Η Κινηματογραφική Ομάδα Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (Κ.Ο.Π.Ι.), στα πλαίσια του αφιερώματος «Όσοι από έρωτα εκπέσανε», παρουσιάζει την ταινία
3-Iron (Kim Ki-duk, 2004)
Ο Tae-suk (Jae Hee) είναι ένας νεαρός περιπλανώμενος μοτοσικλετιστής στους δρόμους της Σεούλ, ο οποίος αναζητά άδεια σπίτια, όχι για να τα διαρρήξει, αλλά για να περάσει μερικές μέρες σ’ αυτά ως κανονικός νοικάρης. Όλα θα αλλάξουν όταν σε μια «επιδρομή» του, θα εισβάλλει στο σπίτι της Sun-hwa (Lee Seung-yeon), μιας κακοποιημένης συζύγου, που θέλει να ξεφύγει από τον καταπιεστικό άντρα της.
Ο Tae-suk δεν είναι ο διαρρήκτης που φανταζόμαστε. Η πρόθεση του δεν είναι να κλέψει, αλλά η απελπισμένη του ανάγκη να ανήκει κάπου. Τον παρατηρούμε να καθαρίζει και να τακτοποιεί με ευλαβική προσοχή, καθώς και να επιδιορθώνει χαλασμένες συσκευές του διαμερίσματος στο οποίο βρίσκεται κάθε φορά. Ακόμη, φοράει τις πιτζάμες των πραγματικών ενοίκων, κοιμάται στα κρεβάτια τους και χρησιμοποιεί το μπάνιο τους αποπνέοντας, έτσι, μια αίσθηση ότι υπάρχει στον χώρο για πολλά χρόνια. Είναι ένας μοναχικός άνθρωπος-φάντασμα, που ακροβατεί ανάμεσα στο πραγματικό και στο ονειρικό, και που αναζητά το καταφύγιο και τη θαλπωρή, αποδίδοντας σεβασμό στον χώρο που τον περιβάλλει. Έναν σεβασμό που φαίνεται να έχουν ξεχάσει οι νόμιμοι ιδιόκτητες των σπιτιών οι οποίοι, βαθιά αποξενωμένοι ο ένας από τον άλλον, ζουν διεκπεραιωτικά ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους και ποτέ δεν αντιλαμβάνονται τις «παρεμβάσεις» του Tae-suk.
Σε αντίθεση με την αφαιρετική μορφή του Tae-suk, η Sun-hwa είναι μια γυναίκα που έχει ζήσει και έχει πονέσει από την πραγματικότητα που της «σερβίρει» η κοινωνία. Εργαζόταν στο παρελθόν ως φωτομοντέλο, και προερχόμενη από μια φτωχή οικογένεια, συμβιβάστηκε σε έναν γάμο με έναν εύπορο, πλην μίζερο και θρασύδειλο άντρα, που την κακομεταχειρίζεται και τη μειώνει συνεχώς. Στα μάτια του Tae-suk, λοιπόν, βρίσκει τη διέξοδο προς την ελευθερία, τη φαντασία και το όνειρο. Αποφασίζει να τον ακολουθήσει σε αυτό το ανορθόδοξο ταξίδι των διαρρήξεων, σε μια προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της ταυτότητάς της και εν γένει της πραγματικότητας.
Η σχέση των δύο φυγάδων αρχίζει. Μια σχέση βυθισμένη στη σιωπή, αλλά τόσο πολύλογη σε έκφραση. Το κάθε βλέμμα, ο κάθε μορφασμός, η κάθε υποψία μειδιάματος, το κάθε ανεπαίσθητο χάδι αντικαθιστούν τα λόγια και καταδεικνύουν ένα είδος κινηματογράφου «καθαρό» και λιτό, που δεν χρειάζεται τίποτα περισσότερο από την εικόνα για να «μιλήσει» στις καρδιές μας.
Ένα απρόσμενο γεγονός θα αλλάξει τη σχέση τους μια για πάντα και θα σημάνει την αρχή της μεταστροφής της ταινίας σε κάτι που κανείς δε θα φανταζόταν. Θέλοντας συνειδητά να μην μιλήσω συγκεκριμένα, καθώς πραγματικά το τελευταίο μισάωρο είναι μια ανεπανάληπτη εμπειρία για κάθε ανυποψίαστο θεατή, θα πω μονάχα τις ακόλουθες τρεις προτάσεις: Σταδιακά στην ταινία αρχίζει να ξετυλίγεται μια παραισθησιογόνα ποιητικότητα, μια απόδραση από τα όρια του πραγματικού με μια πλήρη καταστροφή του υλικού και του πνευματικού κόσμου. Ο έρωτας ανοίγει τον δρόμο σε κάτι υπερβατικό, μηδενίζει το βάρος της ύπαρξης και εμείς μένουμε καθηλωμένοι στην κινηματογραφική αίθουσα, με τα φώτα ακόμη κλειστά και τη μουσική του επίλογου να ηχεί ατέρμονα στα αυτιά μας, σκεπτόμενοι πως είναι δύσκολο να πούμε αν ο κόσμος που ζούμε είναι πραγματικότητα ή όνειρο. Ίσως και να μην έχει καμιά σημασία η απάντηση.
Π.Μ. (Μέλος Κ.Ο.Π.Ι.)