Με το “Lenny” του 1974, ο σκηνοθέτης και χορογράφος του Broadway και του κινηματογράφου Bob Fosse (All that jazz, 1979) πραγματοποιεί μια στροφή από το μιούζικαλ στο δράμα, σκιαγραφώντας το πορτραίτο του αμφιλεγόμενου, υβριστικού κωμικού της εναλλακτικής stand-up comedy Lenny Bruce (1925 – 1966).
Η καυστική κοινωνική σάτιρα του Bruce, μέσω της οποίας αγωνίστηκε να αποκαλύψει το αληθινό πρόσωπο πίσω από τα προσωπεία υποκρισίας της comme-il-faut αμερικανικής κοινωνίας της δεκαετίας του ‘60, του εξασφάλισε πλούτο, φήμη, οπαδούς, και ενέπνευσε μια πληθώρα μεταγενέστερων κωμικών όπως ο Bill Hicks και ο George Carlin. Παρ’ολ’αυτά, ενόσω ο ίδιος ζούσε, η σάτιρά του έγινε επίσης η αφορμή να διωχθεί πλειστάκις νομικά και να καταδικαστεί για προσβολή της δημοσίας αιδούς, καθώς οι παραστάσεις του συνήθως περιελάμβαναν τη χρήση εκφράσεων και χειρονομιών σεξουαλικού περιεχομένου. Η χρήση τους όμως ακριβώς ως μέσον σχολιασμού, κριτικής και διαπόμπευσης μιας κυρίαρχης κουλτούρας ευδαιμονισμού και μιας κοινωνίας που αντιμετώπιζε τα προβλήματά της με το να τα αγνοεί, αποτέλεσε σαφώς την πραγματική αιτία της επίθεσης που εξαπέλυσαν εναντίον του οι αμερικανικές Αρχές. Ο Lenny Bruce, υπερβαίνοντας τα ως τότε στεγανά που ήθελαν τον κωμικό έναν απλό διασκεδαστή, αναλώθηκε σε μια προσπάθεια «…να διαφωτίσει το κοινό του σχετικά με τις αδικίες που γίνονται στον κόσμο, και σχετικά με τη δύναμη της γνώσης και της ειλικρίνειας…» (Ron Humanick).
Μέσω μιας μη γραμμικής αφήγησης, παρακολουθούμε τη σχέση του κωμικού με την γυναίκα της ζωής του , τη ναρκομανή στριπτιζέζ Honey (Valerie Perrine, στον κορυφαίο ρόλο της καριέρας της) και στη συνέχεια την ανάληψη οικογενειακών ευθυνών στο ρόλο του πατέρα, όπου δέχεται πιέσεις να στρέψει το νούμερό του σε πιο ακίνδυνα, «ανώδυνα» μονοπάτια- πράγμα απλά αδύνατον για τον Lenny το βρωμόστομο. Καθώς οι εμπλοκές του με το νόμο αυξάνονται, σπρώχνει τα όρια της αιδούς αλλά και της προσωπικής του αντοχής στα άκρα, αναπτύσσοντας μια μεσσιανική συμπεριφορά επί σκηνής και δίνοντας στη σάτιρά του έναν τόνο Αποκάλυψης. Η εξάρτησή του από τα ναρκωτικά, το αδιάκοπο κυνήγι από τις Αρχές αλλά και το ταλέντο του στην αυτοκαταστροφή τον ωθούν στο βάραθρο. Ο Lenny Bruce πεθαίνει από υπερβολική δόση ηρωίνης το 1966, λίγο προτού οδηγηθεί στη φυλακή.
