Σε κάποιο ακαθόριστο χρονικό διάστημα, κάπου στο βόρειο ημισφαίριο, τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά. Ένας ταχυδακτυλουργός κάνει ένα τραγικό λάθος και πριονίζει έναν άνθρωπο στα δύο, ένας χαμένος μετανάστης ξυλοκοπείται μέσα σ’ έναν πολυσύχναστο δρόμο, ένας υπάλληλος απολύεται αφού πρώτα έχει εξευτελιστεί χωρίς προφανή λόγο, ενώ επικρατεί κυκλοφοριακό κομφούζιο. Η ιστορία επικεντρώνεται στον 60χρονο Kalle, ιδιοκτήτη επιπλοποιείου, ο οποίος βάζει φωτιά στο μαγαζί του για να εισπράξει την ασφάλεια. Ούτε η γυναίκα του, ούτε ο μικρότερος γιος του φαίνεται να πολυενδιαφέρονται, ενώ ο μεγαλύτερος γιος του νοσηλεύεται σε μια ψυχιατρική κλινική επειδή «έγραφε ποίηση μέχρι που τρελάθηκε». Παράλληλα κι ενώ η τρέλα καταλαμβάνει σιγά σιγά τους κάτοικους της πόλης, ο Kalle στοιχειώνεται από το πνεύμα ενός ανθρώπου που είχε βλάψει στο παρελθόν.
Ο Roy Andersson, αρέσκεται στο να φτιάχνει εικόνες. Δεν τον ενδιαφέρει η ανάπτυξη των χαρακτήρων του. Μέσα από τα μακρινά, ακούνητα και γεωμετρικά ακριβή πλάνα του (σαν να παρακολουθείς θεατρική παράσταση – ολοφάνερες οι επιρροές του από το θέατρο του παραλόγου του Ιονέσκο), καυτηριάζει και αποδομεί πλήρως την σύγχρονη Ευρώπη. Συνάμα μιλάει για το βάρος της συνείδησης του μέσου μικροαστού, που με την σιωπή του συναινεί και ανέχεται την άρχουσα τάξη, δικαιολογώντας τον εαυτό του με την φράση «εγώ κοιτάω την δουλειά μου».
Από την αρχή λοιπόν, το κάδρο τοποθετείται μέσα σε μια πόλη παγιδευμένη στο απόλυτο αδιέξοδο. Γινόμαστε μάρτυρες ανθρώπων με κενές, ανεκπλήρωτες και προβληματικές ζωές, που κυριολεκτικά δεν μπορούν να σηκώσουν το βάρος της ύπαρξής τους. Είναι ένας μακρινός αλλά τόσο οικείος κόσμος, όπου όλες οι κοινωνικές αρχές που τον συγκροτούν είναι σκουριασμένες και εύκαμπτες. Συνολικά, υπάρχει ένας αέρας αγγαρείας και επανάληψης, καθώς και μια απόλυτη αδιαφορία για τη σωματική και ψυχική ταλαιπωρία του συνανθρώπου. Ενώ οι χαρακτήρες- φαντάσματα (τα πρόσωπα τους είναι λευκά σαν να είναι νεκροί), συνεχίζουν να περιφέρονται άσκοπα στην ήδη στατική γκρίζα ατμόσφαιρα, ο Kalle σταδιακά εντοπίζει τον παραλογισμό του κόσμου και συνειδητοποιεί πόσο δύσκολο είναι τελικά το να είσαι άνθρωπος.
Η ταινία ξετυλίγεται ως μια σειρά από ασύνδετες βινιέτες, που όμως μαζί εξετάζουν πτυχές της σύγχρονης ζωής, απεικονίζοντας σουρεαλιστικές σκηνές με ζοφερά πλάνα και ξερό χιούμορ, ενός αστικού τοπίου που έχει χάσει κάθε νόημα, και του οποίου οι πολίτες παρασύρονται όλο και περισσότερο στο χείλος της τρέλας.
Το Songs from the Second Floor είναι για τον συμβατικό κινηματογράφο ότι ένα ποίημα για τον υλικό κόσμο. Ο Roy Andersson ήξερε ότι μόνο η πιο παράλογη και σουρεαλιστική μορφή αφήγησης, θα ανταποκρινόταν κατάλληλα ως μέσο έκφρασης των ανησυχιών του, σχετικά με το κενό και την αποξένωση που διαπερνά την σύγχρονη δυτική κοινωνία. Όλη η ταινία λειτουργεί ως μία άκρως ειρωνική, παροδική και επιδέξια έκθεση μιας πραγματικότητας, ντυμένης με τα γκρίζα χρώματα της πόλης, γεμάτη άψυχα, ηττημένα πρόσωπα, στην οποία όλα πάνε στραβά και ο πόνος περιγελείται. Παράλληλα, η ταινία αποτελεί και ένα κινηματογραφικό ποίημα εμπνευσμένο από τον Περουβιανό ποιητή César Vallejo, με τις πρώτες λέξεις που εμφανίζονται στην οθόνη να λειτουργούν σαν μια αφιέρωση, παραθέτοντας έναν στίχο από το ποιήμά του, “Σκόνταψα ανάμεσα σε δύο αστέρια”, ο οποίος επαναλαμβάνεται πολλές φορές και κατά την διάρκεια της: «Πολυαγαπημένοι όσοι κάθονται…».
Σ.Κ. (Μέλος Κ.Ο.Π.Ι.)