Η Κινηματογραφική Ομάδα Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (Κ.Ο.Π.Ι.), στα πλαίσια του αφιερώματος «Όσοι από έρωτα εκπέσανε», παρουσιάζει την ταινία
Παρένθεση (Τάκης Κανελλόπουλος, 1968)
Μια γυναίκα (Αλεξάνδρα Λαδικού) και ένας άνδρας (Άγγελος Αντωνόπουλος) συνταξιδεύουν σε ένα τρένο. Σε μια προγραμματισμένη στάση, στον σταθμό της πόλης του άνδρα, τα μεγάφωνα αναγγέλλουν ότι θα υπάρξει εξάωρη καθυστέρηση. Εκεί, θα έχουν την ευκαιρία να γνωριστούν και να ζήσουν μια ερωτική παρένθεση. Όταν το τρένο αναχωρήσει, εκείνη θα συνεχίσει το ταξίδι, ενώ αυτός θα παραμείνει στην πόλη.
Οι ήρωες του Κανελλόπουλου δεν έχουν ονόματα και ιδιότητες. Δεν ενδιαφέρονται για τέτοιες ασήμαντες λεπτομέρειες, γιατί απλά έχουν έξι ώρες στη διάθεσή τους. Πρέπει να «τρέξουν» για να προλάβουν να νιώσουν, να ερωτευτούν, να βιώσουν, άρα εν γένει να υπάρχουν. Η ταινία δεν έχει διάλογο. Ο θεατής μαθαίνει την ιστορία από την πλευρά της γυναίκας, η οποία έχει ήδη επιστρέψει στο σπίτι της και στον άντρα της, μέσα από εντός και εκτός πλάνου αφήγηση. Η συνάντησή τους καλύπτει το μισό φιλμικό χρόνο. Ο υπόλοιπος είναι μια νέα παρένθεση που συμβαίνει στο μυαλό της γυναίκας, η οποία φαντασιώνεται την επιστροφή της και τη νέα της περιδιάβαση στην πόλη του ανώνυμου, αγαπημένου της πια. Είναι τόσο δεσποτική η φωνή της Αλεξάνδρας Λαδικού που ο καθένας, αρκεί να κλείσει τα μάτια του, και να αντιληφθεί το συναισθηματικός βάρος που έχουν οι φράσεις και οι παύσεις της.
Χωρίς να υπονομεύουμε την αφήγηση, η ταινία είναι βασισμένη στις εικόνες της. Ο Κανελλόπουλος, στην τρίτη πλέον μεγάλου μήκους ταινία του, χρησιμοποιεί το λιτό και μινιμαλιστικό σενάριο του Γιώργου Κιτσόπουλου (η ιδέα και η ιστορία είναι βασισμένη στο θεατρικό έργο «Still Life» του Noel Coward), για να δημιουργήσει ένα «κολλάζ» από εικόνες γεμάτες λυρισμό και ερωτισμό. Μια ποικιλία εικόνων πραγματικά κατακλύζουν την οθόνη και τα μάτια του θεατή: άλλοτε «ντοκιμαντερικές», άλλοτε νατουραλιστικές, άλλοτε στατικές και άλλοτε «τρεχάτες» σε δρόμους και παραλίες. Η ασύνδετη και η μη γραμμική σύνδεση των εικόνων της ταινίας αποτυπώνουν ανεπανάληπτα το συναισθηματικό μνημονικό της γυναίκας-αφηγήτριας. Ουσιαστικά βλέπουμε ακριβώς τον τρόπο με τον οποίο θυμάται (και στη συνέχεια φαντάζεται) τις λιγοστές ώρες της γνωριμίας τους. Η εικόνα, λοιπόν, είναι το συμπλήρωμα της φωνής της.
Μπορούμε, τελειώνοντας, να πούμε δίκαια πως ο Κανελλόπουλος είναι ο ρομαντικός ποιητής του Ελληνικού Κινηματογράφου. Έφτιαξε μια ταινία-ύμνο στον ανεκπλήρωτο έρωτα, στην ερωτική έξαρση, στον συμβιβασμό, στην αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης, στη βίαιη διακοπή της ευτυχίας. Μονάχα η μουσική του Νίκου Μαμαγκάκη μοιάζει να είναι το μοναδικό πράγμα στην ταινία που θα συνεχίζει να υπάρχει αέναα. Μια μελίρρυτη μουσική που μας επαναφέρει μελαγχολικά στην πραγματικότητα. Η ζωή συνεχίζεται, όπως και το μαντολίνο της ταινίας που θα συντροφεύει τα αυτιά μας καθ’ όλη τη διάρκειά της, όπως το τρένο που θα συνεχίσει τη διαδρομή του. Αλλά κόντρα σε αυτό το συνεχές, θα υπάρχουν πάντα αυτές οι τόσο γλυκιές παρενθέσεις, που θα ανοίγουν και θα κλείνουν συνεχώς. Ίσως και κάθε έρωτας να είναι μια παρένθεση, ένα κρησφύγετο, από το οποίο ζητάμε προστασία, για να γλυτώσουμε από το «κυρίως κείμενο» της βάρβαρης καθημερινότητας.
Χρησιμοποιήθηκαν αποσπάσματα από την επετειακή έκδοση του Κε.Μ.Ε.Σ. “50 χρόνια Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: Οι ταινίες που αγαπήσαμε” [ερωδιός 2009, 178 σελ.].
Π.Μ. (Μέλος Κ.Ο.Π.Ι.)