Ο Bob Fosse προσεγγίζει την προσωπικότητα και το βίο του κωμικού με ευαισθησία, εντρυφώντας στο δράμα αλλά αποφεύγοντας το γλυκερό συναισθηματισμό, και δημιουργεί μία ταινία ντοκιουμενταρίστικης αισθητικής σε άσπρο και μαύρο. Επιλέγει να εμβαθύνει στην προσωπικότητα του δραματικού του ήρωα μεταχειριζόμενος τεχνικές αφήγησης που φωτίζουν διαφορετικές πλευρές του, αρνούμενος να μείνει στα αδρά και τα προφανή προκειμένου να τον φέρει στα μέτρα ενός τακτοποιημένου και εύληπτου από το κοινό μοντέλου σκηνοθεσίας. Η κλασσική δομή αρχή/μέση/τέλος των κινηματογραφικών βιογραφιών δε χρησιμοποιείται από το σκηνοθέτη. Η πορεία ανόδου και πτώσης του Lenny Bruce αποτυπώνεται μέσω της αναπαράστασης επιλεγμένων περιστατικών από τη ζωή του, τα οποία παρεμβάλλονται μεταξύ αληθοφανών «συνεντεύξεων» των ηθοποιών που υποδύονται τον περίγυρό του και αποσπάσματα ζωντανών παραστάσεων με ένα συγκλονιστικό Dustin Hoffman να αποδίδει το πάθος και την ιδιοφυία του κωμικού on stage. Κορύφωση δεν υπάρχει, καθώς η ταινία ακολουθεί μια πορεία συνεχόμενων διαβαθμίσεων για να καταλήξει με το θάνατο του ήρωα. Η σταδιακή κατάρρευσή του αποτυπώνεται με συχνά flashback-and-forth τα οποία αντιπαραβάλλουν το ενθουσιώδες ξεκίνημα και τις τελευταίες παραστάσεις του Lenny Bruce, όπου, στο λυκόφως ζωής και καριέρας, διαλυμένος και αλλόφρων ο κωμικός επί ώρες εκθέτει τις εμμονές του αδιαφορώντας για το κοινό.
Η λιτή, ασπρόμαυρη φωτογραφία του Bruce Surtees προσδίδει στην ταινία τη χροιά αυθεντικότητας ενός ντοκιμαντέρ και την αίσθηση της «καταγραφής» των γεγονότων. Παράλληλα, το παιχνίδι με το φως, το σκοτάδι, τη σκιά δημιουργεί «…την κατάλληλη ατμόσφαιρα νύχτας, στοχαστική, με μια υποβόσκουσα δραματική ένταση» (Lucia Bozzola). Η απόλυτη χρωματική γυμνότητα επιτρέπει να δοθεί έμφαση στα περιστατικά και τους ανθρώπους, αφήνοντας τους πρωταγωνιστές να κατακλύσουν την οθόνη με το βάρος της τέχνης και της παρουσίας τους.
Το “Lenny” αποτελεί την κινηματογραφική δικαίωση του ανθρώπου που έμεινε γνωστός ως «η συνείδηση της Αμερικής», και για τον οποίο ο τύπος της εποχής διχάστηκε, αποκαλώντας τον «άρρωστο» (N. Y. Times), «προφήτη» (N. Y. Post), εγκληματία, ιδιοφυία. Η ταινία, εξωφρενικά τολμηρή για την εποχή κατά την οποία έζησε ο κωμικός, μόλις μία δεκαετία αργότερα δέχθηκε επαινετικές κριτικές και τιμήθηκε τόσο ανεπίσημα, από ένα κοινό το οποίο συνέρρευσε στις προβολές, όσο και επίσημα, λαμβάνοντας, μεταξύ άλλων 6 υποψηφιότητες για Oscar το 1974, και βραβεία στο Φεστιβάλ των Καννών και στα βρετανικά Academy Awards του 1975. Ο Lenny Bruce ανακηρύχθηκε αθώος έναντι όλων των κατηγοριών από τις αμερικανικές Αρχές το 2003. Επιστολή συγγνώμης εκφωνήθηκε από τον κυβερνήτη της Πολιτείας της Νέας Υόρκης George Pataki, o οποίος είπε πως η εν λόγω συγγνώμη αντιπροσωπεύει τη δέσμευση της Νέας Υόρκης στην ελευθερία του λόγου.