Ο Johnny (David Thewlis) κάνει σεξ με μια γυναίκα σε ένα σκοτεινό σοκάκι στο Μάντσεστερ. Ξεπερνά τα όρια του πάθους, γίνεται βίαιος και αποπειράται να την βιάσει. Φοβούμενος τις συνέπειες, κλέβει ένα αμάξι και ταξιδεύει για το Λονδίνο. Εκεί, βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι της πρώην του Louise (Lesley Sharp) και της συγκάτοικού της Sophie (Katrin Cartlidge). Αφού εξασφαλίσει στέγη, ο Johnny θα περιπλανηθεί στην πόλη και θα έρθει σε επαφή με μια σειρά από ανθρώπους, όλοι αποξενωμένοι με τον δικό τους τρόπο, όπως και ο ίδιος. Ταυτόχρονα ένας σαδιστής και μισογύνης πλούσιος, ο Jeremy ( Gregg Crutwell), θα αναστατώσει το σπίτι της Louise και της Sophie.
Ο Mike Leigh, στην πιο πρωτότυπη και ιδιοσυγκρασιακή του ταινία, ξεδιπλώνει την κοινωνία της Αγγλίας των early 90s, μιας κοινωνίας αποκαμωμένης από τις πρακτικές της Θάτσερ, που έχει οδηγηθεί σε ηθική παρακμή και ψυχική εξάντληση. Σκιαγραφείται ένας κόσμος μουντός και αιώνια γκρίζος, με ανθρώπους που φαίνονται να έχουν ζήσει ολόκληρη την ζωή τους σε εσωτερικούς χώρους. Οι ίδιοι άνθρωποι ιδιωτεύουν χυδαία και μεταδίδουν (ή δέχονται) τον σεξουαλικό και λεκτικό κυνισμό τους. Μοιάζουν με φαντάσματα, που έχουν χάσει μια για πάντα την ανάγκη να αναζητήσουν την ομορφιά, έχουν αγκαλιάσει την αποξένωση και τον μηδενισμό και προσπαθούν να επιβληθούν στον διπλανό τους με κάθε μορφή βίας.
Σε αυτόν τον κόσμο, ο Johnny καταφέρνει να «δεσπόζει». Είναι πιο κυνικός και πιο πεσιμιστής από όλους τους ερασιτέχνες κυνικούς και πεσιμιστές, που συναντά στον διάβα του. Απομυθοποιεί τους πάντες γύρω του, επιδιώκοντας να τους δείξει τη μίζερη και πικρή αλήθεια τους, τον παραλογισμό και το ανώφελο της ύπαρξης. Δεν είναι καλοκάγαθος, δεν έχει σε καμιά περίπτωση καλές προθέσεις, αλλά καταφέρνει σε στιγμές να γίνει συμπαθής, χάρη στην πλήρη αδιαφορία του για τα πάντα. Παραπατώντας και σέρνοντας τα πόδια του στο βρώμικο και σκοτεινό Λονδίνο, θα συναντήσει χαμένους ανθρώπους, θα φιλοσοφήσει ακατάληπτα, θα επικρίνει και θα σαρκάσει. Τελικά είναι ένας αξέχαστος αντιήρωας, σεξουαλικά αλλοπρόσαλλος, γοητευτικός και απεχθής ταυτόχρονα, σαν να έχει δραπετεύσει από μια παλιότερη εποχή καταραμένων ποιητών
Παράλληλα όμως, ο Johnny (ένα όνομα χωρίς επίθετο, με μηδενική καταγωγή και ανεξερεύνητο μέλλον), δείχνει περισσότερο σύμβολο παρά άνθρωπος. Μοιάζει με μια μηχανή παρατήρησης, που έχει το πάνω χέρι σε κάθε συνάντηση που κάνει, με συνομιλητές που ποτέ δεν είναι «ισάξιοί» του, αλλά χρησιμοποιούνται ως ντεκόρ για την συλλογιστική του. Μερικοί ισχυρίστηκαν ότι είναι ένας είρωνας, θυμωμένος «Ιησούς», που προσπαθεί να αλλάξει τις ζωές των ανθρώπων. Άλλοι ισχυρίστηκαν πως είναι ένας προφήτης του κακού που έρχεται, αν η κοινωνία συνεχίσει να λειτουργεί έτσι. Είτε είναι Μεσσίας, είτε προφήτης, είτε απλά ένας χίπης τυχοδιώκτης, δεν έχει και τόσο σημασία. Το σημαντικό είναι ότι μπορεί να φαίνεται καλά «ντυμένος» με τα λόγια του, αλλά η ψυχή του είναι κρύα και απογυμνωμένη.
Εν κατακλείδι, ο «Γυμνός» δεν είναι άλλη μια ταινία για την αστική μοναξιά. Δεν έχει διδακτικό χαρακτήρα, δεν αναζητά τις αιτίες, ούτε καν σκιαγραφεί το ζοφερό κόσμο του Λονδίνου. Είναι μια επίδειξη αυθάδειας του περιθωρίου που δεν αποζητά πλέον την λύπηση, αλλά ορθώνει ανάστημα. Είναι ένα σινεφίλ ποίημα αστικής υπαρξιακής απόγνωσης, μία κραυγή για την πλήρη έλλειψη νοήματος και ο Johnny είναι ο οδηγός μας σε αυτή την urban καταβύθιση. Η θέαση της ταινίας είναι μια πραγματική εμπειρία, καθώς η γοητεία που εκπέμπει ο Johnny, έρχεται σε κόντρα με την λογική και την ηθική του θεατή, φλερτάρει με την σκοτεινή πλευρά του και ενδεχομένως να φέρει στην επιφάνεια άγνωστα συναισθήματα. Τελικά ο Johnny, με την δικιά του γύμνια, ίσως να μας (υπεν)θυμίζει ότι είμαστε και εμείς ολόγυμνοι σε μια άγρια ερημιά, όπως είναι η πόλη.
Π.Μ. (Μέλος Κ.Ο.Π.Ι.)