Με την ταινία Καληνύχτα και Καλή Τύχη, τη δεύτερη σκηνοθετική του απόπειρα, ο Τζορτζ Κλούνεϊ μας μεταφέρει στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής του 1953 επιχειρώντας να αφηγηθεί στη μεγάλη οθόνη την πραγματική ιστορία ενός δημοσιογράφου που τόλμησε να αμφισβητήσει την αντικομουνιστική υστερία που «έσπερνε» στον αμερικανικό λαό ο γερουσιαστής Τζόζεφ Μακ Κάρθι.
Ο τηλεοπτικός ρεπόρτερ του CBS Έντουαρντ Μόροου (Ντέιβιντ Στράδερν), που κλείνει τις εκπομπές του με το χαρακτηριστικό χαιρετισμό «Καληνύχτα και Καλή Τύχη» και ο παραγωγός του, Φρεντ Φρέντλι (Τζορτζ Κλούνεϊ), διακινδυνεύουν την καριέρα τους με την απόφασή τους να ασκήσουν ανοιχτά κριτική στο κυνήγι μαγισσών και τις αυταρχικές ανακριτικές μεθόδους της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών του Κογκρέσου. Ατελείωτες ακροάσεις -«δίκες» φρονημάτων-, στις οποίες συχνά προεδρεύει ο ίδιος ο Μακ Κάρθι, μαύρες λίστες «αντιφρονούντων», μυστικές πηγές πληροφόρησης του FBI και αμερικανοί πολίτες που καλούνται να αποκηρύξουν τα πιστεύω τους ή τους «κόκκινους» συγγενείς τους, που χάνουν τη δουλειά τους, που στιγματίζονται ως προδότες της πατρίδας και πράκτορες της Μόσχας, συνθέτουν το ψυχροπολεμικό σκηνικό της εποχής. Ο φόβος, οι υποψίες και η σιωπή κυριεύουν μια ολόκληρη χώρα και εναντίον αυτού του κλίματος τρόμου είναι που υψώνει τη φωνή του ο Εντ Μόροου, εκθέτοντας ανεπανόρθωτα το γερουσιαστή Μακ Κάρθι και παραδίδοντας με το θάρρος και τις πράξεις του μαθήματα δημοσιογραφίας στις επόμενες γενιές δημοσιογράφων (είναι χαρακτηριστικό πως ο πραγματικός Εντ Μόρροου αποτελούσε τον ήρωα του δημοσιογράφου πατέρα του Τζ. Κλούνεϊ) αποδεικνύοντας την αξία της ανεξάρτητης ενημέρωσης και τη σπουδαιότητα της πολιτικής ειδησεογραφίας. Δεν πρόκειται, όμως, αποκλειστικά -ούτε τότε ούτε και τώρα- για ένα «μάθημα» δημοσιογραφίας. Πρόκειται περισσότερο για μια έκκληση αφύπνισης εκείνης της (μεγαλύτερης) μερίδας του λαού που παρακολουθεί τις εξελίξεις σιωπηλά από τον καναπέ του. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια που εκφώνησε ο ίδιος ο Μόροου στην Ένωση Ραδιοτηλεοπτικών Ρεπόρτερ των ΗΠΑ στις 25/10/1958: «Η ιστορία μας είναι αυτό που κάνουμε. Αν υπάρξουν ιστορικοί σε 50 ή 100 χρόνια κι αν υπάρχουν αρχεία από εκπομπές των τριών δικτύων, θα βρουν καταγραμμένα μαυρόασπρα ή έγχρωμα στοιχεία παρακμής, φυγής και απομόνωσης από τις πραγματικότητες του κόσμου που ζούμε. Είμαστε τώρα εύποροι, παχείς, άνετοι και μακάριοι. Έχουμε έμφυτη αλλεργία σε δυσάρεστα ή ενοχλητικά νέα. Τα μαζικά μέσα μας αυτό αντανακλούν. Κι αν δεν αναγνωρίσουμε ότι η τηλεόραση χρησιμοποιείται κυρίως για να μας εξαπατά και να μας αποπροσανατολίζει, τότε η τηλεόραση, οι παραγωγοί, οι θεατές και οι εργάτες της ίσως δουν, πολύ αργά, μια ολότελα διαφορετική εικόνα…».
Χρησιμοποιώντας και επίκαιρα της εποχής, καθώς και την αυθεντική γλώσσα του γερουσιαστή Μακ Κάρθι, όπως αυτή έχει καταγραφεί στις ταινίες της εποχής, αλλά κυρίως με το μαυρόασπρο φιλμ, τους έντονους φωτισμούς και το έντονο κοντράστ, ο σκηνοθέτης προσπαθεί να αποδώσει το γνήσιο πνεύμα της εποχής –πολωμένο ανάμεσα στο καλό και το κακό, τον εχθρό και το φίλο, τον πατριώτη και τον προδότη, εν τέλει το άσπρο και το μαύρο. Ίσως η πόλωση της εποχής δεν ξαφνιάζει τόσο είτε λόγω ιστορικής γνώσης είτε λόγω αντίστοιχων παραστάσεων στη σύγχρονη πραγματικότητα, ξαφνιάζει όμως σίγουρα η σταθερή παρουσία του τσιγάρου που συντροφεύει σιωπηλά την ένταση, την αγωνία, την καθημερινότητα των ανθρώπων της εποχής, πίσω από αλλά και μπροστά στην κάμερα.