Είµαστε στην Αθήνα το 1982, και ακολουθούµε την πορεία του Δρακάκου (Πέτρος Ζαρκάδης). Ο Δρακάκος έχει ρεπό από την δουλειά του, και επιλέγει στο ρεπό του να κάνει ορισµένες δουλειές. Μία µία, τον οδηγούν ϐαθύτερα σε καταστάσεις καθηµερινής τρέλας. Ο πρωταγωνιστής τρέχει και δεν φτάνει : καταλήγει έρµαιο µαστόρων, τεχνιτών, οικογένειας και πάνω απ΄όλα καταστάσεων. Τον βλέπουµε να ζαρώνει και να υποµένει στωικά. Σε τουλάχιστον ένα σηµείο προσπαθεί να ξεφύγει από το κοµφούζιο, να χαλαρώσει: αποτυγχάνει οικτρά. Χαρακτήρες µπαίνουν στα πλάνα, φεύγουν, πιθανώς ξανάρχονται, και το µόνο το οποίο µένει από αυτούς είναι το κωµικό στοιχείο, το γελοίο του ρόλου τους και των καταστάσεων στην δηµιουργία των οποίων συµβάλλουν, είτε ως γραφειοκράτες, είτε ως µάστοροι, είτε ως συµπάσχοντες του πρωταγωνιστή, είτε ως ερωµένες.
Ο Βασίλης Βαφέας σκηνοθετεί σκύβοντας πάνω σε ότι τον κάνει να υποφέρει και να σκέφτεται, το βρίσκει αστείο και ενδιαφέρον. Το Ρεπό δεν είναι καθρέφτης, είναι σκανδάλη: η Αθήνα δεν είναι ο καµβάς πάνω στον οποίο δουλεύει ο Βαφέας, η Αθήνα είναι στο στόχαστρο της δουλειάς του. Η Αθήνα η οποία επιβάλει την µετακίνηση µε το αυτοκίνητο σε δρόµους και αυτοκινητόδροµους, η Αθήνα της πολυκατοικίας και της αντιπαροχής, η Αθήνα των συνεργείων δίπλα στις ράγες και των γειτονικών ταβερνιάρηδων. Η ταινία φαίνεται να περιπαίζει τις στοµφώδεις ανακηρύξεις περί υποχώρησης του πρασίνου, και το νέφος δεν αναφέρεται κάπου. Αντί αυτών, ο Βαφέας επικεντρώνεται στον Αθηναίο, και την διαδροµή του στην πόλη, τις κοντινές και χειροπιαστές εµπειρίες του.
Ο σκηνοθέτης δίνει εικόνες του εξωτερικού χώρου, µα δεν µένει εκεί. Βλέπει µέσα σε διαµερίσµατα, µε τον τρόπο τους χοντροκοµµένα, άδεια αλλά και προσωπικά, υφαίνει καφκικές εικόνες δηµόσιων υπηρεσιών και ζωγραφίζει χώρους γραφείων σε χρώµατα µη ανθρώπινα. Όλοι περιµένουν, και όλοι νιώθουν άβολα. Οι υπάλληλοι σιχαίνονται ή απλώς ανέχονται την δουλειά τους και τον κόσµο µε τον οποίον αλληλεπιδρούν σε αυτή. Αυτό αποτυπώνεται στους χώρους τους οποίους απεικονίζει η ταινία, καθώς είναι χώροι αποξένωσης. Είτε ξενίζουν ως στιλπνά άχρωµοι, απροσδιόριστοι και απροσπέλαστοι, είτε ως βρώµικες τρύπες, απόκοσµα «ζεστές». Παρατηρούµε την ζωή να εξε- λίσσεται µέσα αλλά και ενάντια στον χώρο: τα συναισθήµατα δίνουν µάχη οπισθοφυλακής, άρα λάµπουν, γίνονται ολοένα και πιο πολύτιµα.
Η ταινία δεν έχει καµία σχέση µε την παραδοσιακή ελληνική κωµωδία του Παλιού Ελληνικού Κινηµατογράφου, και στέκεται µάλλον µοναχικά στον Νέο, στην σκιαγράφηση ενός ξεχωριστού κωµικού στοιχείου. ∆εν έχουµε ανέκδοτο, δεν βλέπουµε ειρωνεία εις βάρος των χαρακτήρων, δεν έχουµε να κάνουµε µε καρικατούρες: πρόκειται για µία κωµωδία αστεία που δεν έχει πλάκα. Ο πρωταγωνιστής είναι σοβαρός και λιγοµίλητος, οι χαρακτήρες της ταινίας είναι αληθοφανείς. Το κωµικό στοιχείο είναι η ίδια η ζωή στην Ελλάδα και στην Αθήνα, η πορεία του ήρωά µας από το πρωί αγουροξυπνηµένου, ως το κοστούµι του βραδιού και το παράλογο γεύµα. Οι καταστάσεις στις οποίες µπαίνει ο ∆ρακάκος µπορεί να είναι γελοίες, µα κατά κανόνα οι χαρακτήρες που συναντά δεν είναι. Οι εικόνες είναι εγγενώς κωµικές, τραγικές και παράλογες, και αποκτούν ισχύ από την πηγαία αλήθεια τους.
Ακόµη και µε όλα τα προηγούµενα στο νου, στόχος δεν είναι η ηθική µατιά. Η ταινία δεν κρίνει, η ταινία γελάει. Ο Βαφέας µας δίνει ωµά την ιδιοσυγκρασία και τον συναισθηµατικό κόσµο της οχυρωµένης πόλης: ένας ασθµατικός ρυθµός µε αφήγηση γεµάτη τρύπες, σωστό αθηναικό δροµολόγιο. Αναπτύσσεται καθόλη την διάρκεια της ταινίας µία ισορροπία µεταξύ ακινησίας και φρενίτιδας. Πρώτα από όλα, και σίγουρα πρώτα από ηθικολογικές αξιώσεις κοινωνιολογίας της χώρας ή της Αθήνας, βλέπουµε ένα αγχωµένο «φλου», δίχως στάσεις, ξέφωτα ή ανακούφιση. Είναι ακριβώς αυτό που την καθιστά µια ταινία πόλης, µια ταινία συναισθήµατος και µια ταινία Αθήνας.
∆ηµήτρης Μπεληγιάννης, εκ µέρους της Κ.Ο.Π.Ι.