Βρισκόμαστε στο χαοτικό, ακατάστατο και τσιμεντένιο Μπουένος Άιρες. Εκεί, η ομορφιά είναι κρυμμένη, και οι άνθρωποι χρειάζεται να ρίξουν τοίχους – πραγματικούς και συμβολικούς – για να μπορέσουν να τη δουν. Ανόμοια, ογκώδη και – συχνά – τερατόμορφα κτίρια κρύβουν τον ορίζοντα, ενώ χιλιάδες καλώδια λερώνουν τον ουρανό. Σπίτια που υπόσχονται να σε στεγάσουν, εν τέλει σε φυλακίζουν. Σύρματα που προσφέρουν επικοινωνία, καταλήγουν να σε κρατούν μόνο. Κυριαρχεί η αποξένωση, η απομόνωση και η μοναξιά, μια μοναξιά που όμως κάνει εκκωφαντικό θόρυβο. Μέσα σε αυτόν τον γκρίζο καμβά, συναντούμε τον Μάρτιν και τη Μαριάννα.
Ο Μάρτιν είναι ένας τριαντάχρονος web designer, ο οποίος τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του εργάζεται, παίζει παιχνίδια, παραγγέλνει φαγητό, ακούει μουσική, βλέπει ταινίες, διαβάζει βιβλία, επικοινωνεί με μηνύματα, κάνει σεξ και γνωρίζει γυναίκες μέσα από το διαδίκτυο, ζώντας στη δική του εικονική πραγματικότητα. Έχει απομακρυνθεί από την πραγματική ζωή και, όντας υποχόνδριος και αγοραφοβικός με έντονες κρίσεις πανικού, δυσκολεύεται να εγκαταλείψει το σπίτι του. Η Μαριάννα μετακομίζει σε ένα γειτονικό κτίριο μετά από μία σχέση τεσσάρων χρόνων. Έχει σπουδάσει αρχιτεκτονική, όμως τα τελευταία δύο χρόνια εργάζεται ως σχεδιάστρια βιτρινών. Μένει κι εκείνη κλεισμένη στο σπίτι της λόγω της αγοραφοβίας της, και προσπαθεί να διαγράψει από τη καρδία της τον Μακ, με την ίδια ευκολία που διέγραψε τις φωτογραφίες τους, έχοντας παράλληλα ως υποκατάστατο έναν πλαστικό κούκλο.
Οι ζωές των πρωταγωνιστών εξελίσσονται παράλληλα και παρόμοια, χωρίς οι ίδιοι να το αντιλαμβάνονται. Μοιράζονται τους ίδιους φόβους και ανησυχίες, περπατούν στους ίδιους δρόμους, πηγαίνουν στην ίδια πισίνα, ενώ ζουν κυριολεκτικά σε διπλανά κτίρια. Τριγυρνούν στις ίδιες γειτονίες χωρίς να συναντιούνται. Χάνουν ο ένας τον άλλον για λίγα δευτερόλεπτα, και συχνά χάνουν τον χρόνο και το κουράγιο τους με λάθος άτομα. Είναι δύο άνθρωποι που, όσο περισσότερος ο κόσμος ανάμεσα στον οποίο βρίσκονται, τόσο πιο μόνοι αισθάνονται. Με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, βρίσκονται και οι δύο βυθισμένοι στο αδιέξοδο της αστικής κοινωνίας και της έλλειψης επικοινωνίας.
Μετά από έναν μοναχικό χειμώνα, αποφασίζουν να ανοίξουν παράθυρα φωτός στις μεσοτοιχίες όχι μόνο των διαμερισμάτων τους, αλλά και της καρδιάς τους. Οι μεσοτοιχίες, που συμβολίζουν την πιο άσχημη πλευρά ενός κτιρίου, δεν χωρίζουν μόνο, αλλά καταφέρνουν και να ενώσουν. Ο Gustavo Taretto καταφέρνει να αποδώσει τη μοναχικότητα, την αγοραφοβία και το άγχος αναζήτησης ερωτικού συντρόφου με έναν ρεαλιστικό και συγχρόνως ποιητικό τρόπο. Έτσι, καταλήγουμε να αναρωτιόμαστε μαζί με τη Μαριάννα “Αν ξέρω ποιον ψάχνω και δεν μπορώ να τον βρω, πώς θα βρω αυτόν που ψάχνω, αφού δεν ξέρω καν πώς είναι;”.
Σ.Π. (Μέλος Κ.Ο.Π.Ι.)