Αποτελώντας την τρίτη κατά σειρά ταινία και τελευταία της άτυπης πολεμικής τριλογίας («Roma città apert» , «Paisà») του Roberto Rosellini , το «Germania Anno Zero» , παρουσιάζει τον αγώνα για επιβίωση μέσα από την τραγική φιγούρα ενός μικρού παιδιού στα συντρίμμια του Τρίτου Ράιχ.
Στο μεταπολεμικό πλέον Βερολίνο, όπου οι μνήμες του Β’Π.Π. παραμένουν ακόμα νωπές, ο νεαρός Edmund, χωρίς καμιά επιλογή, καλείται να βοηθήσει την οικογένειά του να επιβιώσει. Ο μεγαλύτερος αδερφός του, Karl-Heinz, πρώην στρατιώτης της Βέρμαχτ, αποφεύγει να εμφανιστεί φοβούμενος τη σύλληψη, ενώ η αδερφή του Eva περιμένει την επιστροφή του φίλου της από ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης και κερδίζει ελάχιστα πουλώντας τσιγάρα. Η ανάγκη όμως παραμένει επιτακτική, καθώς ο πατέρας τους, χρόνια ασθενής, είναι περιορισμένος στο κρεβάτι και έτσι ο Εdmund στα 12 του χρόνια, αδυνατώντας να εργαστεί επίσημα, προσπαθεί μέσω της μαύρης αγοράς να εξασφαλίσει τα προς το ζην για την οικογένειά του. Η οικογένεια απορροφημένη από τα προβλήματά της αδυνατεί να τον φροντίσει και να του δώσει την απαραίτητη προσοχή, οπότε εκείνος μέσα στην αφέλεια και το πείσμα του περνάει ολοένα και περισσότερο χρόνο περιπλανώμενος στα ερείπια, με σκοπό να αλλάξει την κατάσταση και να αποκαταστήσει την ελπίδα στο σπιτικό του. Σε μία από αυτές τις εξορμήσεις του συναντά τον φιλοναζιστή και τυχοδιώκτη πρώην δάσκαλό του και, όντας απελπισμένος, δέχεται τη βοήθεια και τις συμβουλές του. Η εξέλιξη αυτή, αν και αρχικά φαίνεται να επιφέρει μια κάποια σταθερότητα και συντροφικότητα στον Εdmund, τελικά τον οδηγεί στο να πάρει αποφάσεις καταστροφικές για την οικογένειά του και τον ίδιο.
Στο επίκεντρο της ταινίας μπορεί να βρίσκεται ο Edmund, στην πορεία όμως αναπτύσσεται η θέση ατόμων με διαφορετικές ταυτότητες, όπως η οικογένεια και οι γείτονες, καθώς και η αντίδρασή τους στην ακραία μεταβολή και στέρηση. Έτσι, καταλήγει να παρουσιάζεται η ατμόσφαιρα που επικρατεί σε ολόκληρη την τοπική κοινωνία. Όπως αναφέρεται και στην εισαγωγή της ταινίας από τον αφηγητή, ο τρόπος με τον οποίο αυτή η έντονη στέρηση και η ζωή δίπλα στους νεκρούς έχει γίνει καθημερινότητα, δεν είναι αποτέλεσμα αποδοχής, αλλά μάλλον μιας συλλογικής εξάντλησης στην οποία έχει βυθιστεί η τότε κοινωνία ως άμυνα στις εξωφρενικές συνθήκες παρακμής στις οποίες καλείται να επιβιώσει.
Ακολουθώντας το χαρακτήρα του ιταλικού νεορεαλισμού, ο σκηνοθέτης αφήνει την καθημερινότητα να ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μας με αφοπλιστική απλότητα και την ωμότητα των συνθηκών να προκύπτει από τα γεγονότα και μόνο, χωρίς επιτήδευση, ενώ με την ίδια απλότητα οι διάλογοι σκιαγραφούν τα περίπλοκα κοινωνικά διλήμματα που βιώνουν τα μέλη της οικογένειας. Ο Rossellini χρησιμοποιεί εδώ, όπως σε πολλές ταινίες του, ερασιτέχνες ηθοποιούς στους οποίους δίνει τη οδηγία να αυτοσχεδιάσουν στο διάλογο, και τα εξωτερικά πλάνα είναι γυρισμένα στο γαλλικό τμήμα του μεταπολεμικού Βερολίνου.
Το τραγικό της ιστορίας του Edmund, που ίσως παρακίνησε πολλούς να μιλήσουν για απόκλιση από το πνεύμα της τριλογίας και να κάνουν σκληρούς αφορισμούς, είναι αυτό που όχι μόνο προκαλεί έντονη συγκίνηση, αλλά δίνει στην ταινία ένα διαφορετικό χαρακτήρα εκτός του ντοκουμέντου της υλικής εξαθλίωσης. Πράγματι το έντονο προσωπικό δράμα φαίνεται να χρησιμοποιείται στοχευμένα, και παραλληλίζει την εξαθλίωση μιας νεαρής ψυχής με τη βαθιά κρίση αξιών που αφήνει πίσω του ο φασισμός.
Μέσα σε μια μουδιασμένη κοινωνία που βιώνει μια κατάσταση τελμάτωσης, η κοινωνική ανθρωποφαγία παρουσιάζεται στιγμιαία ως διαφυγή, αλλά, τελικά, αντί να προσφέρει λύση αλλοιώνει ανεπανόρθωτα τον κοινωνικό ιστό και τον καταδικάζει ακόμα περισσότερο στη μοίρα της παρακμής. Αυτό είναι και η υπέρβαση αυτής της ιστορίας, αφού στο τέλος παρουσιάζει πολύ κομψά το πώς ο φασισμός, αντί να σώσει από την ένδεια και την παρακμή οδηγεί με πολλαπλούς τρόπους πίσω σε αυτήν μέσω του πολέμου και της ακόλουθης κοινωνικής αποσύνθεσης. Έτσι, προσπαθώντας ένα πρόσωπο ή ένα κοινωνικό σώμα να σωθεί, καταλήγει με τρόπο απατηλό να χάνει αυτά για τα οποία αρχικά αγωνιζόταν και στο τέλος την ίδια του την ταυτότητα.
Α.Ρ. (Μέλος ΚΟΠΙ)