απεικόνιση. Το δίδαγµα είναι το εξής: πρέπει να ασχολούµαστε µε την ζωή»!

Υποστηρίζοντας περαιτέρω το µήνυµα αυτό, ο Truffaut, σε συνέντευξή του στην Liberation, είχε ισχυριστεί πως η ταινία έχει να κάνει (και) µε την µονιµότητα των νεκρών, την µόνιµη παρουσία τους και µία επέκταση σε αυτούς της αγάπης που τρέφουµε για τους ζωντανούς. Πλαισιωµένη έτσι, η ταινία γιορτάζει και επιβεβαιώνει την ζωή, την ουσία και το πνεύµα της.

∆ηµήτρης Μπεληγιάννης (Μέλος ΚΟΠΙ)