Η Κινηματογραφική Ομάδα Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (Κ.Ο.Π.Ι.), στα πλαίσια του αφιερώματος «Όσοι από έρωτα εκπέσανε», παρουσιάζει την ταινία
Οι Εραστές της Γέφυρας (Leos Carax, 1991)
O Alex (Denis Lavant), ένας άστεγος που επιβιώνει ως πλανόδιος ακροβάτης, ζει πάνω στην πιο παλιά γέφυρα του Σηκουάνα, την Pont Neuf, μαζί με τον μεγαλύτερό του Hans (Klaus-Michael Grüber), που από καιρό έχασε τον έρωτα της ζωής του και άρχισε να περιπλανιέται στους δρόμους του Παρισιού. Η Michèle (Juliette Binoche), μια νεαρή πληγωμένη από τον έρωτα ζωγράφος που σταδιακά χάνει την όραση της, βρίσκει καταφύγιο στη γέφυρα και αναστατώνει με την παρουσία της τις ζωές τους.
Οι εραστές της γέφυρας είναι μια ιστορία για ανθρώπους που από έρωτα εκπέσανε, άλλα και για ανθρώπους που βρήκαν τον έρωτα στα πιο δύσκολα και απόκοσμα μέρη. Με φόντο ένα Παρίσι που γιορτάζει, ο Alex και η Michèle ερωτεύονται και μετατρέπουν την πόλη σε ένα δικό τους παράδεισο. Η πόλη τούς ανήκει όπως της ανήκουν και αυτοί και, σαν οι τελευταίοι άνθρωποι στον κόσμο, ξέρουν πως να ανάβουν και να κλείνουν τα φώτα του Παρισιού. Η Michèle θα μάθει στον Alex πως να κοιμάται χωρίς υπνωτικά και εκείνος θα γίνει ο οδηγός της, αφού εκείνη δε βλέπει καλά πια. Όμως μια ελπίδα ότι η Μισέλ μπορεί να γιατρευτεί, θα τους χωρίσει και όταν θα ξανασυναντηθούν, οι ζωές τους θα έχουν αλλάξει, αλλά ο ερωτάς τους θα έχει παραμείνει.
Ο κινηματογραφικός φακός του Escoffier και το μοντάζ του Quettier δημιουργούν ένα νευρικό στυλ, αποτυπώνοντας τα συναισθήματα των ηρώων και φέρνοντας τον θεατή αρκετά συχνά σε δυσφορία, χαρίζοντας όμως τις πιο εντυπωσιακές σκηνές και mash-ups ήχου και εικόνας, ένα έντονο χαρακτηριστικό της αφήγησης του Carax. Δεν επιλεγεί να ρομαντικοποιήσει την πραγματικότητα και επενδύει στην ταινία με τις πιο έντονες αντιθέσεις, δείχνοντας σκληρές εικόνες ανθρώπινου πόνου, γύρω από τον οποίον ανθίζει ένας έρωτας. Ο Carax αφηγείται ένα σκληρό παραμύθι για έναν αγνό έρωτα, τον έρωτα που φέρνει μαζί του την υπόσχεση μια καινούργιας ζωής. Η ταινία είναι μια διαρκής σύγκρουση ανάμεσα στην πραγματικότητα και το παραμύθι, στον ρεαλισμό και την ποίηση, αναποδογυρίζοντας εν τέλει τους ίδιους τους νόμους της φύσης, αφού οι αγάπη θα ανθίσει στα πιο άγονα μέρη και θα μαραθεί στις πιο εύφορες πεδιάδες. Μια δυστοπία που όμως την ελπίδα θα φέρουν δυο ερωτευμένοι, που βρίσκουν το καταφύγιο τους και επιστρέφουν στην δίκη τους συνοριακή γραμμή, η οποία τους χωρίζει από το αγριεμένο πλήθος.
Ο κριτικός Jonathan Rosenbaum σημειώνει αναφερόμενος στις πρώτες ταινίες του Leos Carax: «Σπάνια και τόσο απροκάλυπτα και ξεδιάντροπα, σε ταινίες συνυπάρχουν η ποίηση και η λίμπιντο -όπως συμβαίνει στις ταινίες του Carax. Τα παρεπόμενα αυτού του «l’amour fou» (τρελού έρωτα) -αναρχικού και συχνά ανήθικου ως προς την ουσία του – αφορούν τους πάντες: όλοι οι εραστές στις ταινίες του Carax είναι απολύτως ικανοί να διαπράξουν φόνο – και μάλιστα τον διαπράττουν, εάν τα συναισθήματα τους το απαιτούν».
Οι ταινίες του Carax είναι σαν μια θύελλα, σαν ένα κύμα, όπως και ο έρωτας που σε παρασέρνει, και ξεχειλίζουν από ένταση, νευρικότητα και το ανυπόκριτο πάθος του για σινεμά.
Οι εραστές της γέφυρας είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα του Cinéma du look, μιας κινηματογραφικής «τάσης» στα γαλλικά κινηματογραφικά δρώμενα της δεκαετίας του 1980 που φτάνει μέχρι και τα μέσα του 1990, με κύριους εκφραστές τρεις σκηνοθέτες, ανάμεσά τους και ο Carax. Τα χαρακτηρίστηκα των ταινιών αυτών είναι η ιδιαίτερη έμφαση στην εικόνα, δημιουργώντας ένα ιδιαίτερο στυλ (du look), και η επικέντρωση του ενδιαφέροντος τους γύρω από αποξενωμένους νέους ανθρώπους που ζουν στο περιθώριο. Θεωρήθηκε συχνά από τους κριτικούς ως ένα ρηχό και επιφανειακό κίνημα που έχει την αισθητική στο βάθρο, θυμίζοντας περισσότερο την αναγέννηση του αμερικάνικου κινηματογράφου (New Hollywood) παρά τη Nouvelle Vague. Εκφράζει όμως τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της εποχής, επηρέασε βαθιά τα γαλλικό σινεμά και άνοιξε τον δρόμο για μια νέα γενιά αντισυμβατικών κινηματογραφιστών, όπως ο Gaspar Noé και ο Xavier Gens.
Β. Μ. (Μέλος Κ.Ο.Π.Ι.)